Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

Genesis 31


font
SAGRADA BIBLIAGREEK BIBLE
1 Jacó ouviu as palavras dos filhos de Labão, que diziam: "Jacó tomou tudo o que é de nosso pai, e é às suas custas que ele se tornou de tal forma rico."1 Και ηκουσεν ο Ιακωβ τους λογους των υιων του Λαβαν, λεγοντων, Ο Ιακωβ ελαβε παντα τα υπαρχοντα του πατρος ημων, και εκ των υπαρχοντων του πατρος ημων απεκτησε πασαν την δοξαν ταυτην.
2 Observou também, pela fisionomia de Labão, que este não tinha mais para com ele os sentimentos de antes.2 Και ειδεν ο Ιακωβ το προσωπον του Λαβαν, και ιδου, δεν ητο προς αυτον ως χθες και προχθες.
3 O Senhor disse a Jacó: "Volta para a terra dos teus pais, para a tua parentela, e eu estarei contigo."3 Ειπε δε ο Κυριος προς τον Ιακωβ, Επιστρεψον εις την γην των πατερων σου, και εις την συγγενειαν σου, και θελω εισθαι μετα σου.
4 Então Jacó mandou Raquel e Lia vir ao campo junto dos seus rebanhos:4 Τοτε εστειλεν ο Ιακωβ και εκαλεσε την Ραχηλ και την Λειαν εις την πεδιαδα προς το ποιμνιον αυτου?
5 "Vejo, disse-lhes ele, pelo semblante de vosso pai, que ele não é mais para comigo o mesmo que antes. Mas o Deus de meu pai está comigo.5 και ειπε προς αυτας, Βλεπω το προσωπον του πατρος σας, οτι δεν ειναι προς εμε ως χθες και προχθες? ο Θεος ομως του πατρος μου εσταθη μετ' εμου?
6 Sabeis que servi a vosso pai o melhor que pude,6 και σεις εξευρετε οτι εν ολη τη δυναμει μου εδουλευσα τον πατερα σας?
7 enquanto ele zombou de mim, mudando dez vezes o meu salário; mas Deus não lhe permitiu causar-me prejuízo.7 αλλ' ο πατηρ σας με ηπατησε και ηλλαξε τους μισθους μου δεκακις? πλην ο Θεος δεν αφηκεν αυτον να με κακοποιηση?
8 Quando ele dizia: os animais malhados serão o teu salário, todas as ovelhas davam à luz cordeiros malhados, e se dizia: os animais riscados serão o teu salário, todas as ovelhas davam à luz cordeiros riscados.8 οτε ελεγεν ουτω, τα ποικιλα θελουσιν εισθαι ο μισθος σου, τοτε απαν το ποιμνιον εγεννα ποικιλα? και οτε ελεγεν ουτω, τα παρδαλα θελουσιν εισθαι ο μισθος σου, τοτε απαν το ποιμνιον εγεννα παρδαλα.
9 Foi Deus mesmo que tomou o rebanho de vosso pai para me dar.9 Ουτως αφηρεσεν ο Θεος το ποιμνιον του πατρος σας και εδωκεν εις εμε.
10 No tempo em que os animais deviam conceber, eu levantava os olhos e via em sonhos que os bodes que cobriam as cabras eram listados, malhados e manchados.10 Και καθ' ον καιρον συνελαμβανε το ποιμνιον, υψωσα τους οφθαλμους μου και ειδον κατ' οναρ, και ιδου, οι τραγοι και οι κριοι, οι αναβαινοντες επι τα προβατα και τας αιγας, ησαν παρδαλοι, ποικιλοι και στικτοι.
11 Um anjo de Deus disse-me em sonhos: Jacó! Eis-me aqui, respondi.11 Και μοι ειπεν ο αγγελος του Θεου κατ' οναρ, Ιακωβ? και ειπα, Ιδου, εγω.
12 Levanta os olhos e vê: todos os bodes que cobrem as cabras são listados, malhados e manchados, porque eu vi tudo o que te fez Labão.12 Και ειπεν, Υψωσον τωρα τους οφθαλμους σου, και ιδε παντας τους τραγους και τους κριους, τους αναβαινοντας επι τα προβατα και τας αιγας, οτι ειναι παρδαλοι, ποικιλοι και στικτοι? διοτι ειδον παντα οσα καμνει εις σε ο Λαβαν?
13 Eu sou o Deus de Betel, onde tu me consagraste uma estela e me fizeste um voto. Agora, vamos, sai daqui e volta para a terra de tua família."13 εγω ειμαι ο Θεος της Βαιθηλ, οπου εχρισας την στηλην και οπου ευχηθης ευχην προς εμε? σηκωθητι τωρα, εξελθε εκ της γης ταυτης και επιστρεψον εις την γην της συγγενειας σου.
14 Raquel e Lia responderam: "Resta-nos porventura ainda alguma parte de herança na casa de nosso pai?14 Και απεκριθησαν η Ραχηλ και η Λεια και ειπον προς αυτον, Εχομεν ημεις πλεον μεριδιον η κληρονομιαν εν τω οικω του πατρος ημων;
15 Não nos tratou ele como estrangeiras, vendendo-nos e devorando o nosso dinheiro?15 δεν εθεωρηθημεν υπ' αυτου ως ξεναι; διοτι επωλησεν ημας και ακομη ολοκληρως κατεφαγε το αργυριον ημων.
16 Toda a riqueza, que Deus tomou de nosso pai, é para nós e para nossos filhos. Faze, pois, o que Deus te disse."16 Οθεν παντα τα πλουτη, τα οποια αφηρεσεν ο Θεος απο του πατρος ημων, ειναι ημων και των τεκνων ημων? τωρα λοιπον καμε οσα σοι ειπεν ο Θεος.
17 Levantou-se, pois, Jacó, e fez montar seus filhos e suas mulheres nos camelos.17 Τοτε σηκωθεις ο Ιακωβ, εβαλε τα παιδια αυτου και τας γυναικας αυτου επι τας καμηλους?
18 Levou consigo todos os seus rebanhos, todos os bens que tinha ajuntado, o rebanho que lhe pertencia, adquirido em Padã-Arã, e partiu para junto de seu pai Isaac, na terra de Canaã.18 και απηγαγε παντα τα κτηνη αυτου, και παντα τα αγαθα αυτου τα οποια απεκτησε, το ποιμνιον της αποκτησεως αυτου, το οποιον απεκτησεν εις Παδαν-αραμ, δια να απελθη προς Ισαακ τον πατερα αυτου εις γην Χανααν.
19 Raquel, aproveitando um momento em que seu pai fora tosquiar suas ovelhas, roubou os terafim de seu pai;19 Ο δε Λαβαν ειχεν υπαγει δια να κουρευση τα προβατα αυτου και η Ραχηλ εκλεψε τα ειδωλα του πατρος αυτης.
20 e Jacó enganou Labão, o arameu, ocultando-lhe sua fuga.20 Εκρυψε δε ο Ιακωβ την φυγην αυτου εις τον Λαβαν τον Συρον, μη αναγγειλας προς αυτον οτι αναχωρει?
21 Fugindo, pois, com tudo o que era seu, atravessou o rio e dirigiu-se para a montanha de Galaad.21 και εφυγεν αυτος μετα παντων των υπαρχοντων αυτου και εσηκωθη και διεβη τον ποταμον και διευθυνθη προς το ορος Γαλααδ.
22 Três dias depois, soube Labão da fuga de Jacó.22 Και την τριτην ημεραν ανηγγελθη προς τον Λαβαν, οτι εφυγεν ο Ιακωβ?
23 E, tomando consigo seus irmãos, perseguiu-o durante sete dias de marcha, e alcançou-o na montanha de Galaad.23 και παραλαβων τους αδελφους αυτου μεθ' εαυτου, κατεδιωξεν οπισω αυτου οδον επτα ημερων? και επροφθασεν αυτον εν τω ορει Γαλααδ.
24 Deus, porém, apareceu num sonho noturno a Labão, o arameu, e disse-lhe: "Guarda-te de dizer algo a Jacó."24 Ηλθε δε ο Θεος προς Λαβαν τον Συρον κατ' οναρ την νυκτα, και ειπε προς αυτον, Φυλαχθητι, μη λαλησης σκληρα προς τον Ιακωβ.
25 Labão alcançou, pois, Jacó. Este havia levantado sua tenda na montanha, enquanto Labão e seus irmãos tinham plantado a sua na montanha de Galaad.25 Επροφθασε λοιπον ο Λαβαν τον Ιακωβ? ο δε Ιακωβ ειχε στησει την σκηνην αυτου επι του ορους? ο δε Λαβαν μετα των αδελφων αυτου εσκηνωσεν επι του ορους Γαλααδ.
26 Labão disse a Jacó: "Que fizeste? Tu me enganaste, e conduziste minhas filhas como prisioneiras de guerra!26 Και ειπεν ο Λαβαν προς τον Ιακωβ, Τι εκαμες, και δια τι εκρυψας εις εμε την φυγην σου και απηγαγες τας θυγατερας μου ως αιχμαλωτους μαχαιρας;
27 Por que fugiste dessa forma, e me lograste em lugar de me avisar? Eu te teria despedido com manifestações de júbilo e com cânticos, ao som do tamborim e da harpa.27 δια τι εφυγες κρυφιως και εκλεψας σεαυτον απ' εμου και δεν μοι εφανερωσας τουτο; διοτι εγω ηθελον σε εξαποστειλει μετ' ευφροσυνης και μετα ασματων, μετα τυμπανων και κιθαρας?
28 Não me deixaste beijar meus filhos e minhas filhas! Procedeste como um insensato.28 και δεν με ηξιωσας μηδε να φιλησω τους υιους μου, και τας θυγατερας μου; τωρα αφρονως επραξας τουτο?
29 Eu poderia agora fazer-vos mal, mas o Deus de teu pai disse-me na última noite: Guarda-te de dizer algo a Jacó.29 δυνατη ειναι η χειρ μου να σας κακοποιηση? πλην ο Θεος του πατρος σας χθες την νυκτα ειπε προς εμε, λεγων, Φυλαχθητι, μη λαλησης σκληρα προς τον Ιακωβ?
30 E, se partiste somente porque tinhas saudade da casa paterna, então por que roubaste os meus deuses?"30 τωρα λοιπον εστω, ανεχωρησας, επειδη επεθυμησας πολυ τον οικον του πατρος σου? αλλα δια τι εκλεψας τους Θεους μου;
31 Jacó respondeu-lhe: "Tive medo, ao pensar que poderias tirar-me tuas filhas;31 Και αποκριθεις ο Ιακωβ ειπε προς τον Λαβαν, Εφυγον επειδη εφοβηθην? διοτι ειπον, Μηπως αφαιρεσης τας θυγατερας σου απ' εμου?
32 quanto aos teus deuses, porém, seja morto aquele que os tiver consigo! Examina o que está comigo, em presença de nossos parentes, e retoma o que é teu." Ora, Jacó ignorava o roubo de Raquel.32 εις οντινα ομως ευρης τους θεους σου, ας μη ζηση? εμπροσθεν των αδελφων ημων γνωρισον τι ευρισκεται εις εμε εκ των ιδικων σου, και λαβε. Διοτι δεν ηξευρεν ο Ιακωβ οτι η Ραχηλ ειχε κλεψει αυτους.
33 Labão entrou na tenda de Jacó, na de Lia e na das duas escravas, mas nada encontrou. Saindo da tenda de Lia, entrou na de Raquel.33 Εισηλθε λοιπον ο Λαβαν εις την σκηνην του Ιακωβ, και εις την σκηνην της Λειας, και εις τας σκηνας των δυο θεραπαινων? αλλα δεν ευρηκεν αυτους. Τοτε εξηλθεν εκ της σκηνης της Λειας, και εισηλθεν εις την σκηνην της Ραχηλ.
34 Esta havia tomado os terafim e, colocando-os na sela do camelo, sentou-se em cima. Labão revistou toda a tenda, sem nada encontrar.34 Η δε Ραχηλ ειχε λαβει τα ειδωλα, και βαλει αυτα εις σαμαριον καμηλου, και εκαθητο επ' αυτα. Και ερευνησας ο Λαβαν ολην την σκηνην, δεν ευρηκεν.
35 Raquel disse ao seu pai: "Não se irrite o meu senhor, se não posso levantar-me em sua presença, pois acho-me agora com a indisposição que costuma vir às mulheres." Revistou, pois, mas não encontrou os terafim.35 Η δε ειπε προς τον πατερα αυτης, Ας μη φανη βαρυ εις τον κυριον μου, διοτι δεν δυναμαι να σηκωθω εμπροσθεν σου, επειδη εχω τα γυναικεια. Και αυτος ηρευνησεν, αλλα δεν ευρηκε τα ειδωλα.
36 Jacó encolerizou-se então contra Labão, e acabrunhou-o de censuras: "Qual é o meu crime?, disse-lhe ele. Qual é o meu pecado, para que te irrites desse modo contra mim?36 Και ωργισθη ο Ιακωβ και επεπληξε τον Λαβαν? και αποκριθεις ο Ιακωβ ειπε προς τον Λαβαν, Τι ειναι το ανομημα μου; τι το αμαρτημα μου, οτι κατεδιωξας οπισω μου;
37 Revistaste todas as minhas bagagens: que encontraste do que é teu? Mostra-me aqui em presença de meus parentes e dos teus, e sejam eles juízes entre nós dois.37 αφου ηρευνησας παντα τα σκευη μου, τι ευρηκας εκ παντων των σκευων της οικιας σου; θες αυτο εδω εμπροσθεν των αδελφων μου και αδελφων σου, δια να κρινωσι μεταξυ των δυο ημων?
38 Há vinte anos que estou em tua casa: tuas ovelhas e tuas cabras não abortaram, não comi os carneiros do teu rebanho.38 εικοσι ετη ειναι τωρα, αφ' οτου ειμαι μετα σου? τα προβατα σου και αι αιγες σου δεν ητεκνωθησαν, και τους κριους του ποιμνιου σου δεν εφαγον.
39 Nunca te trouxe os animais estraçalhados pelas feras. Eu os repunha, pois tu o exigias, quer fossem roubados de dia, quer de noite.39 θηριαλωτον δεν εφερα εις σε? εγω επληρωνον αυτο? απο της χειρος μου εζητεις ο, τι με εκλεπτετο την ημεραν, η ο, τι με εκλεπτετο την νυκτα?
40 Eu era queimado de dia pelo calor, e de noite pelo frio, e o sono fugia dos meus olhos.40 την ημεραν εκαιομην υπο του καυματος και την νυκτα υπο του παγετου? και εφευγεν ο υπνος μου απο των οφθαλμων μου?
41 Eis já vinte anos que estou em tua casa; servi-te catorze anos por tuas duas filhas, seis anos pelos teus rebanhos, e dez vezes modificaste o meu salário.41 εικοσι ετη ηδη ευρισκομαι εν τη οικια σου? δεκατεσσαρα ετη σε εδουλευσα δια τας δυο σου θυγατερας, και εξ ετη δια τα προβατα σου? και ηλλαξας τον μισθον μου δεκακις?
42 Se o Deus de meu pai, o Deus de Abraão, o Deus terrível de Isaac não se tivesse posto de meu lado, tu me terias hoje despedido com as mãos vazias. Deus viu minhas penas e meus trabalhos, e na última noite ele pronunciou-se.42 εαν ο Θεος του πατρος μου, ο Θεος του Αβρααμ και ο φοβος του Ισαακ, δεν ητο μετ' εμου, βεβαια κενον ηθελες με εξαποστειλει τωρα? ειδεν ο Θεος την ταλαιπωριαν μου και τον κοπον των χειρων μου, και σε ηλεγξεν εχθες την νυκτα.
43 Labão respondeu a Jacó: "Estas filhas são minhas filhas, estes filhos, meus filhos, e estes rebanhos, meus rebanhos: tudo o que vês é meu. Que farei eu agora contra minhas filhas, ou contra os filhos que elas deram ao mundo?43 Και αποκριθεις ο Λαβαν, ειπε προς τον Ιακωβ, Αι θυγατερες αυται ειναι θυγατερες μου, και οι υιοι ουτοι υιοι μου, και τα προβατα ταυτα προβατα μου, και παντα οσα βλεπεις ειναι ιδικα μου? και τι να καμω σημερον εις τας θυγατερας μου ταυτας, η εις τα τεκνα αυτων, τα οποια εγεννησαν;
44 Vamos, façamos juntos um pacto que nos sirva de testemunho a nós dois."44 ελθε λοιπον τωρα, ας καμωμεν συνθηκην, εγω και συ? δια να ηναι εις μαρτυριον μεταξυ εμου και σου.
45 Jacó tomou uma pedra e erigiu-a em estela,45 Και ελαβεν ο Ιακωβ λιθον και εστησεν αυτον στηλην.
46 e disse aos seus parentes: "Trazei pedras." E, tendo juntado muitas, fizeram um monte, sobre o qual comeram.46 Και ειπεν ο Ιακωβ προς τους αδελφους αυτου, Συναξατε λιθους? και ελαβον λιθους, και εκαμον σωρον? και εφαγον εκει επι του σωρου.
47 Labão chamou-o Yegar-Saaduta, e Jacó, Galaad.47 Και ο μεν Λαβαν εκαλεσεν αυτον Ιεγαρ-σαχαδουθα? ο δε Ιακωβ εκαλεσεν αυτον Γαλεεδ.
48 Labão disse: "Este monte é hoje testemunha entre mim e ti",e por isso deu-se-lhe o nome de Galaad,48 Και ειπεν ο Λαβαν, Ο σωρος ουτος ειναι σημερον μαρτυριον μεταξυ εμου και σου? δια τουτο εκαλεσθη το ονομα αυτου Γαλεεδ,
49 e também Mitspa, porque Labão disse ainda: "Que o Senhor nos vigie a nós ambos, quando nós nos tivermos despedido um do outro.49 και Μισπα, διοτι ειπεν, Ας επιβλεψη ο Κυριος αναμεσον εμου και σου, οταν αποχωρισθωμεν ο εις απο του αλλου?
50 Se maltratares minhas filhas, e se tomares outras mulheres além delas, não é um homem que estará conosco. Mas toma cuidado, pois é Deus que será testemunha entre nós."50 εαν ταλαιπωρησης τας θυγατερας μου, η εαν λαβης αλλας γυναικας εκτος των θυγατερων μου, δεν ειναι ουδεις μεθ' ημων? βλεπε, ο Θεος ειναι μαρτυς μεταξυ εμου και σου.
51 Labão disse ainda a Jacó: "Vês este monte de pedras e esta estela que levantei entre mim e ti.51 Και ειπεν ο Λαβαν προς τον Ιακωβ, Ιδου, ο σωρος ουτος, και ιδου, η στηλη αυτη, την οποιαν εστησα μεταξυ εμου και σου?
52 Este monte é testemunho, e igualmente esta estela, de que eu não ultrapassarei este monte para o teu lado, e que tu não ultrapassarás este monte e esta estela para o meu lado para nos fazer mal.52 ο σωρος ουτος ειναι μαρτυριον, και η στηλη μαρτυριον, οτι εγω δεν θελω διαβη τον σωρον τουτον προς σε, ουτε συ θελεις διαβη τον σωρον τουτον και την στηλην ταυτην, προς εμε, δια κακον?
53 O Deus de Abraão, o Deus de Nacor, o Deus de seus pais seja juiz entre nós!" E Jacó jurou pelo Deus terrível de Isaac.53 ο Θεος του Αβρααμ και ο Θεος του Ναχωρ, ο Θεος του πατρος αυτων, ας κρινη αναμεσον ημων. Ο δε Ιακωβ ωμοσεν εις τον φοβον του πατρος αυτου Ισαακ.
54 Ofereceu um sacrifício sobre a montanha e convidou seus parentes para comer. Comeram e passaram a noite na montanha.54 Τοτε εθυσεν ο Ιακωβ θυσιαν επι του ορους και προσεκαλεσε τους αδελφους αυτου δια να φαγωσιν αρτον? και εφαγον αρτον και διενυκτερευσαν επι του ορους.
55 No dia seguinte pela manhã, Labão beijou seus filhos e suas filhas; abençoou-os e retomou o caminho de sua casa.55 Και σηκωθεις ο Λαβαν ενωρις το πρωι, εφιλησε τους υιους αυτου και τας θυγατερας αυτου, και ευλογησεν αυτους? και ανεχωρησεν ο Λαβαν και επεστρεψεν εις τον τοπον αυτου.