Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΡΟΥΘ - Ruth 2


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και τη νωεμιν ανηρ γνωριμος τω ανδρι αυτης ο δε ανηρ δυνατος ισχυι εκ της συγγενειας αβιμελεχ και ονομα αυτω βοος1 Volt pedig Noémi férjének, Elimeleknek egy rokona, aki hatalmas és igen gazdag ember volt; Boóznak hívták.
2 και ειπεν ρουθ η μωαβιτις προς νωεμιν πορευθω δη εις αγρον και συναξω εν τοις σταχυσιν κατοπισθεν ου εαν ευρω χαριν εν οφθαλμοις αυτου ειπεν δε αυτη πορευου θυγατερ2 A moábi Rút így szólt anyósához: »Ha parancsolod, elmegyek a mezőre, és összeszedem azokat a kalászokat, amelyek az aratók kezét elkerülik, ott, ahol hozzám irgalmas gazdának kegyére találok.« Noémi ezt válaszolta neki: »Menj csak, lányom!«
3 και επορευθη και συνελεξεν εν τω αγρω κατοπισθεν των θεριζοντων και περιεπεσεν περιπτωματι τη μεριδι του αγρου βοος του εκ συγγενειας αβιμελεχ3 Elment tehát, és összeszedegette a kalászokat az aratók után. Úgy esett azonban, hogy annak a mezőnek a Boóz nevű, Elimelek nemzetségéből való ember volt a gazdája.
4 και ιδου βοος ηλθεν εκ βαιθλεεμ και ειπεν τοις θεριζουσιν κυριος μεθ' υμων και ειπον αυτω ευλογησαι σε κυριος4 És ő íme, éppen akkor kijött Betlehemből. Köszöntötte az aratókat: »Az Úr legyen veletek!« Azok ezt felelték neki: »Áldjon meg az Úr!«
5 και ειπεν βοος τω παιδαριω αυτου τω εφεστωτι επι τους θεριζοντας τινος η νεανις αυτη5 Boóz ezután megkérdezte az aratókra felügyelő legénytől: »Kié ez a lány?«
6 και απεκριθη το παιδαριον το εφεστος επι τους θεριζοντας και ειπεν η παις η μωαβιτις εστιν η αποστραφεισα μετα νωεμιν εξ αγρου μωαβ6 Az ezt válaszolta: »Ez az a moábi asszony, aki Noémivel jött Moáb földjéről.
7 και ειπεν συλλεξω δη και συναξω εν τοις δραγμασιν οπισθεν των θεριζοντων και ηλθεν και εστη απο πρωιθεν και εως εσπερας ου κατεπαυσεν εν τω αγρω μικρον7 Kérte, hogy az aratók nyomában járva felszedhesse az elszórt kalászokat. Reggeltől egyfolytában itt van a mezőn, egy pillanatra sem tért be a házba.«
8 και ειπεν βοος προς ρουθ ουκ ηκουσας θυγατερ μη πορευθης εν αγρω συλλεξαι ετερω και συ ου πορευση εντευθεν ωδε κολληθητι μετα των κορασιων μου8 Azt mondta erre Boóz Rútnak: »Halld, lányom, ne is menj más mezőre böngészni, el ne távozz erről a helyről! Csatlakozz szolgáimhoz,
9 οι οφθαλμοι σου εις τον αγρον ου εαν θεριζωσιν και πορευση κατοπισθεν αυτων ιδου ενετειλαμην τοις παιδαριοις του μη αψασθαι σου και ο τι διψησεις και πορευθηση εις τα σκευη και πιεσαι οθεν αν υδρευωνται τα παιδαρια9 és menj utánuk, amerre aratnak. Meghagytam ugyanis legényeimnek, hogy senki se bántson. Sőt, ha megszomjazol, csak menj oda az edényekhez, s igyál a vízből, amelyből legényeim is isznak!«
10 και επεσεν επι προσωπον αυτης και προσεκυνησεν επι την γην και ειπεν προς αυτον τι οτι ευρον χαριν εν οφθαλμοις σου του επιγνωναι με και εγω ειμι ξενη10 Erre ő arcra borult, a földig hajtotta magát, és azt mondta neki: »Hogyan lehet az, hogy kegyelmet találtam színed előtt, és ismerni méltóztatsz engem, az idegen asszonyt?«
11 και απεκριθη βοος και ειπεν αυτη απαγγελια απηγγελη μοι οσα πεποιηκας μετα της πενθερας σου μετα το αποθανειν τον ανδρα σου και πως κατελιπες τον πατερα σου και την μητερα σου και την γην γενεσεως σου και επορευθης προς λαον ον ουκ ηδεις εχθες και τριτης11 Boóz azt felelte neki: »Hírül adtak nekem mindent, hogy mit cselekedtél anyósoddal férjed halála után, hogy elhagytad szüleidet és a földet, amelyen születtél, és eljöttél ahhoz a néphez, amelyet azelőtt nem ismertél.
12 αποτεισαι κυριος την εργασιαν σου και γενοιτο ο μισθος σου πληρης παρα κυριου θεου ισραηλ προς ον ηλθες πεποιθεναι υπο τας πτερυγας αυτου12 Fizessen meg neked az Úr cselekedetedért, és nyerj teljes jutalmat az Úrtól, Izrael Istenétől, akihez jöttél, s akinek szárnya alá menekültél.«
13 η δε ειπεν ευροιμι χαριν εν οφθαλμοις σου κυριε οτι παρεκαλεσας με και οτι ελαλησας επι καρδιαν της δουλης σου και ιδου εγω εσομαι ως μια των παιδισκων σου13 Erre ő így szólt: »Kegyelmet találtam színed előtt, uram, megvigasztaltál, és szolgálódnak a szívéhez szóltál, noha nem is tartozom szolgálóid közé!«
14 και ειπεν αυτη βοος ηδη ωρα του φαγειν προσελθε ωδε και φαγεσαι των αρτων και βαψεις τον ψωμον σου εν τω οξει και εκαθισεν ρουθ εκ πλαγιων των θεριζοντων και εβουνισεν αυτη βοος αλφιτον και εφαγεν και ενεπλησθη και κατελιπεν14 Boóz ezután azt mondta neki: »Ha eljön az evés órája, gyere ide, egyél az eledelből, és mártsd be falatodat az ecetbe!« Ő le is ült az aratók mellé, és kapott egy nagy halom árpadarát. Evett és jóllakott, a maradékot pedig eltette.
15 και ανεστη του συλλεγειν και ενετειλατο βοος τοις παιδαριοις αυτου λεγων και γε ανα μεσον των δραγματων συλλεγετω και μη καταισχυνητε αυτην15 Aztán felkelt onnan, hogy a szokott módon kalászt szedegessen. Ekkor Boóz megparancsolta a legényeinek: »Ha aratni akarna veletek, ne tiltsátok meg neki,
16 και βασταζοντες βασταξατε αυτη και γε παραβαλλοντες παραβαλειτε αυτη εκ των βεβουνισμενων και αφετε και συλλεξει και ουκ επιτιμησετε αυτη16 sőt szántszándékkal dobáljatok el és szórjatok szét kévéitekből, hogy pironkodás nélkül felszedhesse. Ha pedig szedeget, senki se dorgálja meg.«
17 και συνελεξεν εν τω αγρω εως εσπερας και ερραβδισεν α συνελεξεν και εγενηθη ως οιφι κριθων17 Így szedegetett ő a mezőn estig; akkor, amit szedett, egy bottal kicsépelte, kiverte, és körülbelül egy éfa mennyiségű (azaz három véka) árpára tett szert.
18 και ηρεν και εισηλθεν εις την πολιν και ειδεν η πενθερα αυτης α συνελεξεν και εξενεγκασα ρουθ εδωκεν αυτη α κατελιπεν εξ ων ενεπλησθη18 Ezt aztán elvitte, visszatért a városba, és megmutatta anyósának. Aztán elővette és adott neki annak az ételnek a maradékából is, amellyel jóllakott.
19 και ειπεν αυτη η πενθερα αυτης που συνελεξας σημερον και που εποιησας ειη ο επιγνους σε ευλογημενος και απηγγειλεν ρουθ τη πενθερα αυτης που εποιησεν και ειπεν το ονομα του ανδρος μεθ' ου εποιησα σημερον βοος19 Anyósa ekkor megkérdezte tőle: »Hol szedegettél, hol dolgoztál ma? Áldott legyen, aki megkönyörült rajtad!« Erre ő elbeszélte neki, hogy kinél dolgozott. Megmondta a férfi nevét, hogy Boóznak hívják.
20 και ειπεν νωεμιν τη νυμφη αυτης ευλογητος εστιν τω κυριω οτι ουκ εγκατελιπεν το ελεος αυτου μετα των ζωντων και μετα των τεθνηκοτων και ειπεν αυτη νωεμιν εγγιζει ημιν ο ανηρ εκ των αγχιστευοντων ημας εστιν20 Noémi azt felelte: »Áldja meg az Úr, mert azt az irgalmat, amelyet az élőkkel művelt, megőrizte a holtak iránt is.« Majd hozzátette: »Rokonunk az az ember.«
21 και ειπεν ρουθ προς την πενθεραν αυτης και γε οτι ειπεν προς με μετα των παιδαριων μου προσκολληθητι εως αν τελεσωσιν ολον τον αμητον ος υπαρχει μοι21 Rút ezután így szólt: »Azt is meghagyta nekem, hogy mindaddig csatlakozzam aratóihoz, amíg az egész vetést le nem aratják.«
22 και ειπεν νωεμιν προς ρουθ την νυμφην αυτης αγαθον θυγατερ οτι επορευθης μετα των κορασιων αυτου και ουκ απαντησονται σοι εν αγρω ετερω22 Az anyósa ezt válaszolta: »Jobb is, lányom, ha az ő szolgálóival mégy ki aratni, nehogy más mezőn zaklasson valaki.«
23 και προσεκολληθη ρουθ τοις κορασιοις βοος συλλεγειν εως ου συνετελεσεν τον θερισμον των κριθων και των πυρων και εκαθισεν μετα της πενθερας αυτης23 Csatlakozott tehát Boóz szolgálóihoz, és addig aratott velük, amíg raktárakba nem takarították az árpát meg a búzát.