Scrutatio

Domenica, 11 maggio 2025 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

Genesi 22


font
BIBBIA VOLGAREGREEK BIBLE
1 Le quali cose poscia ch' elle sono fatte, tentò Iddio Abraam. Quegli rispuose: io sono presente.1 Μετα δε τα πραγματα ταυτα ο Θεος εδοκιμασε τον Αβρααμ, και ειπε προς αυτον, Αβρααμ? ο δε ειπεν, Ιδου, εγω.
2 Ed egli disse a lui: tuogli lo tuo figliuolo unigenito Isaac, il quale tu ami, e va nella terra della visione, e offerira' qui lui in sacrificio sopra uno monte ch' io ti mostrerà (che muoia esso, tuo figliuolo primogenito, a me in sacrificio).2 Και ειπε, Λαβε τωρα τον υιον σου τον μονογενη, τον οποιον ηγαπησας, τον Ισαακ, και υπαγε εις τον τοπον Μορια, και προσφερε αυτον εκει εις ολοκαυτωμα, επι ενος των ορεων, το οποιον θελω σοι ειπει.
3 Adunque Abraam, di notte levatosi, selloe l'asino suo, menando seco duo fanciulli giovani, ed Isaac suo figliuolo. E conciosia cosa ch' esso tagliasse le legne in sacrificio, andò al luogo il quale gli avea comandato Iddio (andando tre dì).3 Σηκωθεις δε Αβρααμ ενωρις το πρωι, εσαμαρωσε την ονον αυτου και ελαβε μεθ' εαυτου δυο εκ των δουλων αυτου και Ισαακ τον υιον αυτου? και σχισας ξυλα δια την ολοκαυτωσιν, εσηκωθη και υπηγεν εις τον τοπον τον οποιον ειπε προς αυτον ο Θεος.
4 Ma il terzo dì, levati gli occhii, vidde il luogo dalla lunga.4 Την δε τριτην ημεραν υψωσας ο Αβρααμ τους οφθαλμους αυτου, ειδε τον τοπον μακροθεν.
5 E disse a'fanciulli suoi: aspettate qui col l'asino; io e il fanciullo insino colà anderemo affrettantici; e poscia che noi averemo adorato, ritorneremo a voi.5 Και ειπεν ο Αβρααμ προς τους δουλους αυτου, Σεις καθισατε αυτου μετα της ονου? εγω δε και το παιδαριον θελομεν υπαγει εως εκει? και αφου προσκυνησωμεν, θελομεν επιστρεψει προς εσας.
6 E tolse le legne del sacrificio, e puosele sopra Isaac suo figliuolo; ed egli portava nelle mani sue lo fuoco e lo coltello; e conciosiacosa che amendue andassero insieme,6 Και λαβων ο Αβρααμ τα ξυλα της ολοκαυτωσεως, επεθεσεν επι τον Ισαακ τον υιον αυτου? και ελαβεν εις την χειρα αυτου το πυρ, και την μαχαιραν, και υπηγον οι δυο ομου.
7 disse Isaac al padre suo: padre mio. E quegli rispuose, e disse: che vuogli, figliuolo mio? Ed egli disse: ecco lo fuoco e le legne; dov'è la vittima (cioè la bestia) dello sacrificio?7 Τοτε ελαλησεν ο Ισαακ προς Αβρααμ τον πατερα αυτου και ειπε, Πατερ μου. Ο δε ειπεν, Ιδου, εγω, τεκνον μου. Και ειπεν ο Ισαακ, Ιδου, το πυρ και τα ξυλα? αλλα που το προβατον δια την ολοκαυτωσιν;
8 Disse Abraam: Iddio la provederà a sè la vittima dello sacrificio, figliuolo mio. Andavano adunque parimente.8 Και ειπεν ο Αβρααμ, Ο Θεος, τεκνον μου, θελει προβλεψει εις εαυτον το προβατον δια την ολοκαυτωσιν. Και επορευοντο οι δυο ομου.
9 E vennero al luogo, il quale gli avea mostrato il Signore; nel quale edificò l'altare, e di sopra impuose le legne. E conciosiacosa che legasse Isaac suo figliuolo, puose lui nell'altare sopra l'ordinamento delle legne.9 Αφου δε εφθασαν εις τον τοπον τον οποιον ειπε προς αυτον ο Θεος, ωκοδομησεν εκει ο Αβρααμ το θυσιαστηριον και διεθεσε τα ξυλα, και δεσας τον Ισαακ τον υιον αυτου εβαλεν αυτον επι το θυσιαστηριον επανω των ξυλων?
10 E istese la mano, e levoe lo coltello, acciò che sacrificasse lo figliuolo suo.10 και εκτεινας ο Αβρααμ την χειρα αυτου, ελαβε την μαχαιραν δια να σφαξη τον υιον αυτου.
11 Ed ecco l'angiolo del Signore del cielo; e chiamò: Abraam Abraam, dicendo. Il quale rispuose, e disse: io sono presente.11 Αγγελος δε Κυριου εφωνησε προς αυτον εκ του ουρανου και ειπεν, Αβρααμ, Αβρααμ. Ο δε ειπεν, Ιδου, εγω.
12 E disse a lui: non istendere la mano tua sopra lo fanciullo, e non gli fare a lui nulla; perchè io hoe conosciuto che tu temi Iddio, e non perdonasti al figliuolo tuo unigenito per me.12 Και ειπε, Μη επιβαλης την χειρα σου επι το παιδαριον, και μη πραξης εις αυτο μηδεν? διοτι τωρα εγνωρισα οτι συ φοβεισαι τον Θεον, επειδη δεν ελυπηθης τον υιον σου τον μονογενη δι' εμε.
13 E levoe Abraam gli occhii, e videsi drieto uno montone intra le spine cozzante colle corna; lo quale togliendolo, offerse lo sacrificio per lo figliuolo.13 Και υψωσας ο Αβρααμ τους οφθαλμους αυτου ειδε? και ιδου, κριος οπισθεν αυτου, κρατουμενος απο των κερατων αυτου εις φυτον πυκνοκλαδον? και ελθων ο Αβρααμ, ελαβε τον κριον και προσεφερεν αυτον εις ολοκαυτωμα αντι του υιου αυτου.
14 E chiamò lo nome di quello luogo: Lo Signore VIDDE. Onde insino ad oggi si è detto: MONTE LO SIGNORE VEDERÀ.14 Και εκαλεσεν ο Αβρααμ το ονομα του τοπου εκεινου Ιεοβα-ιρε? ως λεγεται και την σημερον, Εν τω ορει ο Κυριος θελει εμφανισθη.
15 E chiamò l'angelo del Signore la seconda volta del cielo Abraam, e disse:15 Και εφωνησε δευτερον ο αγγελος του Κυριου προς τον Αβρααμ εκ του ουρανου,
16 Per me medesimo dicendo giurai, dice lo Signore; poi che tu facesti questa cosa, e non per donasti al figliuolo tuo unigenito,16 και ειπεν, Ωμοσα εις εμαυτον, λεγει Κυριος, οτι, επειδη επραξας το πραγμα τουτο και δεν ελυπηθης τον υιον σου, τον μονογενη σου,
17 io benedicerò te, e moltiplicherò lo seme tuo, siccome le stelle del cielo, e siccome l'arena la quale è nel lito del mare. Possederà lo seme tuo le porte dei nimici loro.17 οτι ευλογων θελω σε ευλογησει, και πληθυνων θελω πληθυνει το σπερμα σου ως τα αστρα του ουρανου και ως την αμμον την παρα το χειλος της θαλασσης? και το σπερμα σου θελει κυριευσει τας πυλας των εχθρων αυτου?
18 E saranno benedette nel seme tuo tutte le genti della terra; imperciochè tu obbedisti alla voce mia.18 και εν τω σπερματι σου θελουσιν ευλογηθη παντα τα εθνη της γης? διοτι υπηκουσας εις την φωνην μου.
19 E tornato è Abraam a' fanciulli suoi; ed andarosene insieme a Bersabea, e abitarono quivi.19 Και επεστρεψεν ο Αβρααμ προς τους δουλους αυτου? και σηκωθεντες, υπηγον ομου εις Βηρ-σαβεε? και κατωκησεν ο Αβρααμ Ενβηρ-σαβεε.
20 Queste cose così fatte, nunciato è ad Abraam, che in verità Melca avea generato figliuoli a Nacor suo fratello e Ca20 Μετα δε τα πραγματα ταυτα, ανηγγειλαν προς τον Αβρααμ λεγοντες, Ιδου, η Μελχα εγεννησε και αυτη υιους εις τον Ναχωρ τον αδελφον σου?
21 Us primogenito, e Buz fratello suo,muel padre de'Siri,21 τον Ουζ πρωτοτοκον αυτου, και τον Βουζ αδελφον αυτου, και τον Κεμουηλ τον πατερα του Αραμ,
22 e Cased e Azau e Feldas e Jedlaf,22 και τον Κεσεδ, και τον Αζαυ, και τον Φαλδες, και τον Ιελδαφ, και τον Βαθουηλ.
23 e Batuel, del quale nata è Rebecca; questi otto generò Melca a Nacor, fratello di Abraam.23 Ο δε Βαθουηλ εγεννησε την Ρεβεκκαν? τους οκτω τουτους εγεννησεν η Μελχα εις τον Ναχωρ τον αδελφον του Αβρααμ.
24 Ma la concubina sua avea nome Roma; e partorì Tabee e Gaam e Taas e Maaca.24 Και η παλλακη αυτου, η ονομαζομενη Ρευμα, εγεννησε και αυτη τον Ταβεκ και τον Γααμ και τον Ταχας και τον Μααχα.