Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

Lettera di Giuda - (מכתב יהודה) 6


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 עַל־כֵּן בַּעֲזֹב כָּעֵת רֵאשִׁית דְּבַר הַמָּשִׁיחַ נַעֲבֹר אֶל־הַשְּׁלֵמוּת וְלֹא נָשׁוּב לָשִׁית יְסוֹדֵי הַתְּשׁוּבָה מִמַּעֲשֵׂי מָוֶת וְהָאֱמוּנָה בֵּאלֹהִים1 Δια τουτο αφησαντες την αρχικην διδασκαλιαν του Χριστου, ας φερωμεθα προς την τελειοτητα, χωρις να βαλλωμεν εκ νεου θεμελιον μετανοιας απο νεκρων εργων και πιστεως εις Θεον,
2 וְתוֹרַת הַטְּבִילוֹת וּסְמִיכַת יָדַיִם וּתְחִיַּת הַמֵּתִים וְהַדִּין הַנִּצְחִי2 της διδαχης των βαπτισμων και της επιθεσεως των χειρων, και της αναστασεως των νεκρων και της κρισεως της αιωνιου.
3 וְאֶת־זֹאת נַעֲשֶׂה אִם־יִתֵּן הָאֵל3 Και τουτο θελομεν καμει, εαν επιτρεπη ο Θεος.
4 כִּי אֵלֶּה אֲשֶׁר־נָגַהּ עֲלֵיהֶם הָאוֹר וְטָעֲמוּ מִמַּתְּנַת הַשָּׁמַיִם וְנִתַּן לָהֶם חֶלְקָם בְּרוּחַ הַקֹּדֶשׁ4 Διοτι αδυνατον ειναι οι απαξ φωτισθεντες και γευθεντες της επουρανιου δωρεας και γενομενοι μετοχοι του Αγιου Πνευματος
5 וְטָעֲמוּ אֶת־דְּבַר־אֱלֹהִים הַטּוֹב וְכֹחוֹת הָעוֹלָם הַבָּא וַיִּמְעֲלוּ מָעַל5 και γευθεντες τον καλον λογον του Θεου και τας δυναμεις του μελλοντος αιωνος,
6 נִמְנְעוּ מֵהִתְחַדֵּשׁ עוֹד לִתְשׁוּבָה כִּי צָלְבוּ לָהֶם מֵחָדָשׁ אֶת־בֶּן־הָאֱלֹהִים וַיִּתְּנוּהוּ לְמָשָׁל6 και επειτα παραπεσοντες, αδυνατον να ανακαινισθωσι παλιν εις μετανοιαν, ανασταυρουντες εις εαυτους τον Υιον του Θεου και καταισχυνοντες.
7 כִּי הָאֲדָמָה הַשּׁוֹתָה אֶת־הַגֶּשֶׁם הַיֹּרֵד עָלֶיהָ לְמַכְבִּיר וּמוֹצִיאָה עֵשֶׂב טוֹב לְעֹבְדֶיהָ תִּשָּׂא בְרָכָה מֵאֵת הָאֱלֹהִים7 Διοτι γη, ητις πινει την πολλακις ερχομενην επ' αυτης βροχην και γεννα βοτανην ωφελιμον εις εκεινους, δια τους οποιους και γεωργειται, μεταλαμβανει ευλογιαν παρα Θεου?
8 וַאֲשֶׁר תּוֹצִיא קוֹץ וְדַרְדַּר נִמְאָסָה הִיא וּקְרוֹבָה לַמְּאֵרָה וְסוֹפָהּ לְהִשָּׂרֵף8 οταν ομως εκφυη ακανθας και τριβολους, ειναι αδοκιμος και πλησιον καταρας, της οποιας το τελος ειναι να καυθη.
9 אָמְנָם יְדִידַי מֻבְטָחִים אֲנַחְנוּ בָּכֶם טֹבוֹת מֵאֵלֶּה וּקְרֹבוֹת לִישׁוּעָה אַף כִּי־דִבַּרְנוּ כָּזֹאת9 Περι υμων δε, αν και λαλωμεν ουτως, αγαπητοι, ειμεθα πεπεισμενοι οτι εχετε τα καλητερα και συνεχομενα με την σωτηριαν.
10 כִּי הָאֱלֹהִים לֹא־יְעַוֵּת צֶדֶק לִשְׁכֹּחַ אֶת־מַעֲשֵׂיכֶם וְאֶת־עֲמַל אַהֲבַתְכֶם אֲשֶׁר הֶרְאֵיתֶם לִשְׁמוֹ שֶׁשֵּׁרַתֶּם וְעוֹדְכֶם מְשָׁרְתִים אֶת־הַקְּדשִׁים10 Διοτι δεν ειναι αδικος ο Θεος, ωστε να λησμονηση το εργον σας και τον κοπον της αγαπης, την οποιαν εδειξατε εις το ονομα αυτου, υπηρετησαντες τους αγιους και υπηρετουντες.
11 אֲבָל חֶפְצֵנוּ שֶׁכָּל־אֶחָד מִכֶּם גַּם־יִשְׁקֹד שָׁקוֹד לְהַחֲזִיק בִּשְׁלֵמוּת הַתִּקְוָה עַד־הַקֵּץ11 Επιθυμουμεν δε να δεικνυη εκαστος υμων την αυτην σπουδην προς την πληροφοριαν της ελπιδος μεχρι τελους,
12 שֶׁלֹּא תֵּעָצֵלוּ כִּי אִם־תֵּלְכוּ בְּעִקְּבוֹת הַיּוֹרְשִׁים בֶּאֱמוּנָה וְאֹרֶךְ רוּחַ אֶת־הַהַבְטָחוֹת12 δια να μη γεινητε νωθροι, αλλα μιμηται των δια πιστεως και μακροθυμιας κληρονομουντων τας επαγγελιας.
13 כִּי בְּהַבְטִיחַ אֱלֹהִים אֶת־אַבְרָהָם נִשְׁבַּע בְּנַפְשׁוֹ יַעַן אֲשֶׁר־אֵין גָּדוֹל מִמֶּנּוּ לְהִשָּׁבַע בּוֹ13 Διοτι ο Θεος, διδων επαγγελιαν εις τον Αβρααμ, επειδη δεν ειχε να ομοση εις ουδενα μεγαλητερον, ωμοσεν εις εαυτον,
14 וַיֹּאמַר כִּי־בָרֵךְ אֲבָרֶכְךָ וְהַרְבָּה אַרְבֶּה אוֹתָךְ14 λεγων? Βεβαιως ευλογων θελω σε ευλογησει και πληθυνων θελω σε πληθυνει?
15 וַיְהִי בְּהַאֲרִיךְ נַפְשׁוֹ הִשִּׂיג אֶת־הַהַבְטָחָה15 και ουτω προσμεινας με υπομονην, απηλαυσε την επαγγελιαν.
16 בְּנֵי הָאָדָם יִשָּׁבְעוּ בַּגָּדוֹל מֵהֶם וְהַשְּׁבוּעָה לָהֶם הִיא קֵץ כָּל־עִרְעוּר עַל קִיּוּם הַדָּבָר16 Διοτι οι μεν ανθρωποι ομνυουσιν εις τον μεγαλητερον, και ο ορκος ειναι εις αυτους τελος πασης αντιλογιας προς βεβαιωσιν.
17 עַל־כֵּן כַּאֲשֶׁר רָצָה הָאֱלֹהִים לְהַרְאוֹת בְּיוֹתֵר אֶת־יֹרְשֵׁי הַהַבְטָחָה כִּי לֹא־תִשְׁתַּנֶּה עֲצָתוֹ עָרַב אֹתָהּ בִּשְׁבוּעָה17 Εις το οποιον ο Θεος, θελων να δειξη περισσοτερον προς τους κληρονομους της επαγγελιας το αμεταθετον της βουλης αυτου, μετεχειρισθη μεσον τον ορκον,
18 לְמַעַן עַל־פִּי שְׁנֵי דְבָרִים בִּלְתִּי מִשְׁתַּנִּים אֲשֶׁר חָלִילָה לֵאלֹהִים לְשַׁקֵּר בָּם אָנוּ הַחוֹסִים בּוֹ נֶחֱזַק וְנִתְעוֹדֵד מְאֹד לֶאֱחֹז בַּתִּקְוָה הַנְּתוּנָה לְפָנֵינוּ18 ωστε δια δυο πραγματων αμεταθετων, εις τα οποια ειναι αδυνατον να ψευσθη ο Θεος, να εχωμεν ισχυραν παρηγοριαν οι καταφυγοντες εις το να κρατησωμεν την προκειμενην ελπιδα?
19 אֲשֶׁר־הִיא לְנַפְשֵׁנוּ לְעוֹגִין נָכוֹן וְחָזָק וּמַגִּיעַ אֶל־מִבֵּית לַפָּרֹכֶת19 την οποιαν εχομεν ως αγκυραν της ψυχης ασφαλη τε και βεβαιαν και εισερχομενην εις το εσωτερικον του καταπετασματος,
20 אֲשֶׁר־בָּא שָׁמָּה יֵשׁוּעַ הָעֹבֵר לְפָנֵינוּ וַיְהִי־כֹהֵן גָּדוֹל לְעוֹלָם עַל־דִּבְרָתִי מַלְכִּי־צֶדֶק20 οπου ο Ιησους εισηλθεν υπερ ημων προδρομος, γενομενος αρχιερευς εις τον αιωνα κατα την ταξιν Μελχισεδεκ.