Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Apocalisse - אַפּוֹקָלִיפּסָה 1


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 יַעֲקֹב עֶבֶד אֱלֹהִים וַאֲדֹנֵינוּ יֵשׁוּעַ הַמָּשִׁיחַ שֹׁאֵל לִשְׁלוֹם שְׁנֵים עָשָׂר הַשְּׁבָטִים הַנְּפוֹצִים1 Ιακωβος, δουλος του Θεου και του Κυριου Ιησου Χριστου, προς τας δωδεκα φυλας τας διεσπαρμενας, χαιρειν.
2 אַךְ לְשִׂמְחָה חִשְׁבוּ לָכֶם אֶחָי כַּאֲשֶׁר תָּבֹאוּ בְּנִסְיֹנוֹת שׁוֹנִים2 Πασαν χαραν νομισατε, αδελφοι μου, οταν περιπεσητε εις διαφορους πειρασμους,
3 בְּדַעְתְּכֶם כִּי בֹחַן אֱמוּנַתְכֶם מֵבִיא לִידֵי סַבְלָנוּת3 γνωριζοντες οτι η δοκιμασια της πιστεως σας εργαζεται υπομονην.
4 וְהַסַּבְלָנוּת שְׁלֵמָה תִּהְיֶה בְּפָעֳלָהּ לִהְיוֹתְכֶם שְׁלֵמִים וּתְמִימִים וְלֹא תַחְסְרוּ כָּל־דָּבָר4 Η δε υπομονη ας εχη εργον τελειον, δια να ησθε τελειοι και ολοκληροι, μη οντες εις μηδεν ελλιπεις.
5 וְאִישׁ מִכֶּם כִּי יֶחְסַר חָכְמָה יְבַקְשֶׁנָּה מֵאֱלֹהִים הַנּוֹתֵן לַכֹּל בִּנְדִיבָה וּבְאֵין גְּעָרָה וְתִנָּתֵן לוֹ5 Εαν δε τις απο σας ηναι ελλιπης σοφιας, ας ζητη παρα του Θεου του διδοντος εις παντας πλουσιως και μη ονειδιζοντος, και θελει δοθη εις αυτον.
6 רַק יְבַקֵּשׁ בֶּאֱמוּנָה וּבִבְלִי סָפֵק כִּי־בַעַל סָפֵק דּוֹמֶה לְגַלֵּי הַיָּם הַסֹּעֵר וְהַנִּגְרָשׁ6 Ας ζητη ομως μετα πιστεως, χωρις να δισταζη παντελως? διοτι ο δισταζων ομοιαζει με κυμα θαλασσης κινουμενον υπο ανεμων και συνταραττομενον.
7 וְהָאִישׁ הַהוּא אַל־יְדַמֶּה בְנַפְשׁוֹ כִּי־יִשָּׂא דָבָר מֵאֵת יְהוָֹה7 Διοτι ας μη νομιζη ο ανθρωπος εκεινος οτι θελει λαβει τι παρα του Κυριου.
8 אִישׁ אֲשֶׁר חָלַק לִבּוֹ הֲפַכְפָּךְ הוּא בְּכָל־דְּרָכָיו8 Ανθρωπος διγνωμος ειναι ακαταστατος εν πασαις ταις οδοις αυτου.
9 אֲבָל הָאָח הַשָּׁפֵל יִתְהַלֵּל בְּרוֹמְמֻתוֹ9 Ας καυχαται δε ο αδελφος ο ταπεινος εις το υψος αυτου,
10 וְהֶעָשִׁיר יִתְהַלֵּל בְּשִׁפְלוּתוֹ כִּי יַעֲבֹר כְּצִיץ הֶחָצִיר10 ο δε πλουσιος εις την ταπεινωσιν αυτου, επειδη ως ανθος χορτου θελει παρελθει.
11 כִּי זָרַח הַשֶּׁמֶשׁ בְּחַמָּתוֹ וַיְיַבֵּשׁ אֶת־הֶחָצִיר וַיִּבֹּל צִיצוֹ וְחֶסֶד מַרְאֵהוּ אָבָד כֵּן יִבּוֹל הֶעָשִׁיר בַּהֲלִיכוֹתָיו11 Διοτι ανετειλεν ο ηλιος με τον καυσωνα και εξηρανε τον χορτον, και το ανθος αυτου εξεπεσε, και το καλλος του προσωπου αυτου ηφανισθη? ουτω και ο πλουσιος θελει μαρανθη εν ταις οδοις αυτου.
12 אַשְׁרֵי הָאִישׁ הָעֹמֵד בְּנִסְיוֹנוֹ כִּי כַּאֲשֶׁר נִבְחַן יִשָּׂא עֲטֶרֶת הַחַיִּים אֲשֶׁר־הִבְטִיחַ יְהוָֹה לְאֹהֲבָיו12 Μακαριος ο ανθρωπος, οστις υπομενει πειρασμον? διοτι αφου δοκιμασθη, θελει λαβει τον στεφανον της ζωης, τον οποιον υπεσχεθη ο Κυριος εις τους αγαπωντας αυτον.
13 אַל־יֹאמַר הַמְנֻסֶּה הָאֱלֹהִים נִסָּנִי כִּי הָאֱלֹהִים אֵינֶנּוּ מְנֻסֶּה בָּרָע וְהוּא לֹא־יְנַסֶּה אִישׁ13 Μηδεις πειραζομενος ας λεγη οτι απο του Θεου πειραζομαι? διοτι ο Θεος ειναι απειραστος κακων και αυτος ουδενα πειραζει.
14 כִּי אִם־יְנֻסֶּה כָל־אִישׁ בְּתַאֲוַת נַפְשׁוֹ אֲשֶׁר תְּסִיתֵהוּ וּתְפַתֵּהוּ14 Πειραζεται δε εκαστος υπο της ιδιας αυτου επιθυμιας, παρασυρομενος και δελεαζομενος.
15 וְאַחֲרֵי־כֵן הָרְתָה הַתַּאֲוָה וַתֵּלֶד חֵטְא וְהַחֵטְא כִּי נִשְׁלַם יוֹלִיד אֶת־הַמָּוֶת15 Επειτα η επιθυμια αφου συλλαβη, γεννα την αμαρτιαν, η δε αμαρτια εκτελεσθεισα γεννα τον θανατον.
16 אַל־תִּתְעוּ אַחַי אֲהוּבָי16 Μη πλανασθε, αδελφοι μου αγαπητοι.
17 כָּל־מַתָּנָה טוֹבָה וְכָל־מִנְחָה שְׁלֵמָה תֵּרֵד מִמַּעַל מֵאֵת אֲבִי הָאוֹרוֹת אֲשֶׁר חִלּוּף וְכָל־צֵל שִׁנּוּי אֵין־עִמּוֹ17 Πασα δοσις αγαθη και παν δωρημα τελειον ειναι ανωθεν καταβαινον απο του Πατρος των φωτων, εις τον οποιον δεν υπαρχει αλλοιωσις η σκια μεταβολης.
18 הוּא בְחֶפְצוֹ יָלַד אוֹתָנוּ בִּדְבַר הָאֱמֶת לִהְיוֹתֵנוּ כְּמוֹ רֵאשִׁית בִּכּוּרֵי יְצוּרָיו18 Εξ ιδιας αυτου θελησεως εγεννησεν ημας δια του λογου της αληθειας, δια να ημεθα ημεις απαρχη τις των κτισματων αυτου.
19 עַל־זֹאת אַחַי אֲהוּבַי יְהִי כָל־אִישׁ מָהִיר לִשְׁמֹעַ קָשֶׁה לְדַבֵּר וְקָשֶׁה לִכְעוֹס19 Λοιπον, αδελφοι μου αγαπητοι, ας ειναι πας ανθρωπος ταχυς εις το να ακουη, βραδυς εις το να λαλη, βραδυς εις οργην?
20 כִּי־כַעַס אָדָם לֹא יִפְעַל צִדְקַת אֱלֹהִים20 διοτι η οργη του ανθρωπου δεν εργαζεται την δικαιοσυνην του Θεου.
21 לָכֵן הָסִירוּ מֵעֲלֵיכֶם כָּל־טִנּוּף וְתַרְבּוּת רָעָה וְקַבְּלוּ בַעֲנָוָה אֶת־הַדָּבָר הַנָּטוּעַ בָּכֶם אֲשֶׁר יָכֹל לְהוֹשִׁיעַ אֶת־נַפְשֹׁתֵיכֶם21 Δια τουτο απορριψαντες πασαν ρυπαριαν και περισσειαν κακιας δεχθητε μετα πραοτητος τον εμφυτευθεντα λογον τον δυναμενον να σωση τας ψυχας σας.
22 וֶהֱיוּ עֹשֵׂי הַדָּבָר וְלֹא שֹׁמְעָיו לְבָד לְרַמּוֹת אֶת־נַפְשְׁכֶם22 Γινεσθε δε εκτελεσται του λογου και μη μονον ακροαται, απατωντες εαυτους.
23 כִּי הָאִישׁ אֲשֶׁר רַק־שֹׁמֵעַ אֶת־הַדָּבָר וְלֹא עֹשֵׂהוּ נִמְשָׁל לְאִישׁ מַבִּיט אֶת־תֹּאַר הֲוָיָתוֹ בְּמַרְאָה23 Διοτι εαν τις ηναι ακροατης του λογου και ουχι εκτελεστης, ουτος ομοιαζει με ανθρωπον, οστις θεωρει το φυσικον αυτου προσωπον εν κατοπτρω?
24 כִּי הִבִּיט אֶל־מַרְאֵהוּ וַיֵּלֶךְ לוֹ וּבְרֶגַע שָׁכַח מַה־תָּאֳרוֹ24 διοτι εθεωρησεν εαυτον και ανεχωρησε, και ευθυς ελησμονησεν οποιος ητο.
25 אֲבָל הַמַּשְׁקִיף בַּתּוֹרָה הַשְּׁלֵמָה תּוֹרַת הַחֵרוּת וּמַחֲזִיק בָּהּ אֲשֶׁר אֵינֶנּוּ שֹׁמֵעַ וְשָׁכֵחַ כִּי אִם־עֹשֶׂה בְּפֹעַל אַשְׁרֵי הָאִישׁ הַהוּא בְּמַעֲשֵׂהוּ25 Οστις ομως εγκυψη εις τον τελειον νομον της ελευθεριας και επιμεινη εις αυτον, ουτος γενομενος ουχι ακροατης επιλησμων, αλλ' εκτελεστης εργου, ουτος θελει εισθαι μακαριος εις την εκτελεσιν αυτου.
26 אִישׁ מִכֶּם אִם־יְדַמֶּה לִהְיוֹת עֹבֵד אֱלֹהִים וְאֵינֶנּוּ שָׂם רֶסֶן לִלְשֹׁנוֹ כִּי אִם־מַתְעֶה הוּא אֶת־לְבָבוֹ עֲבֹדָתוֹ אַךְ־לָרִיק תִּהְיֶה26 Εαν τις μεταξυ σας νομιζη οτι ειναι θρησκος, και δεν χαλινονη την γλωσσαν αυτου αλλ' απατα την καρδιαν αυτου, τουτου η θρησκεια ειναι ματαια.
27 זֹאת הָעֲבוֹדָה הַטְּהוֹרָה וְהַבָּרָה לִפְנֵי הָאֱלֹהִים אָבִינוּ לְבַקֵּר אֶת־הַיְתוֹמִים וְהָאַלְמָנוֹת בְּלַחֲצָם וְלִשְׁמֹר אֶת־עַצְמוֹ נָקִי מֵחֶלְאַת הָעוֹלָם27 Θρησκεια καθαρα και αμιαντος ενωπιον του Θεου και Πατρος ειναι αυτη, να επισκεπτηται τους ορφανους και τας χηρας εν τη θλιψει αυτων, και να φυλαττη εαυτον αμολυντον απο του κοσμου.