Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΚΡΙΤΑΙ - Giudici - Judges 8


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και ειπεν προς αυτον ανηρ εφραιμ τι το ρημα τουτο εποιησας ημιν του μη καλεσαι ημας οτε εξεπορευου πολεμησαι εν τη μαδιαμ και εκρινοντο μετ' αυτου κραταιως1 Azt mondták akkor neki Efraim férfiai: »Mit akartál elérni azzal, hogy minket nem hívtál meg, amikor hadba mentél a mádiániták ellen?« – És hevesen pereltek, s csaknem erőszakoskodtak vele.
2 και ειπεν προς αυτους τι εποιησα νυν καθως υμεις ουχι κρειττω επιφυλλιδες εφραιμ η τρυγητος αβιεζερ2 Ő azt felelte nekik: »Mit tudtam én cselekedni ahhoz képest, amit ti cselekedtetek? Nem ér-e többet Efraim böngészése Abiézer szüretjénél?
3 εν χειρι υμων παρεδωκεν κυριος τους αρχοντας μαδιαμ τον ωρηβ και τον ζηβ και τι ηδυνασθην ποιησαι καθως υμεις και κατεπαυσαν τοτε ανηκε το πνευμα αυτων απ' αυτου εν τω λαλησαι αυτον τον λογον τουτον3 A ti kezetekbe adta az Úr a mádiániták fejedelmeit, Órebet és Zebet: mit tudtam én cselekedni ahhoz képest, amit ti cselekedtetek?« Amikor ezt mondta, lecsendesedett az ellene háborgó lelkük.
4 και ηλθεν γεδεων επι τον ιορδανην και διεβη αυτος και οι τριακοσιοι ανδρες μετ' αυτου ολιγοψυχουντες και πεινωντες4 Amikor pedig Gedeon a Jordánhoz ért, átkelt rajta azzal a háromszáz emberrel, aki vele volt, de a kimerültség miatt nem tudták üldözni a menekülő ellenséget.
5 και ειπεν τοις ανδρασιν σοκχωθ δοτε δη αρτους τω λαω τω μετ' εμου οτι πεινωσιν εγω δε διωκω οπισω ζεβεε και σαλμανα βασιλεων μαδιαμ5 Azt mondta tehát Szukkót embereinek: »Adjatok, kérlek, egy-egy kenyeret a velem levő népnek, mert nagyon kimerült, hogy űzőbe vehessük Zebahot és Calmunnát, a mádiániták királyait.«
6 και ειπαν οι αρχοντες σοκχωθ μη χειρ ζεβεε και σαλμανα νυν εν τη χειρι σου οτι δωσομεν τη στρατια σου αρτους6 Így feleltek Szukkót fejedelmei: »Talán bizony már a kezedben van Zebahnak és Calmunnának a kezefeje, s azért kívánod, hogy adjunk seregednek kenyeret?«
7 και ειπεν γεδεων ουχ ουτως εν τω δουναι κυριον τον ζεβεε και σαλμανα εν τη χειρι μου και καταξανω τας σαρκας υμων εν ταις ακανθαις της ερημου και εν ταις βαρκοννιμ7 Ő azt mondta nekik: »Ezért, ha majd kezembe adja az Úr Zebahot és Calmunnát, összetöröm testeteket a puszta töviseivel s bojtorjánjaival.«
8 και ανεβη εκειθεν εις φανουηλ και ελαλησεν προς αυτους κατα ταυτα και απεκριθησαν αυτω οι ανδρες φανουηλ ον τροπον απεκριθησαν αυτω οι ανδρες σοκχωθ8 Erre felment onnan Fánuelbe és ennek a helységnek embereihez is hasonlóképpen szólt, de ezek is azt felelték neki, amit Szukkót emberei feleltek.
9 και ειπεν τοις ανδρασιν φανουηλ λεγων εν τω επιστρεφειν με μετ' ειρηνης κατασκαψω τον πυργον τουτον9 Azért ezt mondta nekik: »Ha majd békességben, győzedelmesen visszatérek, lerontom ezt a tornyot.«
10 και ζεβεε και σαλμανα εν καρκαρ και η παρεμβολη αυτων μετ' αυτων ωσει πεντεκαιδεκα χιλιαδες οι καταλειφθεντες εν παση παρεμβολη υιων ανατολων και οι πεπτωκοτες ησαν εκατον και εικοσι χιλιαδες ανδρων εσπασμενων ρομφαιαν10 Zebah és Calmunna ekkor egész seregével együtt pihent. Tizenötezer ember maradt ugyanis a keleti népek egész seregéből, amíg a megöltek száma százhúszezer kardforgató harcos volt.
11 και ανεβη γεδεων οδον κατοικουντων εν σκηναις ανατολων της ναβεθ εξ εναντιας ζεβεε και επαταξεν την παρεμβολην η δε παρεμβολη ην πεποιθυια11 Felment tehát Gedeon a sátorlakók útján, amely Nóbtól és Jegbaától keletre van, s megverte a magát biztonságban érző és semmi bajtól sem tartó ellenség táborát.
12 και εφυγεν ζεβεε και σαλμανα και εδιωξεν οπισω αυτων και εκρατησεν τους δυο βασιλεις μαδιαμ τον ζεβεε και τον σαλμανα και πασαν την παρεμβολην αυτων εξετριψεν12 Erre Zebah és Calmunna futásnak eredtek, de Gedeon üldözőbe vette és elfogta őket, seregüket pedig teljesen szétzavarta.
13 και ανεστρεψεν γεδεων υιος ιωας εκ του πολεμου απο αναβασεως αρες13 Amikor aztán visszatért a harcból napkelte előtt,
14 και συνελαβον παιδαριον εκ των ανδρων σοκχωθ και επηρωτησεν αυτον και απεγραψατο προς αυτους τους αρχοντας σοκχωθ και τους πρεσβυτερους αυτης εβδομηκοντα επτα ανδρας14 Szukkót emberei közül, elfogott egy legényt, megkérdezte tőle Szukkót fejedelmeinek és véneinek nevét, és felírt hetvenhét férfit.
15 και παρεγενετο γεδεων προς τους αρχοντας σοκχωθ και ειπεν αυτοις ιδου ζεβεε και σαλμανα δι' ους ωνειδισατε με λεγοντες μη χειρ ζεβεε και σαλμανα νυν εν τη χειρι σου οτι δωσομεν τοις ανδρασιν σου τοις εκλελυμενοις αρτους15 Erre elment Szukkótba és azt mondta nekik: »Ímhol Zebah és Calmunna, akik miatt gúnyolódtatok velem, mondva: ‘Talán bizony már kezedben van Zebah és Calmunna keze, s azért kívánod, hogy adjunk fáradt és kimerült embereidnek kenyeret?’«
16 και ελαβεν τους αρχοντας και τους πρεσβυτερους της πολεως και κατεξανεν αυτους εν ταις ακανθαις της ερημου και ταις βαρακηνιμ και κατεξανεν εν αυτοις ανδρας σοκχωθ16 Azzal vette a város véneit meg a puszta töviseit és bojtorjánjait, s összetörte-verte velük Szukkót embereit.
17 και τον πυργον φανουηλ κατεσκαψεν και απεκτεινεν τους ανδρας της πολεως17 Aztán lerombolta Fánuel tornyát és megölte a város lakóit.
18 και ειπεν προς ζεβεε και σαλμανα που οι ανδρες ους απεκτεινατε εν θαβωρ και ειπαν ωσει συ ομοιος σοι ομοιος αυτων ως ειδος μορφη υιων βασιλεων18 Majd azt mondta Zebahnak s Calmunnának: »Milyenek voltak azok az emberek, akiket megöltetek a Táboron?« Azok azt felelték: »Olyanok, mint te, mindegyikük olyan, mint egy királyfi.«
19 και ειπεν γεδεων αδελφοι μου και υιοι της μητρος μου εισιν και ωμοσεν αυτοις ζη κυριος ει εζωογονησατε αυτους ουκ αν απεκτεινα υμας19 Ő ezt válaszolta nekik: »Akkor az én testvéreim, az én anyámnak a fiai voltak. Az Úr életére mondom, hogyha meghagytátok volna őket, én sem ölnélek meg titeket.«
20 και ειπεν τω ιεθερ τω πρωτοτοκω αυτου αναστας αποκτεινον αυτους και ουκ εσπασεν το παιδαριον αυτου την μαχαιραν αυτου οτι εφοβηθη οτι ην νεωτερος20 Aztán ezt mondta Jeternek, az elsőszülöttjének: »Kelj fel, s öld meg őket.« Ám az nem rántott kardot, mert félt, mivel még gyermek volt.
21 και ειπεν ζεβεε και σαλμανα αναστα δη συ και απαντησον ημιν οτι ως ανηρ η δυναμις αυτου και ανεστη γεδεων και ανειλεν τον ζεβεε και τον σαλμανα και ελαβεν τους μηνισκους τους εν τοις τραχηλοις των καμηλων αυτων21 Azt mondta erre Zebah és Calmunna: »Te kelj fel, s te ronts ránk, mert kor szerint van ereje az embernek.« Gedeon felkelt és megölte Zebahot és Calmunnát, s elvette azokat az ékszereket és holdacskákat, amelyekkel a királyi tevék nyakát szokták díszíteni.
22 και ειπεν ανηρ ισραηλ προς γεδεων αρχε εν ημιν συ και οι υιοι σου οτι σεσωκας ημας εκ χειρος μαδιαμ22 Azt mondták ekkor Izrael férfiai mindnyájan Gedeonnak: »Uralkodjál rajtunk mind te, mind a fiad, mind fiad fia, mert megszabadítottál minket a mádiániták kezéből.«
23 και ειπεν προς αυτους γεδεων ουκ αρξω εγω υμων και ουκ αρξει ο υιος μου υμων κυριος αρξει υμων23 Ám ő azt mondta nekik: »Nem uralkodom rajtatok, s nem fog uralkodni rajtatok fiam sem: az Úr uralkodjék rajtatok.«
24 και ειπεν προς αυτους γεδεων αιτησομαι παρ' υμων αιτησιν και δοτε μοι ανηρ ενωτιον των σκυλων αυτου οτι ενωτια χρυσα πολλα ην αυτοις οτι ισμαηλιται ησαν24 Majd azt mondta nekik: »Egy dolgot kérek csak tőletek: adjátok nekem zsákmányotokból a fülönfüggőket.« Az izmaeliták ugyanis arany fülönfüggőket viseltek.
25 και ειπαν διδοντες δωσομεν και ανεπτυξεν το ιματιον αυτου και ερριψεν εκει ανηρ ενωτιον χρυσουν των σκυλων αυτου25 Azok ezt felelték: »Szívesen odaadjuk.« Azzal kiterítettek a földre egy köntöst, s rádobták a zsákmányból a fülönfüggőket.
26 και εγενηθη ο σταθμος των ενωτιων των χρυσων ων ητησατο σικλοι χιλιοι και επτακοσιοι χρυσου πλην των σιρωνων και των ορμισκων ενφωθ και των περιβολαιων των πορφυρων των επι τοις βασιλευσιν μαδιαμ και πλην των κλοιων των χρυσων των εν τοις τραχηλοις των καμηλων αυτων26 A kért fülönfüggők súlya ezerhétszáz aranysékel volt, azokon az ékszereken, függőkön s bíborruhákon kívül, amelyeket a mádiánita királyok viseltek és azokon az aranyláncokon kívül, amelyek a tevéken voltak.
27 και εποιησεν αυτο γεδεων εις εφουδ και εστησεν αυτο εν πολει αυτου εν εφραθα και εξεπορνευσεν πας ισραηλ οπισω αυτου εκει και εγενετο τω γεδεων και τω οικω αυτου εις σκανδαλον27 Ebből aztán Gedeon efódot készített, s azt elhelyezte városában, Efrában. És paráználkodott azzal egész Izrael, s az Gedeonnak s egész háznépének romlására lett.
28 και ενετραπη μαδιαμ ενωπιον υιων ισραηλ και ου προσεθεντο αραι κεφαλην αυτων και ησυχασεν η γη ετη τεσσαρακοντα εν ημεραις γεδεων28 A mádiániták tehát úgy megszégyenültek Izrael fiai előtt, hogy nem is tudták többé felemelni nyakukat, s az országnak nyugta volt negyven esztendeig, amíg Gedeon volt az élén.
29 και επορευθη ιεροβααλ υιος ιωας και κατωκησεν εν τω οικω αυτου29 Jerobaál, Joás fia tehát hazatért és otthon is maradt.
30 και τω γεδεων ησαν εβδομηκοντα υιοι εκπορευομενοι εκ μηρων αυτου οτι γυναικες πολλαι ησαν αυτω30 Hetven olyan fia volt, aki az ő ágyékából származott, mert több felesége volt.
31 και η παλλακη αυτου η εν σικιμοις ετεκεν αυτω και γε αυτη υιον και επεθηκεν το ονομα αυτου αβιμελεχ31 Mellékfelesége, akit Szíchemben tartott, szintén szült neki egy fiút, név szerint Abimeleket.
32 και απεθανεν γεδεων υιος ιωας εν πολια αγαθη και εταφη εν τω ταφω ιωας του πατρος αυτου εν εφραθα πατρος αβιεζρι32 Amikor aztán Gedeon, Joás fia, jó vénségben meghalt, eltemették Joásnak, apjának sírjában, Ezri nemzetségének Efrájában.
33 και εγενηθη ως απεθανεν γεδεων και απεστραφησαν οι υιοι ισραηλ και εξεπορνευσαν οπισω των βααλιμ και εθεντο αυτοις τον βααλβεριθ εις διαθηκην του ειναι αυτοις αυτον εις θεον33 Miután azonban Gedeon meghalt, Izrael fiai elfordultak és paráználkodtak a Baálokkal és szövetséget kötöttek Baállal, hogy ő legyen az istenük,
34 και ουκ εμνησθησαν οι υιοι ισραηλ κυριου του θεου αυτων του ρυσαμενου αυτους εκ χειρος παντων των εχθρων αυτων κυκλοθεν34 és nem emlékeztek meg az Úrról, az ő Istenükről, aki kiszabadította őket minden körülöttük levő ellenségük kezéből,
35 και ουκ εποιησαν ελεος μετα του οικου ιεροβααλ γεδεων κατα πασαν την αγαθωσυνην ην εποιησεν μετα ισραηλ35 és nem cselekedtek irgalmasságot Jerobaál-Gedeon házával mindazon jótettek ellenére sem, amelyet ő cselekedett Izraellel.