1 הֲיֵשׁ בָּכֶם אִישׁ אֲשֶׁר בְּרִיבוֹ עִם־רֵעֵהוּ יָזִיד לְהָבִיא דְבַר־דִּינוֹ לִפְנֵי הָרְשָׁעִים וְלֹא לִפְנֵי הַקְּדשִׁים | 1 Τολμα τις απο σας, οταν εχη διαφοραν προς τον αλλον, να κρινηται ενωπιον των αδικων και ουχι ενωπιον των αγιων; |
2 הֲלֹא יְדַעְתֶּם כִּי הַקְּדשִׁים יָדִינוּ אֶת־הָעוֹלָם וְאִם־הָעוֹלָם יִדּוֹן עַל־יֶדְכֶם הַאֵינְכֶם רְאוּיִם לָדִין דִּינִים קְטַנִּים | 2 Δεν εξευρετε οτι οι αγιοι θελουσι κρινει τον κοσμον; και εαν ο κοσμος κρινηται απο σας, αναξιοι εισθε να κρινητε ελαχιστα πραγματα; |
3 הֲלֹא יְדַעְתֶּם כִּי נָדִין אֶת־הַמַּלְאָכִים אַף כִּי־דִבְרֵי מָמוֹנוֹת | 3 Δεν εξευρετε οτι αγγελους θελομεν κρινει; ποσω μαλλον βιωτικα; |
4 וְאַתֶּם כַּאֲשֶׁר יֵשׁ־לָכֶם דִּינֵי מָמוֹנוֹת מוֹשִׁיבִים אַתֶּם אֶת־הַנֶּחֱשָׁבִים לְאַיִן בַּקָּהָל לְשֹׁפְטֵיכֶם | 4 Βιωτικας λοιπον κρισεις εαν εχητε, τους εξουθενημενους εν τη εκκλησια τουτους καθιζετε κριτας. |
5 לְבָשְׁתְּכֶם אֹמֵר אֲנִי אֶת־זֹאת הֲכִי אֵין בָּכֶם חָכָם אֶחָד שֶׁיּוּכַל לְהוֹכִיחַ בֵּין אִישׁ לְאָחִיו | 5 Προς εντροπην σας λεγω τουτο. Ουτω δεν υπαρχει μεταξυ σας ουδε εις σοφος, οστις θελει δυνηθη να κρινη ανα μεσον του αδελφου αυτου, |
6 כִּי אָח רָב עִם־אָחִיו וְזֹאת לִפְנֵי לֹא־מַאֲמִינִים | 6 αλλα αδελφος κρινεται με αδελφον, και τουτο ενωπιον απιστων; |
7 הֵן בַּכֹּל יְרִידָה הִיא לָכֶם שֶׁתָּרִיבוּ זֶה עִם־זֶה לָמָּה לֹא תִבְחֲרוּ לִסְבֹּל הוֹנָאָה וְלָמָּה לֹא תִבְחֲרוּ לִהְיוֹת עֲשׁוּקִים | 7 Τωρα λοιπον ειναι διολου ελαττωμα εις εσας οτι εχετε κρισεις μεταξυ σας. Δια τι μαλλον δεν αδικεισθε; δια τι μαλλον δεν αποστερεισθε; |
8 אֲבָל תּוֹנוּ וְתַעַשְׁקוּ אַף אֶת־אֲחֵיכֶם | 8 Αλλα σεις αδικειτε και αποστερειτε, και μαλιστα αδελφους. |
9 הֲלֹא יְדַעְתֶּם כִּי הָרְשָׁעִים לֹא יִירְשׁוּ אֶת־מַלְכוּת הָאֱלֹהִים אַל־תַּתְעוּ אֶת־נַפְשׁוֹתֵיכֶם לֹא הַזֹּנִים לֹא עֹבְדֵי אֱלִילִים לֹא הַמְנָאֲפִים וְלֹא הַקְּדֵשִׁים וְלֹא הַשֹּׁכְבִים אֶת־זָכָר | 9 Η δεν εξευρετε οτι οι αδικοι δεν θελουσι κληρονομησει την βασιλειαν του Θεου; Μη πλανασθε? ουτε πορνοι ουτε ειδωλολατραι ουτε μοιχοι ουτε μαλακοι ουτε αρσενοκοιται |
10 לֹא הַגַּנָּבִים וְלֹא־בֹצְעֵי בֶצַע לֹא הַסֹּבְאִים וְלֹא הַמְגַדְּפִים וְלֹא הַגַּזְלָנִים כָּל־אֵלֶּה לֹא יִירְשׁוּ אֶת־מַלְכוּת הָאֱלֹהִים | 10 ουτε κλεπται ουτε πλεονεκται ουτε μεθυσοι ουτε λοιδοροι ουτε αρπαγες θελουσι κληρονομησει την βασιλειαν του Θεου. |
11 וְכָאֵלֶּה לְפָנִים הָיוּ מִקְצַתְכֶם אֲבָל רֻחַצְתֶּם אֲבָל קֻדַּשְׁתֶּם אֲבָל הָצְדַקְתֶּם בְּשֵׁם הָאָדוֹן יֵשׁוּעַ וּבְרוּחַ אֱלֹהֵינוּ | 11 Και τοιουτοι υπηρχετε τινες? αλλα απελουσθητε, αλλα ηγιασθητε, αλλ' εδικαιωθητε δια του ονοματος του Κυριου Ιησου και δια του Πνευματος του Θεου ημων. |
12 הַכֹּל הוּא בִרְשׁוּתִי אַךְ לֹא כָל־דָּבָר יוֹעִיל הַכֹּל הוּא בִרְשׁוּתִי אַךְ לֹא יְשַׁעְבְּדֵנִי דָּבָר | 12 Παντα ειναι εις την εξουσιαν μου, πλην παντα δεν συμφερουσι? παντα ειναι εις την εξουσιαν μου, αλλ' εγω δεν θελω εξουσιασθη υπ' ουδενος. |
13 הַמַּאֲכָל לַבֶּטֶן וְהַבֶּטֶן לַמַּאֲכָל וְהָאֱלֹהִים אֶת־זֶה וְאֶת־זֶה יְכַלֶּה וְהַגּוּף אַל־יְהִי לַזְּנוּת כִּי אִם־לָאָדוֹן וְהָאָדוֹן לַגּוּף | 13 Τα φαγητα ειναι δια την κοιλιαν και η κοιλια δια τα φαγητα? πλην ο Θεος και ταυτην και ταυτα θελει καταργησει? το δε σωμα δεν ειναι δια την πορνειαν, αλλα δια τον Κυριον, και ο Κυριος δια το σωμα? |
14 וְהָאֱלֹהִים הֵעִיר גַּם אֶת־אֲדֹנֵינוּ וְיָעִיר גַּם־אֶתְכֶם בִּגְבוּרָתוֹ | 14 ο δε Θεος και τον Κυριον ανεστησε και ημας θελει αναστησει δια της δυναμεως αυτου. |
15 הֲלֹא יְדַעְתֶּם כִּי גּוּפֹתֵיכֶם אֵבָרֵי הַמָּשִׁיחַ הֵנָּה הֲכִי אֶקַּח אֶת־אֵבָרֵי הַמָּשִׁיחַ וְאֶעֱשֶׂה אֹתָם לְאֵבָרֵי זוֹנָה חָלִילָה | 15 Δεν εξευρετε οτι τα σωματα σας ειναι μελη του Χριστου; να λαβω λοιπον τα μελη του Χριστου και να καμω αυτα μελη πορνης; Μη γενοιτο. |
16 אוֹ הֲלֹא יְדַעְתֶּם כִּי הַדָּבֵק בַּזּוֹנָה גּוּף אֶחָד הוּא עִמָּהּ כִּי הַכָּתוּב אֹמֵר וְהָיוּ שְׁנֵיהֶם לְבָשָׂר אֶחָד | 16 Η δεν εξευρετε οτι ο προσκολλωμενος με την πορνην ειναι εν σωμα; διοτι θελουσιν εισθαι, λεγει, οι δυο εις σαρκα μιαν? |
17 אֲבָל הַדָּבֵק בָּאָדוֹן רוּחַ אֶחָד הוּא עִמּוֹ | 17 οστις ομως προσκολλαται με τον Κυριον ειναι εν πνευμα. |
18 נוּסוּ מִן־הַזְּנוּת כָּל־חֵטְא אֲשֶׁר־יַעֲשֶׂה אוֹתוֹ הָאָדָם מִחוּץ לְגוּפוֹ הוּא וְהַזּוֹנֶה חֹטֵא בְּעֶצֶם גּוּפוֹ | 18 Φευγετε την πορνειαν. Παν αμαρτημα, το οποιον ηθελε πραξει ο ανθρωπος, ειναι εκτος του σωματος? ο πορνευων ομως αμαρτανει εις το ιδιον αυτου σωμα. |
19 אוֹ הֲלֹא־יְדַעְתֶּם כִּי גוּפְכֶם הוּא הֵיכַל רוּחַ הַקֹּדֶשׁ הַשֹּׁכֵן בְּקִרְבְּכֶם אֲשֶׁר קִבַּלְתֶּם מֵאֵת הָאֱלֹהִים וְכִי לֹא־לְעַצְמְכֶם אַתֶּם | 19 Η δεν εξευρετε οτι το σωμα σας ειναι ναος του Αγιου Πνευματος του εν υμιν, το οποιον εχετε απο Θεου, και δεν εισθε κυριοι εαυτων; |
20 כִּי בִּמְחִיר נִקְנֵיתֶם עַל־כֵּן כַּבְּדוּ אֶת־הָאֱלֹהִים בְּגוּפְכֶם וּבְרוּחֲכֶם אֲשֶׁר לֵאלֹהִים הֵמָּה | 20 Διοτι ηγορασθητε δια τιμης? δοξασατε λοιπον τον Θεον δια του σωματος σας και δια του πνευματος σας, τα οποια ειναι του Θεου. |