Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Primo libro di Samuele 9


font
BIBBIA TINTORIGREEK BIBLE
1 Vi era un uomo di Beniamino, chiamato Cis, figlio di Abiel, figlio di Seror, figlio di Berorat, figlio di Afia, figlio di un uomo di Iemini, forte e valoroso.1 Ητο δε ανηρ τις εκ του Βενιαμιν, ονομαζομενος Κεις, υιος του Αβιηλ, υιου του Σερωρ, υιου του Βεχωραθ, υιου του Αφια, ανδρος Βενιαμιτου, δυνατος εν ισχυι.
2 Egli aveva un figlio chiamato Saul, forte e buono, di cui non v'era il migliore tra i figli d'Israele. Egli era più alto di tutti gli altri dalle spalle in su.2 Ειχε δε ουτος υιον, ονομαζομενον Σαουλ, εκλεκτον και ωραιον? και δεν υπηρχε μεταξυ των υιων Ισραηλ ανθρωπος ωραιοτερος αυτου? απο των ωμων αυτου και επανω εξειχεν υπερ παντος του λαου.
3 Or essendo state smarrite le asine di Cis, padre di Saul, Cis disse a Saul suo figlio: « Preso teco uno dei servi, parti e va in cerca delle asine ». Essi, essendo passati pel monte di E Paini3 Και αι ονοι του Κεις πατρος του Σαουλ εχαθησαν? και ειπεν ο Κεις προς τον Σαουλ τον υιον αυτου, Λαβε τωρα μετα σου ενα των υπηρετων, και σηκωθεις υπαγε να ζητησης τας ονους.
4 e per la terra di Salisa senza trovarle, passarono anche per il paese di Salim, ma non vi erano, e per il paese di Iemini, ma nonle trovarono.4 Και επερασε δια του ορους Εφραιμ και επερασε δια της γης Σαλισα, αλλα δεν ευρηκαν αυτας? και επερασαν δια της γης Σααλειμ, πλην δεν ησαν εκει? και επερασε δια της γης Ιεμινι, αλλα δεν ευρηκαν αυτας.
5 Arrivati che furono alla terra di Suf, Saul disse al servo che era con lui: « Vieni, torniamo; chè forse mio padre non pensi più alle asine, perchè in pena pei noi ».5 Οτε δε ηλθον εις την γην Σουφ, ειπεν ο Σαουλ προς τον υπηρετην αυτου τον μετ' αυτου, Ελθε, και ας επιστρεψωμεν, μηποτε ο πατηρ μου, αφησας την φροντιδα των ονων, συλλογιζηται περι ημων.
6 E il servo disse: « Ecco, in questa città vi è un uomo di Pio, un uomo famoso: tutto quello che egli dice avviene sicuramente: andiamo dunque da lui: potrebbe darsi che ci indichi la via di ottenere lo scopo per cui ci siam messi ».6 Ο δε ειπε προς αυτον, Ιδου τωρα, εν τη πολει ταυτη ειναι ανθρωπος του Θεου, και ο ανθρωπος ειναι ενδοξος? παν ο, τι ειπη γινεται εξαπαντος? ας υπαγωμεν λοιπον εκει? ισως φανερωση εις ημας την οδον ημων, την οποιαν πρεπει να υπαγωμεν.
7 Saul rispose al suo servo:« Andiamo pure; ma che porteremo all'uomo di Dio? Non vi è più pane nei nostri sacchi, non abbiamo nulla da offrire all'uomo di Dio, proprio niente ».7 Και ειπεν ο Σαουλ προς τον υπηρετην αυτου, Αλλ' ιδου, θελομεν υπαγει, πλην τι θελομεν φερει προς τον ανθρωπον; διοτι ο αρτος εξελιπεν εκ των αγγειων ημων? και δωρον δεν υπαρχει να προσφερωμεν εις τον ανθρωπον του Θεου? τι εχομεν;
8 Ma il servo, replicando a Saul, disse: « Ecco, mi son trovato addosso un quarto di statere di argento, diamolo all'uomo di Dio, affinchè ci dica qualche cosa sulla via da prendersi ».8 Και αποκριθεις παλιν ο υπηρετης προς τον Σαουλ, ειπεν, Ιδου, ευρισκεται εν τη χειρι μου εν τεταρτον σικλου αργυριου, το οποιον θελω δωσει εις τον ανθρωπον του Θεου, και θελει φανερωσει εις ημας την οδον ημων.
9 (Anticamente tutti quelli che in Israele andavano a consultare Dio dicevano: Venite, andiamo dal Veggente, perchè allora quelloche oggi vien chiamato Profeta si chiamava Veggente).9 Το παλαι εν τω Ισραηλ, οποτε τις υπηγαινε να ερωτηση τον Θεον, ελεγεν ουτως? Ελθετε, και ας υπαγωμεν εως εις τον βλεποντα? διοτι ο σημερον προφητης εκαλειτο το παλαι ο βλεπων.
10 Saul disse al suo servo: « Tu dici molto bene: vieni, andiamo ». E andarmi nella cititi ove era l'uomo di Dio.10 Τοτε ειπεν ο Σαουλ προς τον υπηρετην αυτου, Καλος ο λογος σου? ελθε, ας υπαγωμεν. Υπηγαν λοιπον εις την πολιν, οπου ητο ο ανθρωπος του Θεου.
11 Or mentre salivano il pendìo della città, trovarono delle fanciulle che uscivano ad attingere acqua, alle quali dissero: « Sta qui il Veggente? »11 Και ενω ανεβαινον το ανηφορον της πολεως, ευρηκαν κορασια εξερχομενα δια να αντλησωσιν υδωρ? και ειπον προς αυτα, Ειναι ενταυθα ο βλεπων;
12 E quelle risposero: « Sì, è qui, è davanti a te; ma sbrigati, perchè è venuto oggi nella città, essendovi oggi un sacrifizio del popolo nell'alto luogo.12 Και εκεινα απεκριθησαν προς αυτους και ειπον, Ειναι ιδου, εμπροσθεν σου? ταχυνον λοιπον? διοτι σημερον ηλθεν εις την πολιν, επειδη ειναι σημερον θυσια του λαου επι του υψηλου τοπου?
13 Appena entrati in città lo troverete subito, prima che salga all'alto luogo per mangiare; per certo il popolo non mangerà finché non sia giunto lui, perchè egli benedice l'ostia, e poi quelli che son chiamati mangiano. Salite dunque subito, chè oggi lo troverete ».13 ευθυς οταν εισελθητε εις την πολιν, θελετε ευρει αυτον, πριν αναβη εις τον υψηλον τοπον δια να φαγη? διοτι ο λαος δεν τρωγει εωσου ελθη αυτος, επειδη ουτος ευλογει την θυσιαν? μετα ταυτα τρωγουσιν οι κεκλημενοι τωρα λοιπον αναβητε? διοτι περι την ωραν ταυτην θελετε ευρει αυτον.
14 Ed essi salirono alla città. Mentre essi camminavano in mezzo alla città, ecco comparir Samuele che usciva loro incontro per salire all'alto luogo.14 Και ανεβησαν εις την πολιν? και ενω εισηρχοντο εις την πολιν, ιδου, ο Σαμουηλ εξηρχετο ενωπιον αυτων, δια να αναβη εις τον υψηλον τοπον.
15 Or il Signore, un giorno avanti che Saul venisse, aveva parlato all'orecchio di Samuele, dicendo:15 Ειχε δε αποκαλυψει ο Κυριος προς τον Σαμουηλ, μιαν ημεραν πριν ελθη ο Σαουλ, λεγων;
16 « Domani, in questa medesima ora, ti manderò un nomo della terra di Beniamino, e tu lo ungerai come capo del mio popolo d'Israele: egli libererà il mio popolo dalla mano dei Filistei; perchè io ho riguardato al mio popolo, essendo giunto fino a me il loro grido ».16 Αυριον περι την ωραν ταυτην θελω αποστειλει προς σε ανθρωπον εκ γης Βενιαμιν, και θελεις χρισει αυτον αρχοντα επι τον λαον μου Ισραηλ, και θελει σωσει τον λαον μου εκ χειρος των Φιλισταιων? διοτι επεβλεψα επι τον λαον μου, επειδη η βοη αυτων ηλθεν εις εμε.
17 E quando Samuele ebbe veduto Saul, il Signore gli disse: « Ecco l'uomo di cui ti ho parlato, lui regnerà sopra il mio popolo ».17 Και οτε ο Σαμουηλ ειδε τον Σαουλ, ο Κυριος ειπε προς αυτον, Ιδου, ο ανθρωπος, περι του οποιου σοι ειπα? ουτος θελει αρχει επι τον λαον μου.
18 Or Saul, avvicinandosi a Samuele in mezzo alia porta, disse: « Insegnami, ti prego, dov'è la casa, del Veggente ».18 Τοτε επλησιασεν ο Σαουλ προς τον Σαμουηλ εις την πυλην και ειπε, Δειξον μοι, παρακαλω, που ειναι η οικια του βλεποντος.
19 Samuele rispose a Saul, dicendo: « Son io il Veggente: sali davanti a me all'alto luogo, per mangiare con me, e domattina ti lascerò andare spiegandoti tutto quello che hai nel tuo cuore.19 Και απεκριθη ο Σαμουηλ προς τον Σαουλ και ειπεν, Εγω ειμαι ο βλεπων? αναβα εμπροσθεν μου εις τον υψηλον τοπον? και θελετε φαγει σημερον μετ' εμου, και το πρωι θελω σε εξαποστειλει και παντα οσα ειναι εν τη καρδια σου θελω αναγγειλει προς σε?
20 In quanto poi alle asine che smarristi tre giorni fa, non stare in pensiero, chè sono state ritrovate. E di chi sarà tutto il meglio d'Israele? Non sarà forse tuo e di tutta la casa di tuo padre?»20 περι δε των ονων, τας οποιας εχασας ηδη τρεις ημερας, μη φροντιζε περι αυτων, διοτι ευρεθησαν? και προς τινα ειναι πασα η επιθυμια του Ισραηλ; δεν ειναι προς σε, και προς παντα τον οικον του πατρος σου;
21 Ma Saul, rispondendo, disse: « Non son io figlio di Iemini, della più piccola tribù d'Israele, e la mia famiglia non è forse l'ultima di tutte quelle di Beniamino? A e che dunque tenermi questo discorso?21 Αποκριθεις δε ο Σαουλ ειπε, Δεν ειμαι εγω Βενιαμιτης, εκ της μικροτερας των φυλων Ισραηλ; και η οικογενεια μου η ελαχιστη πασων των οικογενειων της φυλης Βενιαμιν; δια τι λοιπον λαλεις ουτω προς εμε;
22 Ma Samuele, preso Saul e il suo servo, l'introdusse nella sala e diede loro il primo posto tra gl'invitati, che eran circa trenta persone.22 Και ελαβεν ο Σαμουηλ τον Σαουλ και τον υπηρετην αυτου και εφερεν αυτους εις το οικημα, και εδωκεν εις αυτους την πρωτην θεσιν μεταξυ των κεκλημενων, οιτινες ησαν περιπου τριακοντα ανδρες.
23 Samuele disse poi al cuoco: « Porta quella porzione che ti diedi ordinandoti di serbarla presso di te ».23 Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον μαγειρον, Φερε το μεριδιον το οποιον σοι εδωκα, περι του οποιον σοι ειπα, Φυλαττε τουτο πλησιον σου.
24 Il cuoco, presa allora la spalla, la pose davanti a Saul. E Samuele disse: «Ecco la porzione riservata: mettitela davanti e mangia, perchè fu serbata apposta per te, quando invitai il popolo ». E Saul quel giorno mangiò con Samuele.24 Και υψωσεν ο μαγειρος την πλατην και το επ' αυτην και εθεσεν εμπροσθεν του Σαουλ. Και ειπεν ο Σαμουηλ, Ιδου, το εναπολειφθεν? θες αυτο εμπροσθεν σου, φαγε? διοτι δια την ωραν ταυτην εφυλαχθη δια σε, οτε ειπα, Προσεκαλεσα τον λαον. Και εφαγεν ο Σαουλ μετα του Σαμουηλ εν τη ημερα εκεινη.
25 Poi, discesi che furono dall'alto luogo nella città, Samuele parlò con Saul sulla terrazza, ove gli preparò un letto, in cui Saul dormì.25 Και αφου κατεβησαν εκ του υψηλου τοπου εις την πολιν, συνωμιλησεν ο Σαμουηλ μετα του Σαουλ επι του δωματος.
26 Il giorno dopo, alzatosi di buon mattino, Samuele chiamò Saul sulla terrazza, dicendogli: « Alzati, e ti lascerò andare ». E Saul s'alzò, e uscirono insieme, lui e Samuele.26 Και εσηκωθησαν ενωρις? και περι τα χαραγματα της ημερας, εκαλεσεν ο Σαμουηλ τον Σαουλ οντα επι του δωματος, λεγων, Σηκωθητι, δια να σε εξαποστειλω. Και εσηκωθη ο Σαουλ, και εξηλθον αμφοτεροι, αυτος και ο Σαμουηλ, εως εξω.
27 Mentre scendevano verso l'estrema parte della città, Samuele disse a Saul: « Di' al tuo servo di passar oltre e di andare innanzi a noi, e tu fermati un poco, affinchè io ti annunzi la parola del Signore ».27 Καθως δε κατεβαινον εις το τελος της πολεως, ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Σαουλ, Προσταξον τον υπηρετην να περαση εμπροσθεν ημων? και εκεινος επερασε? συ ομως σταθητι ολιγον, και θελω σοι αναγγειλει τον λογον του Θεου.