Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

Primo libro dei Re 9


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - I due angeli giunsero a Sodoma sulla sera, e Lot era seduto sulla porta della città. Egli, avendoli visti, s'alzò, andò loro incontro, s'inchinò sino a terra,1 Ηλθον δε οι δυο αγγελοι εις τα Σοδομα το εσπερας? και εκαθητο ο Λωτ παρα την πυλην των Σοδομων? ιδων δε ο Λωτ, εσηκωθη εις συναντησιν αυτων και προσεκυνησεν επι προσωπον εως εδαφους?
2 e disse: «Vi prego, signori, venite alla casa del vostro servo, ed ivi fermatevi: lavatevi i piedi, e domattina riprenderete il vostro cammino». Risposero: «No davvero, ma staremo sulla piazza».2 και ειπεν, Ιδου, κυριοι μου, εκκλινατε, παρακαλω, προς την οικιαν του δουλου σας, και διανυκτερευσατε και πλυνατε τους ποδας σας? και σηκωθεντες πρωι, θελετε υπαγει εις την οδον σας? οι δε ειπον, Ουχι, αλλ' εν τη πλατεια θελομεν διανυκτερευσει.
3 Egli però li obbligò ad entrare in città, prendendo stanza da lui; ed entrati in sua casa, fece loro una cena, cosse dei pani azzimi, ed essi mangiarono.3 Αφου δε εβιασεν αυτους πολυ, εξεκλιναν προς αυτον και εισηλθον εις την οικιαν αυτου? και εκαμεν εις αυτους συμποσιον, και εψησεν αζυμα και εφαγον.
4 Prima che andassero a dormire, gli abitanti della città, circondaron la casa, tutto il popolo, dai ragazzi sino ai vecchi.4 Πριν δε κοιμηθωσιν, οι ανδρες της πολεως, οι ανδρες των Σοδομων, περιεκυκλωσαν την οικιαν, νεοι και γεροντες, απας ο λαος ομου πανταχοθεν?
5 E chiamarono Lot, per dirgli: «Dove sono quelli uomini che son entrati da te a notte? Conducili fuori che li vogliamo noi».5 και εκραζον προς τον Λωτ και ελεγον προς αυτον, Που ειναι οι ανδρες οι εισελθοντες προς σε την νυκτα; εκβαλε αυτους προς ημας, δια να γνωρισωμεν αυτους.
6 Uscito Lot [per parlare] a loro, si chiuse alle spalle la porta, e disse:6 Εξηλθε δε ο Λωτ προς αυτους εις το προθυρον, και εκλεισε την θυραν οπισω αυτου,
7 «Vi supplico, fratelli miei, non vogliate commettere un tal delitto.7 και ειπε, Μη, αδελφοι μου, μη πραξητε τοιουτον κακον?
8 Ho due figliuole che non hanno ancora conosciuto un uomo; ve le darò, e ne farete quel che vorrete, purchè niente di male facciate a questi uomini che si son posti all'ombra del mio tetto».8 ιδου, εχω δυο θυγατερας αιτινες δεν εγνωρισαν ανδρα? να σας φερω λοιπον αυτας εξω? και καμετε εις αυτας, οπως φανη εις εσας αρεστον? μονον εις τους ανδρας τουτους μη πραξητε μηδεν, επειδη δια τουτο εισηλθον υπο την σκιαν της στεγης μου.
9 Ma quelli dicevano: «Esci di costì». Ed ancora: «Tu sei arrivato fra noi come forestiero; forse per farci da giudice? Faremo dunque più male a te che a quelli». E spingevano Lot con gran forza, ed eran già quasi per sfondare la porta.9 Οι δε ειπον, Φυγε απ' εκει. Και ειπον, ουτος ηλθε δια να παροικηση? θελει να γεινη και κριτης; τωρα θελομεν καποποιησει σε μαλλον παρα εκεινους. Και εβιαζον τον ανθρωπον τον Λωτ καθ' υπερβολην, και επλησιασαν δια να συντριψωσι την θυραν?
10 Allora gli angeli stesero le mani, trassero a sè Lot, richiusero la porta,10 Εκτειναντες δε οι ανδρες τας χειρας αυτων εσυραν τον Λωτ προς εαυτους εις την οικιαν, και εκλεισαν την θυραν?
11 e colpirono di cecità quelli che erano fuori dal più piccolo al più grande, così che non potevano più trovare la porta.11 τους δε ανθρωπους, τους οντας εις την θυραν της οικιας, εκτυπησαν με αορασιαν απο μικρου εως μεγαλου, ωστε απεκαμον ζητουντες την θυραν.
12 Poi dissero a Lot: «Hai qui qualcuno de' tuoi, o genero o figli o figlie? Tutti i tuoi, conducili via dalla città;12 Και ειπον οι ανδρες προς τον Λωτ, Εχεις εδω αλλον τινα; γαμβρον υιους η θυγατερας η οντινα αλλον εχεις εν τη πολει, εξαγαγε αυτους εκ του τοπου?
13 perchè noi la distruggeremo, troppo essendosi alzati innanzi a Dio il grido [delle loro iniquità], e ci ha mandati a sterminarli».13 διοτι ημεις καταστρεφομεν τον τοπον τουτον, επειδη η κραυγη αυτων εμεγαλυνεν ενωπιον του Κυριου? και απεστειλεν ημας ο Κυριος δια να καταστρεψωμεν αυτον.
14 Uscito dunque Lot, si rivolse ai suoi generi, quelli che dovevano sposare le sue figlie, e disse: «Levatevi, uscite da questo luogo, chè il Signore distruggerà la città». Ma parve loro ch'egli dicesse per scherzo.14 Εξηλθε λοιπον ο Λωτ και ελαλησε προς τους γαμβρους αυτου, τους μελλοντας να λαβωσι τας θυγατερας αυτου, και ειπε, Σηκωθητε, εξελθετε εκ του τοπου τουτου? διοτι καταστρεφει ο Κυριος την πολιν. Αλλ' εφανη εις τους γαμβρους αυτου ως αστειζομενος.
15 Sul fare del giorno, gli angeli gli fecero fretta, e dissero: «Alzati, e prendi la moglie e le due figliuole che hai, acciò tu pure non perisca per le scelleratezze della città».15 Και οτε εγεινεν αυγη, εβιαζον οι αγγελοι τον Λωτ, λεγοντες? Σηκωθητι, λαβε την γυναικα σου και τας δυο σου θυγατερας, τας ευρισκομενας εδω, δια να μη συναπολεσθης και συ εν τη ανομια της πολεως.
16 Esitando egli, lo presero per mano, lui e la moglie e le due figlie, perchè il Signore lo voleva salvo.16 Επειδη δε εβραδυνεν, οι ανδρες πιασαντες την χειρα αυτου και την χειρα της γυναικος αυτου και τας χειρας των δυο θυγατερων αυτου, διοτι εσπλαγχνισθη αυτον ο Κυριος, εξηγαγον αυτον και εθεσαν αυτον εξω της πολεως.
17 Lo condussero via, e lo misero fuori della città, ed ivi gli parlarono ancora, dicendo: «Salvati la vita; non guardare indietro, e non rimanere in tutta la circostante pianura; ma riparati alla montagna, per non perire tu pure».17 Και οτε εξηγαγον αυτους εξω, ειπεν ο Κυριος, Διασωσον την ζωην σου? μη περιβλεψης οπισω σου, και μη σταθης καθ' ολην την περιχωρον? διασωθητι εις το ορος, δια να μη απολεσθης.
18 E disse loro Lot: «Di grazia, Signore,18 Και ειπεν ο Λωτ προς αυτους, Μη, παρακαλω, Κυριε?
19 giacchè il tuo servo ha trovato grazia innanzi a te, ed hai mostrato quanto è grande la tua misericordia usandola meco per salvarmi la vita, io non posso rifugiarmi sul monte; m'incoglierà la rovina e morrò.19 ιδου, ο δουλος σου ευρηκε χαριν ενωπιον σου, και εμεγαλυνας το ελεος σου, το οποιον εκαμες προς εμε, φυλαττων την ζωην μου? αλλ' εγω δεν θελω δυνηθη να διασωθω εις το ορος, μηπως με προφθαση το κακον και αποθανω?
20 V'è qui vicina quella città, nella quale posso ripararmi; è piccola, e vi sarò salvo; non è proprio piccolina? Così resterò in vita».20 ιδου, παρακαλω, η πολις αυτη ειναι πλησιον ωστε να καταφυγω εκει, και ειναι μικρα? εκει, παρακαλω, να διασωθω? δεν ειναι μικρα; και θελει ζησει η ψυχη μου.
21 E gli disse [il Signore]: «Ho esaudito le tue preghiere anche in questo, che non subisserò la città in pro della quale hai parlato.21 Και ειπε προς αυτον ο Κυριος, Ιδου, επηκουσα σου και εις το πραγμα τουτο, να μη καταστρεψω την πολιν, περι της οποιας ελαλησας?
22 Affrettati, e salvati lì, perchè io non potrò far niente, sinchè tu non vi sia entrato». Perciò a quella città fu dato il nome di "Segor".22 ταχυνον, διασωθητι εκει? διοτι δεν θελω δυνηθη να καμω ουδεν, εωσου φθασης εκει? δια τουτο εκαλεσε το ονομα της πολεως Σηγωρ.
23 Il sole era già levato, quando Lot entrò in Segor.23 Ο ηλιος ανετειλεν επι την γην, οτε ο Λωτ εισηλθεν εις Σηγωρ.
24 Allora il Signore fece piovere dal cielo, dal Signore, su Sodoma e Gomorra, zolfo e fuoco;24 Και εβρεξεν ο Κυριος επι τα Σοδομα και Γομορρα θειον και πυρ παρα Κυριου εκ του ουρανου?
25 e subissò quelle città, tutta la circostante pianura, tutti gli abitanti delle città, e tutta la vegetazione della terra.25 και κατεστρεψε τας πολεις ταυτας, και παντα τα περιχωρα και παντας τους κατοικους των πολεων και τα φυτα της γης.
26 E la moglie di Lot, essendosi voltata indietro, fu cambiata in una statua di sale.26 Αλλ' γυνη αυτου περιβλεψασα οπισθεν αυτου εγεινε στηλη αλατος.
27 Abramo, alzatosi al mattino nel luogo ov'era stato prima col Signore,27 Ο δε Αβρααμ σηκωθεις ενωρις το πρωι ηλθεν εις τον τοπον οπου ειχε σταθη ενωπιον του Κυριου?
28 guardò Sodoma, Gomorra, e tutta la terra di quella regione, e vide le faville che ne salivano come il fumo d'una fornace.28 και βλεψας επι τα Σοδομα και Γομορρα και εφ' ολην την γην της περιχωρου, ειδε, και ιδου, ανεβαινε καπνος απο της γης, ως καπνος καμινου.
29 Così, mentre Dio distruggeva la città di quel luogo, ricordatosi d'Abramo, liberò Lot dalla rovina di quelle città dove aveva abitato.29 Ουτω λοιπον, οτε ο Θεος κατεστρεψε τας πολεις της περιχωρου, ενεθυμηθη ο Θεος τον Αβρααμ, και εξαπεστειλε τον Λωτ εκ μεσου της καταστροφης, οτε κατεστρεψε τας πολεις, εις τας οποιας κατωκει ο Λωτ.
30 Uscì poi Lot da Segor, ed abitò sulla montagna, e le due sue figliuole con lui, perchè ebbe paura a rimanere in Segor; riparò in una caverna, egli e le sue due figlie.30 Ανεβη δε ο Λωτ απο Σηγωρ και κατωκησεν εν τω ορει, και μετ' αυτου αι δυο θυγατερες αυτου, διοτι εφοβηθη να κατοικηση εν Σηγωρ? και κατωκησεν εν σπηλαιω, αυτος και αι δυο θυγατερες αυτου.
31 E disse la maggiore alla minore: «Nostro padre è vecchio, e non c'è rimasto in questa regione un uomo che possa esser nostro, come si costuma in tutto il mondo.31 Και ειπεν η πρεσβυτερα προς την νεωτεραν, Ο πατηρ ημων ειναι γερων, και ανθρωπος δεν ειναι επι της γης, δια να εισελθη προς ημας κατα την συνηθειαν πασης της γης?
32 Vieni, ubriachiamolo col vino, e stiamo con lui, acciò possiamo assicurare al padre nostro una figliolanza».32 ελθε, ας ποτισωμεν τον πατερα, ημων οινον, και ας κοιμηθωμεν μετ' αυτου, και ας αναστησωμεν σπερμα εκ του πατρος ημων.
33 Dettero dunque in quella sera al padre loro a bere del vino. Ed entrò la maggiore, e stette col padre; ed egli non se n'accòrse, nè quando la figlia si pose giù nè quando si alzò.33 Εποτισαν λοιπον τον πατερα αυτων οινον κατ' εκεινην την νυκτα? και εισηλθεν η πρεσβυτερα και εκοιμηθη μετα του πατρος αυτης? και εκεινος δεν ενοησεν ουτε ποτε επλαγιασεν αυτη, και ποτε εσηκωθη.
34 Il giorno dipoi, disse ancora la maggiore alla minore: «Io son stata ieri col padre mio: diamogli del vino a bere anche stanotte, e starai tu con lui, per assicurare a nostro padre una discendenza».34 Και την επαυριον ειπεν η πρεσβυτερα προς την νεωτεραν, Ιδου, εγω εκοιμηθην χθες την νυκτα μετα του πατρος ημων? ας ποτισωμεν αυτον οινον και την νυκτα ταυτην, και εισελθουσα συ, κοιμηθητι μετ' αυτου, και ας αναστησωμεν σπερμα εκ του πατρος ημων.
35 Dettero dunque, anche quella notte, del vino da bere al padre, ed entrata a lui la figlia minore con lui stette, ed anche quella volta egli non se ne accòrse, nè quando essa si pose giù, nè quando si alzò.35 Εποτισαν λοιπον και την νυκτα εκεινην τον πατερα αυτων οινον, και σηκωθεισα η νεωτερα, εκοιμηθη μετ' αυτου? και εκεινος δεν ενοησεν ουτε ποτε επλαγιασεν αυτη, και ποτε εσηκωθη.
36 Concepirono dunque le due figlie di Lot per mezzo del padre loro.36 Και συνελαβον αι δυο θυγατερες του Λωτ εκ του πατρος αυτων.
37 La maggiore partorì un figlio, e lo chiamò Moab; fu il padre de' Moabiti, che sono anc'oggi.37 Και εγεννησεν η πρεσβυτερα υιον και εκαλεσε το ονομα αυτου Μωαβ? ουτος ειναι ο πατηρ των Μωαβιτων εως της σημερον.
38 Anche la minore partorì un figlio, e gli mise nome Ammon; fu padre degli Ammoniti, che durano anc'oggi.38 Εγεννησε δε και η νεωτερα υιον και εκαλεσε το ονομα αυτου Βεν-αμμι? ουτος ειναι ο πατηρ των Αμμωνιτων εως της σημερον.