Scrutatio

Venerdi, 17 maggio 2024 - San Pasquale Baylon ( Letture di oggi)

Secondo libro dei Re 6


font
LA SACRA BIBBIAGREEK BIBLE
1 I discepoli dei profeti dissero ad Eliseo: "Ecco, il luogo in cui noi abitiamo presso di te è troppo stretto per noi.1 Και ειπον οι υιοι των προφητων προς τον Ελισσαιε, Ιδου τωρα, ο τοπος, εις τον οποιον ημεις κατοικουμεν ενωπιον σου, ειναι στενος δι' ημας?
2 Se vuoi, andremo al Giordano, là prenderemo una trave per ciascuno e ci faremo un luogo per abitarvi". Egli rispose: "Andate pure!".2 ας υπαγωμεν, παρακαλουμεν, εως του Ιορδανου, και εκειθεν ας λαβωμεν εκαστος μιαν δοκον, και ας καμωμεν εις εαυτους εκει τοπον, δια να κατοικωμεν εκει. Ο δε ειπεν, Υπαγετε.
3 Uno di loro disse: "Degnati di venire con i tuoi servi". Egli rispose: "Verrò!".3 Και ειπεν ο εις, Ευαρεστηθητι, παρακαλω, να ελθης μετα των δουλων σου. Και ειπε, Θελω ελθει.
4 E andò con loro. Giunti al Giordano, si misero a tagliare alcune piante.4 Και υπηγε μετ' αυτων. Και ελθοντες εις τον Ιορδανην, εκοπτον τα ξυλα.
5 Mentre uno di essi abbatteva la sua trave, il ferro cadde nell'acqua. Allora si mise a gridare: "Ah, mio signore, esso era stato preso in prestito!".5 Ενω δε ο εις κατεβαλλε την δοκον, επεσε το σιδηριον εις το υδωρ? και εβοησε και ειπεν, Ω, κυριε? και τουτο ητο δανειον?
6 L'uomo di Dio domandò: "Dov'è caduto?". Quegli gli fece vedere il posto. Allora egli tagliò un pezzo di legno, lo gettò là e il ferro venne a galla.6 ειπε δε ο ανθρωπος του Θεου, Που επεσε; Και εδειξε τον τοπον εις αυτον. Τοτε εκοψε σχιζαν ξυλου, και ερριψεν εκει? και το σιδηριον επεπλευσε.
7 Poi disse: "Prendilo!". Quegli stese la mano e lo prese.7 Και ειπεν, Αναλαβε προς σεαυτον. Και εκτεινας την χειρα αυτου, ελαβεν αυτο.
8 Il re di Aram, mentre era in guerra con Israele, consigliò i suoi ufficiali dicendo: "Scendete e sistematevi in quel luogo determinato".8 Ο δε βασιλευς της Συριας επολεμει εναντιον του Ισραηλ, και συνεβουλευθη μετα των δουλων αυτου, λεγων, Εις τον δεινα και δεινα τοπον θελω στρατοπεδευσει.
9 L'uomo di Dio mandò a dire al re d'Israele: "Sta' in guardia circa quel luogo, perché là scendono gli Aramei".9 Και απεστειλεν ο ανθρωπος του Θεου προς τον βασιλεα του Ισραηλ, λεγων, Φυλαχθητι να μη περασης τον τοπον εκεινον, διοτι οι Συριοι στρατοπεδευουσιν εκει.
10 Il re d'Israele mandò ad esplorare il luogo che l'uomo di Dio gli aveva indicato e su cui l'aveva premunito e se ne stette in guardia. Questo si verificò non una né due volte soltanto.10 Και απεστειλεν ο βασιλευς του Ισραηλ εις τον τοπον, τον οποιον ειπε προς αυτον ο ανθρωπος του Θεου και παρηγγειλε περι αυτου? και προεφυλαχθη εκειθεν ουχι απαξ ουδε δις.
11 Il cuore del re di Aram si turbò per questa cosa; perciò convocò i suoi ufficiali e disse loro: "Non mi sapete dire chi, tra noi, parteggia per il re d'Israele?".11 Και εταραχθη η καρδια του βασιλεως της Συριας δια το πραγμα τουτο? και συγκαλεσας τους δουλους αυτου, ειπε προς αυτους, Δεν θελετε με αναγγειλει, τις εξ ημων ειναι υπερ του βασιλεως του Ισραηλ;
12 Uno degli ufficiali replicò: "No, o re mio signore, ma è Eliseo, il profeta che si trova in Israele, che riferisce al re d'Israele le parole che dici nella tua camera da letto".12 Και ειπεν εις εκ των δουλων αυτου, Ουδεις, κυριε μου βασιλευ? αλλ' ο Ελισσαιε ο προφητης, ο εν τω Ισραηλ, αναγγελλει προς τον βασιλεα του Ισραηλ τους λογους, τους οποιους λαλεις εν τω ταμειω του κοιτωνος σου.
13 Egli ordinò: "Andate a vedere dove egli si trova e io manderò a catturarlo". Gli fu riferito: "Ecco, si trova in Dotan".13 Και ειπεν, Υπαγετε και ιδετε που ειναι, δια να στειλω να συλλαβω αυτον. Και ανηγγειλαν προς αυτον, λεγοντες, Ιδου, ειναι εν Δωθαν.
14 Allora vi mandò cavalli, carri e un forte drappello, che arrivarono di notte e circondarono la città.14 Και απεστειλεν εκει ιππους και αμαξας και στρατευμα μεγα, οιτινες, ελθοντες δια νυκτος, περιεκυκλωσαν την πολιν.
15 All'indomani, l'uomo di Dio si levò in fretta e uscì; ma ecco che un drappello circondava la città con cavalli e carri. Il suo servo gli disse: "Ah! Che faremo, mio signore?".15 Και οτε εξηγερθη το πρωι ο υπηρετης του ανθρωπου του Θεου και εξηλθεν, ιδου, στρατευμα ειχε περικυκλωμενην την πολιν με ιππους και αμαξας. Και ειπεν ο υπηρετης αυτου προς αυτον, Ω, κυριε, τι θελομεν καμει;
16 Quegli rispose: "Non temere, perché c'è più gente con noi che con loro".16 Ο δε ειπε, Μη φοβου? διοτι πλειοτεροι ειναι οι μεθ' ημων παρα τους μετ' αυτων.
17 Eliseo pregò così: "Signore, apri i suoi occhi perché possa vedere". Il Signore aprì gli occhi del servo e questi vide: ecco il monte era pieno di cavalli e di carri di fuoco che circondavano Eliseo.17 Και προσηυχηθη ο Ελισσαιε και ειπε, Κυριε, Ανοιξον, δεομαι, τους οφθαλμους αυτου, δια να ιδη. Και ηνοιξεν ο Κυριος τους οφθαλμους του υπηρετου, και ειδε? και ιδου, το ορος ητο πληρες ιππων και αμαξων πυρος περι τον Ελισσαιε.
18 Poiché gli Aramei scendevano verso di lui, Eliseo pregò così il Signore: "Colpisci di cecità questa gente!". E li colpì di cecità, secondo la parola di Eliseo.18 Και οτε κατεβησαν προς αυτον οι Συριοι, προσηυχηθη ο Ελισσαιε προς τον Κυριον και ειπε, Παταξον, δεομαι, τον λαον τουτον με αορασιαν. Και επαταξεν αυτους με αορασιαν, κατα τον λογον του Ελισσαιε.
19 Allora Eliseo disse loro: "Questa non è la strada e neppure la città; venite dietro a me e vi condurrò dall'uomo che voi cercate": li condusse a Samaria.19 Και ειπε προς αυτους ο Ελισσαιε, Δεν ειναι αυτη η οδος ουδε αυτη η πολις? ελθετε κατοπιν μου, και θελω σας φερει προς τον ανθρωπον, τον οποιον ζητειτε. Και εφερεν αυτους εις την Σαμαρειαν.
20 Giunti che furono a Samaria, Eliseo disse: "O Signore, apri i loro occhi, perché vedano". Il Signore aprì i loro occhi e videro: si trovavano dentro Samaria!20 Και οτε ηλθον εις την Σαμαρειαν, ειπεν ο Ελισσαιε, Ανοιξον, Κυριε, τους οφθαλμους τουτων, δια να βλεπωσι. Και ηνοιξεν ο Κυριος τους οφθαλμους αυτων, και ειδον? και ιδου, ησαν εκ τω μεσω της Σαμαρειας.
21 Quando li vide, il re d'Israele disse a Eliseo: "Li devo uccidere, padre mio?".21 Και ως ειδεν αυτους ο βασιλευς του Ισραηλ, ειπε προς τον Ελισσαιε, Να παταξω, να παταξω, πατερ μου;
22 Eliseo rispose: "Non ucciderli; uccidi forse quelli stessi che fai prigionieri con la tua spada e il tuo arco? Metti davanti ad essi pane ed acqua perché mangino e bevano e poi ritornino dal loro signore".22 Ο δε ειπε, Μη παταξης? ηθελες παταξει εκεινους, τους οποιους ηχμαλωτευσας δια της ρομφαιας σου και δια του τοξου σου; θες αρτον και υδωρ εμπροσθεν αυτων, και ας φαγωσι και ας πιωσι και ας απελθωσι προς τον κυριον αυτων.
23 Fu preparato per essi un gran pranzo. Dopo che ebbero mangiato e bevuto, li rimandò ed essi ritornarono dal loro signore. D'allora in poi le bande di Aram non osarono più venire nel territorio d'Israele.23 Και εθεσεν εμπροσθεν αυτων αφθονον τροφην? και αφου εφαγον και επιον, απεστειλεν αυτους, και ανεχωρησαν προς τον κυριον αυτων. Και δεν ηλθον πλεον τα ταγματα της Συριας εις την γην του Ισραηλ.
24 Dopo questi fatti, avvenne che Ben-Adàd, re di Aram, raccolse tutto il suo esercito e salì per porre l'assedio a Samaria.24 Μετα δε ταυτα ο Βεν-αδαδ βασιλευς της Συριας συνηθροισεν απαν το στρατευμα αυτου, και ανεβη και επολιορκησε την Σαμαρειαν.
25 Ci fu una grande fame in Samaria a causa dell'assedio, a tal punto che una testa d'asino valeva ottanta sicli d'argento e un quarto di qab di tuberi valeva cinque sicli.25 Εγεινε δε πεινα μεγαλη εν Σαμαρεια? και ιδου, επολιορκουν αυτην, εωσου κεφαλη ονου επωληθη δι' ογδοηκοντα αργυρια και το τεταρτον ενος καβου κοπρου περιστερων δια πεντε αργυρια.
26 Mentre il re transitava sulle mura, una donna gli gridò: "Salvami, o re mio signore!".26 Και ενω διεβαινεν ο βασιλευς του Ισραηλ επι του τειχους, γυνη τις εβοησε προς αυτον, λεγουσα, Σωσον, κυριε μου βασιλευ.
27 Questi le rispose: "Se non ti salva il Signore, come ti salverò io? Forse con i prodotti dell'aia o del torchio?".27 Ο δε ειπεν, Εαν ο Κυριος δεν σε σωση, ποθεν θελω σε σωσει εγω; μη εκ του αλωνιου η εκ του ληνου;
28 Poi il re le soggiunse: "Che cosa hai?". Ella rispose: "Questa donna mi ha detto: "Dammi tuo figlio perché lo mangiamo oggi; mio figlio lo mangeremo domani".28 Και ειπε προς αυτην ο βασιλευς, Τι εχεις; Η δε ειπε, Η γυνη αυτη μοι ειπε, Δος τον υιον σου, δια να φαγωμεν αυτον σημερον, και αυριον θελομεν φαγει τον υιον μου?
29 Così abbiamo fatto cuocere mio figlio e l'abbiamo mangiato; poi il giorno seguente le ho detto: "Dammi tuo figlio perché lo mangiamo", ma lei ha nascosto suo figlio".29 και εβρασαμεν τον υιον μου και εφαγομεν αυτον? ειπον δε προς αυτην την ακολουθον ημεραν, Δος τον υιον σου, δια να φαγωμεν αυτον? η δε εκρυψε τον υιον αυτης.
30 Udito che ebbe le parole della donna, il re si stracciò le vesti mentre transitava sulle mura, cosicché il popolo vide che sotto, aderente alla carne, c'era il sacco.30 Και ως ηκουσεν ο βασιλευς τους λογους της γυναικος, διερρηξε τα ιματια αυτου? και ενω διεβαινεν επι του τειχους, ο λαος ειδε, και ιδου, σακκος εσωθεν επι της σαρκος αυτου.
31 E disse: "Che Dio mi faccia questo male e mi aggiunga ancora quest'altro, se la testa di Eliseo, figlio di Safat, resterà oggi sulle sue spalle!".31 Και ειπεν, Ουτω να καμη εις εμε ο Θεος και ουτω να προσθεση, εαν η κεφαλη του Ελισσαιε υιου του Σαφατ σταθη επανω αυτου σημερον.
32 Ora, mentre Eliseo se ne stava in casa sua e gli anziani stavano con lui, il re si fece precedere da un messaggero. Prima che questi giungesse da lui, egli disse agli anziani: "Avete visto che quel figlio di assassino ha mandato a tagliarmi la testa? Osservate: quando giungerà il messaggero, sbarrate la porta impedendogli così di entrare; forse che dietro di lui non v'è il rumore dei passi del suo signore?".32 Ο δε Ελισσαιε εκαθητο εν τω οικω αυτου, και οι πρεσβυτεροι εκαθηντο μετ' αυτου? και απεστειλεν ο βασιλευς ανδρα απ' εμπροσθεν αυτου? πριν δε ελθη προς αυτον ο μηνυτης, αυτος ειπε προς τους πρεσβυτερους, Δεν βλεπετε οτι ουτος ο υιος του φονευτου εστειλε να αφαιρεση την κεφαλην μου; βλεπετε, καθως ελθη ο μηνυτης, κλεισατε την θυραν και εμποδισατε αυτον προς την θυραν? η φωνη των ποδων του κυριου αυτου δεν ειναι εξοπισθεν αυτου;
33 Mentre ancora parlava con essi, ecco che il re discese da lui e disse: "Ecco, questo male proviene dal Signore; che cosa posso ancora aspettarmi da lui?".33 Και ενω ετι ελαλει μετ' αυτων, ιδου, κατεβη προς αυτον ο μηνυτης? και ειπεν, Ιδου, παρα Κυριου ειναι το κακον τουτο? τι πλεον να ελπισω εις τον Κυριον;