Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 22


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και απηλθεν εκειθεν δαυιδ και διεσωθη και ερχεται εις το σπηλαιον το οδολλαμ και ακουουσιν οι αδελφοι αυτου και ο οικος του πατρος αυτου και καταβαινουσιν προς αυτον εκει1 Dávid aztán elment onnan és Adullám barlangjába menekült. Amikor ezt bátyjai s apjának egész házanépe meghallották, lementek oda hozzá.
2 και συνηγοντο προς αυτον πας εν αναγκη και πας υποχρεως και πας κατωδυνος ψυχη και ην επ' αυτων ηγουμενος και ησαν μετ' αυτου ως τετρακοσιοι ανδρες2 Majd köréje sereglettek mindazok, akik szorongatott helyzetben voltak, s akiket adósság terhelt, meg akik szívükben elkeseredtek, s ő lett a vezérük; mintegy négyszáz ember volt vele.
3 και απηλθεν δαυιδ εκειθεν εις μασσηφα της μωαβ και ειπεν προς βασιλεα μωαβ γινεσθωσαν δη ο πατηρ μου και η μητηρ μου παρα σοι εως οτου γνω τι ποιησει μοι ο θεος3 Onnan aztán Dávid a moábi Micpába ment és azt mondta Moáb királyának: »Hadd maradjon, kérlek, apám és anyám nálatok, amíg megtudom, mit tesz velem Isten.«
4 και παρεκαλεσεν το προσωπον του βασιλεως μωαβ και κατωκουν μετ' αυτου πασας τας ημερας οντος του δαυιδ εν τη περιοχη4 Ott is hagyta őket Moáb királyának színe előtt, s azok nála maradtak mindaddig, amíg Dávid a várban tartózkodott.
5 και ειπεν γαδ ο προφητης προς δαυιδ μη καθου εν τη περιοχη πορευου και ηξεις εις γην ιουδα και επορευθη δαυιδ και ηλθεν και εκαθισεν εν πολει σαριχ5 Gád próféta ugyanis azt mondta Dávidnak: »Ne maradj tovább a várban, hanem indulj el és menj Júda földjére.« Erre Dávid elindult és a Háret erdőségbe ment.
6 και ηκουσεν σαουλ οτι εγνωσται δαυιδ και οι ανδρες οι μετ' αυτου και σαουλ εκαθητο εν τω βουνω υπο την αρουραν την εν ραμα και το δορυ εν τη χειρι αυτου και παντες οι παιδες αυτου παρειστηκεισαν αυτω6 Meghallotta azonban Saul, hogy Dávid s a vele levő emberek előkerültek. Erre Saul, aki ekkor Gibeában tartózkodott, és a tamariszkuszfa alatt üldögélt, miközben a dárdát tartotta kezében, s valamennyi szolgája körülötte állott,
7 και ειπεν σαουλ προς τους παιδας αυτου τους παρεστηκοτας αυτω και ειπεν αυτοις ακουσατε δη υιοι βενιαμιν ει αληθως πασιν υμιν δωσει ο υιος ιεσσαι αγρους και αμπελωνας και παντας υμας ταξει εκατονταρχους και χιλιαρχους7 így szólt a körülötte álló szolgáinak: »Halljátok Jemini fiai: Vajon Izáj fia fog-e adni mindnyájatoknak mezőket és szőlőket, és megtesz-e mindnyájatokat ezredesekké és századosokká,
8 οτι συγκεισθε παντες υμεις επ' εμε και ουκ εστιν ο αποκαλυπτων το ωτιον μου εν τω διαθεσθαι τον υιον μου διαθηκην μετα του υιου ιεσσαι και ουκ εστιν πονων περι εμου εξ υμων και αποκαλυπτων το ωτιον μου οτι επηγειρεν ο υιος μου τον δουλον μου επ' εμε εις εχθρον ως η ημερα αυτη8 mivel mindannyian összeesküdtetek ellenem, és nincs senki, aki értesítene engem a dolgokról, sőt még a fiam is szövetséget kötött Izáj fiával? Nincs senki, aki megszánná sorsomat közületek, s értesítene engem arról, hogy fiam fellázította ellenem szolgámat, s az leselkedik rám mindmáig!«
9 και αποκρινεται δωηκ ο συρος ο καθεστηκως επι τας ημιονους σαουλ και ειπεν εορακα τον υιον ιεσσαι παραγινομενον εις νομβα προς αβιμελεχ υιον αχιτωβ τον ιερεα9 Azt felelte erre az edomita Dóeg, aki éppen ott állt és az első volt Saul szolgái között: »Én láttam Izáj fiát Nóbban, Ahimelek papnál, Ahitób fiánál,
10 και ηρωτα αυτω δια του θεου και επισιτισμον εδωκεν αυτω και την ρομφαιαν γολιαδ του αλλοφυλου εδωκεν αυτω10 aki tanácsot kért számára az Úrtól, eleséget adott neki, sőt a filiszteus Góliát kardját is odaadta neki.«
11 και απεστειλεν ο βασιλευς καλεσαι τον αβιμελεχ υιον αχιτωβ και παντας τους υιους του πατρος αυτου τους ιερεις τους εν νομβα και παρεγενοντο παντες προς τον βασιλεα11 Erre elküldött a király, hogy hívják el Ahimelek papot, Ahitóbnak a fiát meg apja egész házanépét, a nóbi papokat, s azok mindannyian el is jöttek a királyhoz.
12 και ειπεν σαουλ ακουε δη υιε αχιτωβ και ειπεν ιδου εγω λαλει κυριε12 Azt mondta ekkor Saul Ahimeleknek: »Halld, Ahitób fia!« Az így felelt: »Itt vagyok, uram.«
13 και ειπεν αυτω σαουλ ινα τι συνεθου κατ' εμου συ και ο υιος ιεσσαι δουναι σε αυτω αρτον και ρομφαιαν και ερωταν αυτω δια του θεου θεσθαι αυτον επ' εμε εις εχθρον ως η ημερα αυτη13 Azt mondta erre neki Saul: »Miért esküdtetek össze ellenem, te és Izáj fia azzal, hogy kenyeret és kardot adtál neki, s tanácsot kértél számára Istentől, hogy így fellázadhasson ellenem, s leselkedhessék rám mindmáig?«
14 και απεκριθη τω βασιλει και ειπεν και τις εν πασιν τοις δουλοις σου ως δαυιδ πιστος και γαμβρος του βασιλεως και αρχων παντος παραγγελματος σου και ενδοξος εν τω οικω σου14 Ahimelek erre azt felelte a királynak: »Ki olyan megbízható valamennyi szolgád között, mint Dávid, aki veje a királynak, eljár parancsaidban, s tiszteletben áll házadban?
15 η σημερον ηργμαι ερωταν αυτω δια του θεου μηδαμως μη δοτω ο βασιλευς κατα του δουλου αυτου λογον και εφ' ολον τον οικον του πατρος μου οτι ουκ ηδει ο δουλος ο σος εν πασιν τουτοις ρημα μικρον η μεγα15 Vajon ma kértem először tanácsot számára Istentől? Távol legyen ez a dolog tőlem: ne gyanúsítsa a király ilyesmivel egyetlen szolgáját sem apám egész házában, mert nem tudott szolgád semmit sem erről a dologról, sem kicsit, sem nagyot.«
16 και ειπεν ο βασιλευς σαουλ θανατω αποθανη αβιμελεχ συ και πας ο οικος του πατρος σου16 Ám a király azt mondta: »Halállal lakolsz, Ahimelek, te és apád egész házanépe.«
17 και ειπεν ο βασιλευς τοις παρατρεχουσιν τοις εφεστηκοσιν επ' αυτον προσαγαγετε και θανατουτε τους ιερεις του κυριου οτι η χειρ αυτων μετα δαυιδ και οτι εγνωσαν οτι φευγει αυτος και ουκ απεκαλυψαν το ωτιον μου και ουκ εβουληθησαν οι παιδες του βασιλεως επενεγκειν τας χειρας αυτων απαντησαι εις τους ιερεις κυριου17 Azt mondta azért a király a körülötte álló futároknak: »Forduljatok meg, s öljétek meg az Úr papjait, mert kezük Dáviddal van: tudták, hogy szökik, s nem jelentették nekem.« Ám a király szolgái nem akarták kinyújtani kezüket az Úr papjaira.
18 και ειπεν ο βασιλευς τω δωηκ επιστρεφου συ και απαντα εις τους ιερεις και επεστραφη δωηκ ο συρος και εθανατωσεν τους ιερεις κυριου εν τη ημερα εκεινη τριακοσιους και πεντε ανδρας παντας αιροντας εφουδ18 Azt mondta erre a király Dóegnak: »Fordulj meg te, s ronts a papokra.« Megfordult erre az edomita Dóeg, s rárontott a papokra és nyolcvanöt gyolcs efódot viselő embert ölt meg azon a napon,
19 και την νομβα την πολιν των ιερεων επαταξεν εν στοματι ρομφαιας απο ανδρος εως γυναικος απο νηπιου εως θηλαζοντος και μοσχου και ονου και προβατου19 Nóbot pedig, a papok városát kardélre hányta, megölt férfit és asszonyt, gyermeket és csecsemőt, marhát, szamarat és juhot egyaránt.
20 και διασωζεται υιος εις τω αβιμελεχ υιω αχιτωβ και ονομα αυτω αβιαθαρ και εφυγεν οπισω δαυιδ20 Ahimeleknek, Ahitób fiának egyik fia azonban, akinek Abjatár volt a neve, megmenekült és Dávidhoz futott
21 και απηγγειλεν αβιαθαρ τω δαυιδ οτι εθανατωσεν σαουλ παντας τους ιερεις του κυριου21 és hírül vitte neki, hogy Saul megölette az Úr papjait.
22 και ειπεν δαυιδ τω αβιαθαρ ηιδειν εν τη ημερα εκεινη οτι δωηκ ο συρος οτι απαγγελλων απαγγελει τω σαουλ εγω ειμι αιτιος των ψυχων οικου του πατρος σου22 Azt mondta erre Dávid Abjatárnak: »Tudtam én azt aznap, amikor az edomita Dóeg ott volt, hogy kétségkívül értesíti Sault: én okoztam apád háza minden emberének halálát!
23 καθου μετ' εμου μη φοβου οτι ου εαν ζητω τη ψυχη μου τοπον ζητησω και τη ψυχη σου οτι πεφυλαξαι συ παρ' εμοι23 Maradj nálam, ne félj: hiszen aki az én éltemre tör, az tör a tiedre is, de velem együtt életben maradsz te is.«