Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca 16


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Dicebat autem et ad disci pulos: “ Homo quidam erat dives, qui habebatvilicum, et hic diffamatus est apud illum quasi dissipasset bona ipsius.1 Ελεγε δε και προς τους μαθητας αυτου? Ητο ανθρωπος τις πλουσιος, οστις ειχεν οικονομον, και ουτος κατηγορηθη προς αυτον ως διασκορπιζων τα υπαρχοντα αυτου.
2 Etvocavit illum et ait illi: “Quid hoc audio de te? Redde rationem vilicationistuae; iam enim non poteris vilicare”.2 Και κραξας αυτον, ειπε προς αυτον? Τι ειναι τουτο το οποιον ακουω περι σου; δος τον λογαριασμον της οικονομιας σου? διοτι δεν θελεις δυνηθη πλεον να ησαι οικονομος.
3 Ait autem vilicus intra se: “Quidfaciam, quia dominus meus aufert a me vilicationem? Fodere non valeo, mendicareerubesco.3 Ειπε δε καθ' εαυτον ο οικονομος? Τι να καμω, επειδη ο κυριος μου αφαιρει απ' εμου την οικονομιαν; να σκαπτω δεν δυναμαι, να ζητω εντρεπομαι?
4 Scio quid faciam, ut, cum amotus fuero a vilicatione, recipiant mein domos suas”.4 ενοησα τι πρεπει να καμω, δια να με δεχθωσιν εις τους οικους αυτων, οταν αποβληθω της οικονομιας.
5 Convocatis itaque singulis debitoribus domini sui, dicebatprimo: “Quantum debes domino meo?”.5 Και προσκαλεσας ενα εκαστον των χρεωφειλετων του κυριου αυτου, ειπε προς τον πρωτον? Ποσον χρεωστεις εις τον κυριον μου;
6 At ille dixit: “Centum cados olei”.Dixitque illi: “Accipe cautionem tuam et sede cito, scribe quinquaginta”.6 Ο δε ειπεν? Εκατον μετρα ελαιου. Και ειπε προς αυτον? Λαβε το εγγραφον σου και καθησας ταχεως γραψον πεντηκοντα.
7 Deinde alii dixit: “Tu vero quantum debes?”. Qui ait: “Centum corostritici”. Ait illi: “Accipe litteras tuas et scribe octoginta”.7 Επειτα ειπε προς αλλον? Συ δε ποσον χρεωστεις; Ο δε ειπεν? Εκατον μοδια σιτου. Και λεγει προς αυτον? Λαβε το εγγραφον σου και γραψον ογδοηκοντα.
8 Etlaudavit dominus vilicum iniquitatis, quia prudenter fecisset, quia filii huiussaeculi prudentiores filiis lucis in generatione sua sunt.
8 Και επηνεσεν ο κυριος τον αδικον οικονομον, οτι φρονιμως επραξε? διοτι οι υιοι του αιωνος τουτου ειναι φρονιμωτεροι εις την εαυτων γενεαν παρα τους υιους του φωτος.
9 Et ego vobis dico: Facite vobis amicos de mammona iniquitatis, ut, cumdefecerit, recipiant vos in aeterna tabernacula.
9 Και εγω σας λεγω? Καμετε εις εαυτους φιλους εκ του μαμωνα της αδικιας, δια να σας δεχθωσιν εις τας αιωνιους σκηνας, οταν εκλειψητε.
10 Qui fidelis est in minimo, et in maiori fidelis est; et, qui in modicoiniquus est, et in maiori iniquus est.
10 Ο εν τω ελαχιστω πιστος και εν τω πολλω πιστος ειναι, και ο εν τω ελαχιστω αδικος και εν τω πολλω αδικος ειναι.
11 Si ergo in iniquo mammona fideles non fuistis, quod verum est, quis credetvobis?11 Εαν λοιπον εις τον αδικον μαμωνα δεν εφανητε πιστοι, τον αληθινον πλουτον τις θελει σας εμπιστευθη;
12 Et si in alieno fideles non fuistis, quod vestrum est, quis dabitvobis?
12 Και εαν εις το ξενον δεν εφανητε πιστοι, τις θελει σας δωσει το ιδικον σας;
13 Nemo servus potest duobus dominis servire: aut enim unum odiet et alterumdiliget, aut uni adhaerebit et alterum contemnet. Non potestis Deo servire etmammonae ”.
13 Ουδεις δουλος δυναται να δουλευη δυο κυριους διοτι η τον ενα θελει μισησει και τον αλλον θελει αγαπησει? η εις τον ενα θελει προσκολληθη και τον αλλον θελει καταφρονησει. Δεν δυνασθε να δουλευητε Θεον και μαμωνα.
14 Audiebant autem omnia haec pharisaei, qui erant avari, et deridebant illum.14 Ηκουον δε ταυτα παντα και οι Φαρισαιοι, φιλαργυροι οντες, και περιεγελων αυτον.
15 Et ait illis: “ Vos estis, qui iustificatis vos coram hominibus; Deus autemnovit corda vestra, quia, quod hominibus altum est, abominatio est ante Deum.
15 Και ειπε προς αυτους? Σεις εισθε οι δικαιονοντες εαυτους ενωπιον των ανθρωπων, ο Θεος ομως γνωριζει τας καρδιας σας? διοτι εκεινο, το οποιον μεταξυ των ανθρωπων ειναι υψηλον, βδελυγμα ειναι ενωπιον του Θεου.
16 Lex et Prophetae usque ad Ioannem; ex tunc regnum Dei evangelizatur, et omnisin illud vim facit.
16 Ο νομος και οι προφηται εως Ιωαννου υπηρχον? απο τοτε η βασιλεια του Θεου ευαγγελιζεται, και πας τις βιαζεται να εισελθη εις αυτην.
17 Facilius est autem caelum et terram praeterire, quam de Lege unum apicemcadere.
17 Ευκολωτερον δε ειναι ο ουρανος και η γη να παρελθωσι παρα μια κεραια του νομου να πεση.
18 Omnis, qui dimittit uxorem suam et ducit alteram, moechatur; et, qui dimissama viro ducit, moechatur.
18 Πας οστις χωριζεται την γυναικα αυτου και νυμφευεται αλλην, μοιχευει, και πας οστις νυμφευεται κεχωρισμενην απο ανδρος, μοιχευει.
19 Homo quidam erat dives et induebatur purpura et bysso et epulabatur cotidiesplendide.19 Ητο δε ανθρωπος τις πλουσιος και ενεδυετο πορφυραν και στολην βυσσινην, ευφραινομενος καθ' ημεραν μεγαλοπρεπως.
20 Quidam autem pauper nomine Lazarus iacebat ad ianuam eiusulceribus plenus20 Ητο δε πτωχος τις ονομαζομενος Λαζαρος, οστις εκειτο πεπληγωμενος πλησιον της πυλης αυτου
21 et cupiens saturari de his, quae cadebant de mensa divitis;sed et canes veniebant et lingebant ulcera eius.21 και επεθυμει να χορτασθη απο των ψιχιων των πιπτοντων απο της τραπεζης του πλουσιου? αλλα και οι κυνες ερχομενοι εγλειφον τας πληγας αυτου.
22 Factum est autem utmoreretur pauper et portaretur ab angelis in sinum Abrahae; mortuus est autem etdives et sepultus est.22 Απεθανε δε ο πτωχος και εφερθη υπο των αγγελων εις τον κολπον του Αβρααμ? απεθανε δε και ο πλουσιος και εταφη.
23 Et in inferno elevans oculos suos, cum esset intormentis, videbat Abraham a longe et Lazarum in sinu eius.23 Και εν τω αδη υψωσας τους οφθαλμους αυτου, ενω ητο εν βασανοις, βλεπει τον Αβρααμ απο μακροθεν και τον Λαζαρον εν τοις κολποις αυτου.
24 Et ipse clamansdixit: “Pater Abraham, miserere mei et mitte Lazarum, ut intingat extremumdigiti sui in aquam, ut refrigeret linguam meam, quia crucior in hac flamma”.24 Και αυτος φωναξας ειπε? Πατερ Αβρααμ, ελεησον με και πεμψον τον Λαζαρον, δια να βαψη το ακρον του δακτυλου αυτου εις υδωρ και να καταδροσιση την γλωσσαν μου, διοτι βασανιζομαι εν τη φλογι ταυτη?
25 At dixit Abraham: “Fili, recordare quia recepisti bona tua in vita tua, etLazarus similiter mala; nunc autem hic consolatur, tu vero cruciaris.25 ειπε δε ο Αβρααμ? Τεκνον, ενθυμηθητι οτι απελαβες συ τα αγαθα σου εν τη ζωη σου, και ο Λαζαρος ομοιως τα κακα? τωρα ουτος μεν παρηγορειται, συ δε βασανιζεσαι?
26 Et inhis omnibus inter nos et vos chaos magnum firmatum est, ut hi, qui volunt hinctransire ad vos, non possint, neque inde ad nos transmeare”.26 και εκτος τουτων παντων, μεταξυ ημων και υμων χασμα μεγα ειναι εστηριγμενον, ωστε οι θελοντες να διαβωσιν εντευθεν προς εσας να μη δυνανται, μηδε οι εκειθεν να διαπερωσι προς υμας.
27 Et ait: “Rogoergo te, Pater, ut mittas eum in domum patris mei27 Ειπε δε? παρακαλω σε λοιπον, πατερ, να πεμψης αυτον εις τον οικον του πατρος μου?
28 — habeo enim quinquefratres — ut testetur illis, ne et ipsi veniant in locum hunc tormentorum”.28 διοτι εχω πεντε αδελφους? δια να μαρτυρηση εις αυτους, ωστε να μη ελθωσι και αυτοι εις τον τοπον τουτον της βασανου.
29 Ait autem Abraham: “Habent Moysen et Prophetas; audiant illos”.29 Λεγει προς αυτον ο Αβρααμ, Εχουσι τον Μωυσην και τους προφητας? ας ακουσωσιν αυτους.
30 Atille dixit: “Non, pater Abraham, sed si quis ex mortuis ierit ad eos,paenitentiam agent”.30 Ο δε ειπεν? Ουχι, πατερ Αβρααμ, αλλ' εαν τις απο νεκρων υπαγη προς αυτους, θελουσι μετανοησει.
31 Ait autem illi: “Si Moysen et Prophetas non audiunt,neque si quis ex mortuis resurrexerit, credent” ”.
31 Ειπε δε προς αυτον? Εαν τον Μωυσην και τους προφητας δεν ακουωσιν, ουδε εαν τις αναστηθη εκ νεκρων θελουσι πεισθη.