Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

Secondo libro dei Re 7


font
LA SACRA BIBBIAGREEK BIBLE
1 Eliseo disse: "Ascoltate la parola del Signore: "Domani, alla stessa ora, alla porta di Samaria una sea di fior di farina costerà un siclo e due sea di orzo pure un siclo".1 Ειπε δε ο Ελισσαιε, Ακουσατε τον λογον του Κυριου? Ουτω λεγει Κυριος? Αυριον, περι την ωραν ταυτην, εν μετρον σεμιδαλεως θελει πωληθη δι' ενα σικλον και δυο μετρα κριθης δι' ενα σικλον, εν τη πυλη της Σαμαρειας.
2 Lo scudiero, al cui braccio era appoggiato il re, rispose all'uomo di Dio: "Ecco che il Signore sta per fare delle aperture nel cielo! E' mai possibile una cosa simile?". Eliseo replicò: "La vedrai tu stesso con i tuoi occhi, ma non ne mangerai".2 Και απεκριθη προς τον ανθρωπον του Θεου ο αρχων, επι του οποιου την χειρα εστηριζετο ο βασιλευς, και ειπε, Και εαν ο Κυριος ηθελε καμει παραθυρα εις τον ουρανον, ηδυνατο το πραγμα τουτο να γεινη; Ο δε ειπεν, Ιδου, θελεις ιδει με τους οφθαλμους σου, δεν θελεις ομως φαγει εξ αυτου.
3 Ora quattro uomini lebbrosi, che si trovavano all'ingresso della porta, si dissero l'un l'altro: "Perché noi rimaniamo qui fino a che non moriremo?3 Ησαν δε τεσσαρες ανδρες λεπροι εν τη εισοδω της πυλης? και ειπον ο εις προς τον αλλον, Δια τι ημεις καθημεθα εδω εωσου αποθανωμεν;
4 Se decidiamo di entrare in città, lì v'è la fame e moriremo; se invece restiamo qui, moriremo ugualmente. Orsù, andiamo e passiamo nell'accampamento di Aram: se ci lasceranno vivere, vivremo; se invece ci faranno morire, moriremo".4 εαν ειπωμεν, να εισελθωμεν εις την πολιν, η πεινα ειναι εν τη πολει, και θελομεν αποθανει εκει? εαν δε καθημεθα εδω, παλιν θελομεν αποθανει? τωρα λοιπον ελθετε, και ας πεσωμεν εις το στρατοπεδον των Συριων? εαν αφησωσιν ημας ζωντας, θελομεν ζησει. και εαν θανατωσωσιν ημας, θελομεν αποθανει.
5 Al crepuscolo essi si levarono per andare all'accampamento di Aram; quando però giunsero all'estremità dell'accampamento di Aram, ecco, non v'era nessuno.5 Και εσηκωθησαν οτε εσκοταζε, δια να εισελθωσιν εις το στρατοπεδον των Συριων? και οτε ηλθον εως του ακρου του στρατοπεδου της Συριας, ιδου, δεν ητο ανθρωπος εκει.
6 Il Signore infatti aveva fatto udire nell'accampamento di Aram un rumore di carri e di cavalli, un rumore di un grande esercito, ed essi si erano detti l'un l'altro: "Ecco, il re d'Israele ha assoldato contro di noi i re degli Hittiti e i re d'Egitto perché marcino contro di noi".6 Διοτι ο Κυριος ειχε καμει να ακουσθη εν τω στρατοπεδω των Συριων κροτος αμαξων και κροτος ιππων, κροτος μεγαλου στρατευματος? και ειπον προς αλληλους, Ιδου, ο βασιλευς του Ισραηλ εμισθωσεν εναντιον ημων τους βασιλεις των Χετταιων και τους βασιλεις των Αιγυπτιων, δια να ελθωσιν εφ' ημας.
7 Si levarono e fuggirono al crepuscolo, abbandonando le tende, i cavalli, gli asini, l'intero accampamento così come si trovava; essi fuggirono per salvare la loro vita.7 Οθεν σηκωθεντες εφυγον εν τω σκοτει, και εγκατελιπον τας σκηνας αυτων και τους ιππους αυτων και τους ονους αυτων, το στρατοπεδον οπως ητο, και εφυγον δια την ζωην αυτων.
8 Quei lebbrosi giunsero all'estremità dell'accampamento ed entrarono in una tenda, mangiarono e bevvero; poi asportarono di là argento, oro e vestiti che andarono a nascondere.8 Και οτε οι λεπροι ουτοι ηλθον εως του ακρου του στρατοπεδου, εισηλθον εις μιαν σκηνην και εφαγον και επιον, και λαβοντες εκειθεν αργυριον και χρυσιον και ιματια, υπηγαν και εκρυψαν αυτα? επιστρεψαντες δε εισηλθον εις αλλην σκηνην, και ελαβον αλλα εκειθεν και υπηγαν και εκρυψαν και ταυτα.
9 Quindi si dissero l'un l'altro: "Non facciamo così! Oggi è giorno di buone notizie e noi ce ne stiamo zitti. Se aspettiamo che spunti il mattino, un castigo ci potrebbe colpire. Orsù, andiamo a informare il palazzo reale".9 Τοτε ειπον προς αλληλους, Ημεις δεν καμνομεν καλα? η ημερα αυτη ειναι ημερα αγαθων αγγελιων, και αν ημεις σιωπωμεν και περιμενωμεν μεχρι του φωτος της αυγης, συμφορα τις θελει επελθει εφ' ημας? ελθετε λοιπον, και ας υπαγωμεν να αναγγειλωμεν ταυτα εις τον οικον του βασιλεως.
10 Arrivati che furono, chiamarono i guardiani della città e li informarono dicendo loro: "Siamo andati nell'accampamento di Aram, ed ecco là non c'era nessuno né si udiva voce umana; c'erano soltanto cavalli legati e asini legati e le tende così com'erano prima".10 Ηλθον λοιπον και εβοησαν προς τους θυρωρους της πολεως? και ανηγγειλαν προς αυτους, λεγοντες, Ηλθομεν εις το στρατοπεδον των Συριων, και ιδου, δεν ητο εκει ανθρωπος ουδε φωνη ανθρωπου, ειμη ιπποι δεδεμενοι και ονοι δεδεμενοι και σκηναι καθως ευρισκοντο.
11 I guardiani gridarono e fecero giungere la notizia all'interno del palazzo reale.11 Και εβοησαν οι θυρωροι και ανηγγειλαν τουτο ενδον εις τον οικον του βασιλεως.
12 Il re si levò di notte e parlò ai suoi ufficiali: "Vi spiegherò io ciò che ci hanno fatto gli Aramei: sapendo che noi siamo affamati, sono usciti fuori dell'accampamento per nascondersi nella campagna dicendo: "Quando usciranno dalla città, li cattureremo vivi e poi entreremo nella città".12 Και σηκωθεις ο βασιλευς την νυκτα, ειπε προς τους δουλους αυτου, Τωρα θελω φανερωσει προς εσας τι εκαμον οι Συριοι εις ημας? εγνωρισαν οτι ειμεθα πεινασμενοι και εξηλθον εκ του στρατοπεδου, δια να κρυφθωσιν εν τοις αγροις, λεγοντες, Οταν εξελθωσιν εκ της πολεως, θελομεν συλλαβει αυτους ζωντας, και εις την πολιν θελομεν εισελθει.
13 Uno degli ufficiali rispose: "Si prendano i cinque cavalli superstiti, che sono rimasti in città -- al massimo periranno anch'essi come la massa che è morta -- e mandiamo a vedere".13 Αποκριθεις δε εις εκ των δουλων αυτου ειπεν, Ας λαβωσι, παρακαλω, πεντε εκ των υπολειπομενων ιππων, οιτινες απεμειναν εν τη πολει, ιδου, αυτοι ειναι καθως ειπαν το πληθος του Ισραηλ το εναπολειφθεν εν αυτη? ιδου, ειναι καθως απαν το πληθος των Ισραηλιτων οιτινες κατηναλωθησαν? και ας αποστειλωμεν δια να ιδωμεν.
14 Presero dunque due carri con i loro cavalli e il re li inviò dietro gli Aramei dicendo loro: "Andate e vedete".14 Ελαβον λοιπον δυο ζευγη ιππων και απεστειλεν ο βασιλευς οπισω του στρατοπεδου των Συριων, λεγων, Υπαγετε και ιδετε.
15 Essi andarono dietro a loro fino al Giordano ed ecco tutta la strada era cosparsa di vesti e di oggetti che gli Aramei avevano gettato via nella loro fuga precipitosa. I messaggeri ritornarono e informarono il re.15 Και υπηγαν οπισω αυτων εως του Ιορδανου? και ιδου, πασα η οδος πληρης ιματιων και σκευων, τα οποια οι Συριοι ειχον ριψει εκ της βιας αυτων. Και επιστρεψαντες οι μηνυται ανηγγειλαν τουτο προς τον βασιλεα.
16 Allora il popolo uscì e saccheggiò l'accampamento di Aram: così una sea di fior di farina venne a costare un siclo e due sea di orzo pure un siclo, secondo la parola del Signore.16 Και εξηλθεν ο λαος, και ηρπασαν το στρατοπεδον των Συριων. Και επωληθη εν μετρον σεμιδαλεως δι' ενα σικλον και δυο μετρα κριθης δι' ενα σικλον, κατα τον λογον του Κυριου.
17 Il re aveva messo a guardia della porta lo scudiero al cui braccio egli s'appoggiava; il popolo lo calpestò presso la porta ed egli morì, secondo quello che aveva detto l'uomo di Dio quando il re era sceso da lui.17 Και κατεστησεν ο βασιλευς επι της πυλης τον αρχοντα, επι του οποιου την χειρα εστηριζετο? και κατεπατησεν ο λαος αυτον εν τη πυλη, και απεθανε? καθως ελαλησεν ο ανθρωπος του Θεου, οστις ελαλησεν οτε ο βασιλευς κατεβη προς αυτον.
18 Così avvenne come l'uomo di Dio aveva detto al re: "Domani, alla stessa ora, alla porta di Samaria, due sea di orzo costeranno un siclo e una sea di fior di farina pure un siclo".18 Και, καθως ελαλησεν ο ανθρωπος του Θεου προς τον βασιλεα, λεγων, Δυο μετρα κριθης δι' ενα σικλον και εν μετρον σεμιδαλεως δι' ενα σικλον θελουσιν εισθαι αυριον, περι την ωραν ταυτην, εν τη πυλη της Σαμαρειας,
19 Lo scudiero aveva risposto all'uomo di Dio: "Ecco che il Signore sta per fare delle aperture nel cielo! E' mai possibile una cosa simile?". Quegli aveva replicato: "Lo vedrai tu stesso con i tuoi occhi, ma non ne mangerai".19 ο δε αρχων απεκριθη προς τον ανθρωπον του Θεου και ειπε, Και αν τωρα ο Κυριος ηθελε καμει παραθυρα εις τον ουρανον, ηδυνατο τοιουτον πραγμα να γεινη; και εκεινος ειπεν, Ιδου, θελεις ιδει τουτο με τους οφθαλμους σου? αλλα δεν θελεις φαγει εξ αυτου,
20 Gli accadde proprio così: il popolo lo calpestò presso la porta ed egli morì.20 ουτω και εγεινεν εις αυτον? διοτι ο λαος κατεπατησεν αυτον εν τη πυλη, και απεθανε.