Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

Lettera ai Galati - האיגרת אל הגלטים 7


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 וַיִּקָּהֲלוּ אֵלָיו הַפְּרוּשִׁים וּמִן־הַסּוֹפְרִים אֲשֶׁר בָּאוּ מִירוּשָׁלָיִם1 Και συναγονται προς αυτον οι Φαρισαιοι και τινες των γραμματεων, ελθοντες απο Ιεροσολυμων?
2 וַיְהִי כִּרְאוֹתָם מִתַּלְמִידָיו אֹכְלִים לֶחֶם בְּטֻמְאַת יְדֵיהֶם בְּלֹא נְטִילָה וַיּוֹכִיחוּ אֹתָם2 και ιδοντες τινας των μαθητων αυτου τρωγοντας αρτους με χειρας μεμολυσμενας, τουτεστιν ανιπτους, εμεμφθησαν αυτους?
3 כִּי הַפְּרוּשִׁים וְכָל־הַיְּהוּדִים לֹא יֹאכְלוּ בִּלְתִּי אִם־רָחֲצוּ אֶת־יְדֵיהֶם עַד־הַפֶּרֶק בִּזְהִירוּת בְּאָחֳזָם בְּקַבָּלַת הַזְּקֵנִים3 διοτι οι Φαρισαιοι και παντες οι Ιουδαιοι, εαν δεν νιψωσι μεχρι του αγκωνος τας χειρας, δεν τρωγουσι, κρατουντες την παραδοσιν των πρεσβυτερων?
4 וְאֶת־אֲשֶׁר מִן־הַשּׁוּק אֵינָם אֹכְלִים בְּלֹא טְבִילָה וְעוֹד דְּבָרִים אֲחֵרִים רַבִּים אֲשֶׁר קִבְּלוּ לִשְׁמֹר כְּמוֹ טְבִילַת כֹּסוֹת וְכַדִּים וְיוֹרוֹת וּמִטּוֹת4 και επιστρεψαντες απο της αγορας, εαν δεν νιφθωσι, δεν τρωγουσιν? ειναι και αλλα πολλα, τα οποια παρελαβον να φυλαττωσι, πλυματα ποτηριων και ξεστων και σκευων χαλκινων και κλινων?
5 וַיִּשְׁאֲלוּ אוֹתוֹ הַפְּרוּשִׁים וְהַסּוֹפְרִים מַדּוּעַ תַּלְמִידֶיךָ אֵינָם נֹהֲגִים עַל־פִּי קַבָּלַת הַזְּקֵנִים כִּי־אֹכְלִים לֶחֶם בְּלֹא נְטִילַת יָדָיִם5 επειτα ερωτωσιν αυτον οι Φαρισαιοι και οι γραμματεις? Διατι οι μαθηται σου δεν περιπατουσι κατα την παραδοσιν των πρεσβυτερων, αλλα με χειρας ανιπτους τρωγουσι τον αρτον;
6 וַיַּעַן וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם הֵיטֵב נִבָּא יְשַׁעְיָהוּ עֲלֵיכֶם הַחֲנֵפִים כַּכָּתוּב הָעָם הַזֶּה בִּשְׂפָתָיו כִּבְּדוּנִי וְלִבּוֹ רִחַק מִמֶּנִּי6 Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους? οτι καλως προεφητευσεν ο Ησαιας περι υμων των υποκριτων, ως ειναι γεγραμμενον? Ουτος ο λαος δια των χειλεων με τιμα, η δε καρδια αυτων μακραν απεχει απ' εμου.
7 וְתֹהוּ יִרְאָתָם אֹתִי מִצְוֺת אֲנָשִׁים מְלַמְּדִים7 Εις ματην δε με σεβονται, διδασκοντες διδασκαλιας ενταλματα ανθρωπων.
8 כִּי עֲזַבְתֶּם אֶת־מִצְוַת אֱלֹהִים לֶאֱחֹז בְּקַבָּלַת בְּנֵי־אָדָם טְבִילוֹת כַּדִּים וְכֹסוֹת וְכָאֵלֶּה רַבּוֹת אַתֶּם עֹשִׂים8 Διοτι αφησαντες την εντολην του Θεου, κρατειτε την παραδοσιν των ανθρωπων, πλυματα ξεστων και ποτηριων, και αλλα παρομοια τοιαυτα πολλα καμνετε.
9 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם מַה־יָּפֶה עֲשִׂיתֶם אֲשֶׁר בִּטַּלְתֶּם אֶת־מִצְוַת הָאֱלֹהִים כְּדֵי שֶׁתִּשְׁמְרוּ אֶת־קַבָּלַתְכֶם9 Και ελεγε προς αυτους? Καλως αθετειτε την εντολην του Θεου, δια να φυλαττητε την παραδοσιν σας.
10 כִּי־משֶׁה אָמַר כַּבֵּד אֶת־אָבִיךָ וְאֶת־אִמֶּךָ וּמְקַלֵּל אָבִיו וְאִמּוֹ מוֹת יוּמָת10 Διοτι ο Μωυσης ειπε? Τιμα τον πατερα σου και την μητερα σου. και? Ο κακολογων πατερα η μητερα εξαπαντος να θανατονηται?
11 וְאַתֶּם אֹמְרִים אִישׁ כִּי־יֹאמַר לְאָבִיו וּלְאִמּוֹ קָרְבָּן פֵּרוּשׁוֹ מַתָּנָה לֵאלֹהִים כָּל־מַה־שֶּׁאַתָּה נֶהֱנֶה מִמֶּנִּי11 σεις ομως λεγετε? Εαν ανθρωπος ειπη προς τον πατερα η προς την μητερα, Κορβαν, τουτεστι δωρον, ειναι ο, τι ηθελες ωφεληθη εξ εμου, αρκει,
12 וְלֹא תַנִּיחוּ לוֹ לַעֲשׂוֹת עוֹד מְאוּמָה לְאָבִיו וּלְאִמּוֹ12 και δεν αφινετε πλεον αυτον να καμη ουδεν εις τον πατερα αυτου η εις την μητερα αυτου,
13 וַתָּפֵרוּ אֶת־דְּבַר הָאֱלֹהִים עַל־יְדֵי קַבָּלַתְכֶם אֲשֶׁר קִבַּלְתֶּם וְהַרְבֵּה כָאֵלֶּה אַתֶּם עֹשִׂים13 ακυρουντες τον λογον του Θεου χαριν της παραδοσεως σας, την οποιαν παρεδωκατε? και καμνετε παρομοια τοιαυτα πολλα.
14 וַיִּקְרָא אֶל־כָּל־הָעָם וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם שִׁמְעוּ אֵלַי כֻּלְּכֶם וְהָבִינוּ14 Και προσκαλεσας παντα τον οχλον, ελεγε προς αυτους? Ακουετε μου παντες και νοειτε.
15 אֵין דָּבָר מִחוּץ לָאָדָם אֲשֶׁר יוּכַל לְטַמֵּא אוֹתוֹ בְּבֹאוֹ אֶל־קִרְבּוֹ כִּי אִם־הַדְּבָרִים הַיּוֹצְאִים מִמֶּנּוּ הֵמָּה יְטַמְּאוּ אֶת־הָאָדָם15 Δεν ειναι ουδεν εισερχομενον εξωθεν του ανθρωπου εις αυτον, το οποιον δυναται να μολυνη αυτον, αλλα τα εξερχομενα απ' αυτου, εκεινα ειναι τα μολυνοντα τον ανθρωπον.
16 כָּל־אֲשֶׁר אָזְנַיִם לוֹ לִשְׁמֹעַ יִשְׁמָע16 Ο εχων ωτα δια να ακουη, ας ακουη.
17 וַיְהִי כַּאֲשֶׁר שָׁב הַבַּיְתָה מִן־הֶהָמוֹן וַיִּשְׁאָלֻהוּ תַלְמִידָיו עַל־דְּבַר הַמָּשָׁל17 Και οτε εισηλθεν εις οικον απο του οχλου, ηρωτων αυτον οι μαθηται αυτου περι της παραβολης.
18 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם הַאַף אַתֶּם חַסְרֵי בִינָה הֲלֹא תַשְׂכִּילוּ כִּי כָל־הַבָּא אֶל־תּוֹךְ הָאָדָם מִחוּצָה לּוֹ לֹא יְטַמְּאֶנּוּ18 Και λεγει προς αυτους? Ουτω και σεις ασυνετοι εισθε; δεν καταλαμβανετε οτι παν το εξωθεν εισερχομενον εις τον ανθρωπον δεν δυναται να μολυνη αυτον;
19 כִּי לֹא־יָבוֹא אֶל־לִבּוֹ כִּי אִם־אֶל־כְּרֵשׂוֹ וְיֵצֵא לְמוֹצָאוֹת לְהָבֵר כָּל־אֹכֶל19 διοτι δεν εισερχεται εις την καρδιαν αυτου, αλλ' εις την κοιλιαν, και εξερχεται εις τον αφεδρωνα, καθαριζον παντα τα φαγητα.
20 וַיֹּאמַר הַיֹּצֵא מִן־הָאָדָם הוּא מְטַמֵּא אֶת־הָאָדָם20 Ελεγε δε οτι το εξερχομενον εκ του ανθρωπου, εκεινο μολυνει τον ανθρωπον.
21 כִּי מִתּוֹךְ לֵב הָאָדָם יֹצְאוֹת הַמַּחֲשָׁבוֹת הָרָעוֹת נָאֹף וְזָנֹה וְרָצוֹחַ21 Διοτι εσωθεν εκ της καρδιας των ανθρωπων εξερχονται οι διαλογισμοι οι κακοι, μοιχειαι, πορνειαι, φονοι,
22 וְגָנוֹב וְאַהֲבַת בֶּצַע וְרִשְׁעָה וּרְמִיָּה וְזוֹלְלוּת וְצָרוּת עַיִן וְגִדּוּף וְזָדוֹן וְסִכְלוּת22 κλοπαι, πλεονεξιαι, πονηριαι, δολος, ασελγεια, βλεμμα πονηρον? βλασφημια, υπερηφανια, αφροσυνη?
23 כָּל־הָרָעוֹת הָאֵלֶּה מִקֶּרֶב הָאָדָם הֵן יוֹצְאוֹת וּמְטַמְּאוֹת אֹתוֹ23 παντα ταυτα τα πονηρα εσωθεν εξερχονται και μολυνουσι τον ανθρωπον.
24 וַיָּקָם מִשָּׁם וַיֵּלֶךְ לוֹ אֶל־גְּבוּלוֹת צוֹר וְצִידוֹן וּבְבוֹאוֹ הַבַּיְתָה לֹא אָבָה כִּי־יִוָּדַע לְאִישׁ וְלֹא יָכֹל לְהִסָּתֵר24 Και σηκωθεις εκειθεν υπηγεν εις τα μεθορια Τυρου και Σιδωνος. Και εισελθων εις την οικιαν, δεν ηθελε να μαθη τουτο μηδεις, δεν ηδυνηθη ομως να κρυφθη.
25 כִּי אִשָּׁה אֲשֶׁר רוּחַ טֻמְאָה נִכְנְסָה בְּבִתָּהּ הַקְּטַנָּה שָׁמְעָה אֶת־שָׁמְעוֹ וַתָּבֹא וַתִּפֹּל לְרַגְלָיו25 Διοτι ακουσασα περι αυτου γυνη τις, της οποιας το θυγατριον ειχε πνευμα ακαθαρτον, ηλθε και προσεπεσεν εις τους ποδας αυτου?
26 וְהָאִשָּׁה יְוָנִית וְאֶרֶץ מוֹלַדְתָּהּ כְּנַעַן אֲשֶׁר לְסוּרְיָא וַתְּבַקֵּשׁ מִמֶּנּוּ לְגָרֵשׁ אֶת־הַשֵּׁד מִבִּתָּהּ26 ητο δε η γυνη Ελληνις, Συροφοινισσα το γενος? και παρεκαλει αυτον να εκβαλη το δαιμονιον εκ της θυγατρος αυτης.
27 וַיֹּאמֶר אֵלֶיהָ יֵשׁוּעַ הַנִּיחִי לִשְׂבֹּעַ בָּרִאשׁוֹנָה הַבָּנִים כִּי לֹא־טוֹב לָקַחַת לֶחֶם הַבָּנִים וּלְהַשְׁלִיכוֹ לִצְעִירֵי הַכְּלָבִים27 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτην? Αφες πρωτον να χορτασθωσι τα τεκνα? διοτι δεν ειναι καλον να λαβη τις τον αρτον των τεκνων και να ριψη εις τα κυναρια.
28 וַתַּעַן וַתֹּאמֶר אֵלָיו כֵּן אֲדֹנִי אֲבָל גַּם־צְעִירֵי הַכְּלָבִים יֹאכְלוּ תַּחַת הַשֻּׁלְחָן מִפֵּרוּרֵי לֶחֶם הַבָּנִים28 Η δε απεκριθη και λεγει προς αυτον? Ναι, Κυριε? αλλα και τα κυναρια υποκατω της τραπεζης τρωγουσιν απο των ψιχιων των παιδιων.
29 וַיֹּאמֶר אֵלֶיהָ בִּגְלַל דְּבָרֵךְ זֶה לְכִי־לָךְ יָצָא הַשֵּׁד מִבִּתֵּךְ29 Και ειπε προς αυτην? Δια τουτον τον λογον υπαγε? εξηλθε το δαιμονιον απο της θυγατρος σου.
30 וַתָּבֹא אֶל־בֵּיתָהּ וַתִּמְצָא אֶת־הַיַּלְדָּה מֻשְׁכֶּבֶת עַל־הַמִּטָּה וְהַשֵּׁד יָצָא מִמֶּנָּה30 Και οτε υπηγεν εις τον οικον αυτης, ευρεν οτι το δαιμονιον εξηλθε και την θυγατερα κειμενην επι της κλινης.
31 וַיָּשָׁב וַיֵּצֵא מִגְּבוּל צוֹר וְצִידוֹן וַיָּבֹא אֶל־יַם הַגָּלִיל בְּתוֹךְ גְּבוּל עֶשֶׂר הֶעָרִים31 Και παλιν εξελθων εκ των οριων Τυρου και Σιδωνος ηλθε προς την θαλασσαν της Γαλιλαιας ανα μεσον των οριων της Δεκαπολεως.
32 וַיָּבִיאוּ אֵלָיו אִישׁ אֲשֶׁר הָיָה חֵרֵשׁ וְאִלֵּם וַיִּתְחַנְנוּ לוֹ לָשֹוּם עָלָיו אֶת־יָדוֹ32 Και φερουσι προς αυτον κωφον μογιλαλον και παρακαλουσιν αυτον να επιθεση την χειρα επ' αυτον.
33 וַיִּקַּח אֹתוֹ לְבַדּוֹ מִקֶּרֶב הֶהָמוֹן וַיָּשֶׂם אֶת־אֶצְבְּעוֹתָיו בְּאָזְנָיו וַיָּרָק וַיִּגַּע בִּלְשׁוֹנוֹ33 Και παραλαβων αυτον κατ' ιδιαν απο του οχλου εβαλε τους δακτυλους αυτου εις τα ωτα αυτου, και πτυσας ηγγισε την γλωσσαν αυτου,
34 וַיַּבֵּט הַשָּׁמַיְמָה וַיֵּאָנַח וַיֹּאמֶר אֵלָיו אִפַּתַּח וּפֵרוּשׁוֹ הִפָּתֵחַ34 και αναβλεψας εις τον ουρανον, εστεναξε και λεγει προς αυτον? Εφφαθα, τουτεστιν Ανοιχθητι.
35 וּבְרֶגַע נִפְתְּחוּ אָזְנָיו וַיֻּתַּר קֶשֶׁר לְשׁוֹנוֹ וַיְדַבֵּר בְּשָׂפָה בְרוּרָה35 Και ευθυς ηνοιχθησαν τα ωτα αυτου και ελυθη ο δεσμος της γλωσσης αυτου, και ελαλει ορθως.
36 וַיַּזְהֵר אוֹתָם כִּי לֹא־יְסַפְּרוּ לְאִישׁ וְכַאֲשֶׁר יַזְהִירֵם כֵּן יַרְבּוּ לְהַכְרִיז36 Και παρηγγειλεν εις αυτους να μη ειπωσι τουτο εις μηδενα? πλην οσον αυτος παρηγγελλεν εις αυτους, τοσον περισσοτερον εκεινοι εκηρυττον.
37 וַיִּשְׁתּוֹמְמוּ עַד־מְאֹד וַיֹּאמְרוּ אֶת־הַכֹּל עָשָׂה יָפֶה גַּם־הַחֵרְשִׁים הוּא עֹשֶׂה לְשֹׁמְעִים גַּם־הָאִלְּמִים לִמְדַבְּרִים37 Και εξεπληττοντο καθ' υπερβολην, λεγοντες? Καλως επραξε τα παντα? και τους κωφους καμνει να ακουωσι και τους αλαλους να λαλωσι.