Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

ΚΡΙΤΑΙ - Giudici - Judges 14


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και κατεβη σαμψων εις θαμναθα και ειδεν γυναικα εν θαμναθα εκ των θυγατερων των αλλοφυλων και ηρεσεν ενωπιον αυτου1 Lement tehát Sámson Tamnátába, s ott meglátott egy nőt a filiszteusok lányai közül.
2 και ανεβη και απηγγειλεν τω πατρι αυτου και τη μητρι αυτου και ειπεν γυναικα εωρακα εν θαμναθα απο των θυγατερων των αλλοφυλων και νυν λαβετε μοι αυτην εις γυναικα2 Aztán felment és közölte apjával és anyjával: »Láttam egy nőt Tamnátában a filiszteusok lányai közül, kérlek, vegyétek nekem feleségül.«
3 και ειπεν αυτω ο πατηρ αυτου και η μητηρ αυτου μη ουκ εστιν απο των θυγατερων των αδελφων σου και εν παντι τω λαω μου γυνη οτι συ πορευη λαβειν γυναικα εκ των αλλοφυλων των απεριτμητων και ειπεν σαμψων προς τον πατερα αυτου ταυτην λαβε μοι οτι ηρεσεν εν οφθαλμοις μου3 Azt mondta neki az apja és az anyja: »Hát nincs testvéreid lányai között, s egész népemben nő, hogy a körülmetéletlen filiszteusoktól akarsz feleséget venni?« Sámson azt felelte apjának: »Őt vedd el nekem, mert ő tetszett meg szememnek.«
4 και ο πατηρ αυτου και η μητηρ αυτου ουκ εγνωσαν οτι παρα κυριου εστιν οτι ανταποδομα αυτος εκζητει εκ των αλλοφυλων και εν τω καιρω εκεινω αλλοφυλοι εκυριευον των υιων ισραηλ4 Szülei ugyanis nem tudták, hogy a dolog az Úrtól van, s hogy ő csak az alkalmat keresi, hogy beleköthessen a filiszteusokba. Abban az időben ugyanis a filiszteusok uralkodtak Izraelen.
5 και κατεβη σαμψων και ο πατηρ αυτου και η μητηρ αυτου εις θαμναθα και εξεκλινεν εις αμπελωνα θαμναθα και ιδου σκυμνος λεοντων ωρυομενος εις απαντησιν αυτου5 Lement tehát Sámson az apjával és anyjával Tamnátába. Amikor a város szőlőhegyéhez jutottak, egy dühös és ordító kölyökoroszlán tűnt fel és jött eléje.
6 και κατηυθυνεν επ' αυτον πνευμα κυριου και διεσπασεν αυτον ωσει διασπασαι εριφον αιγων και ουδεν ην εν τη χειρι αυτου και ουκ απηγγειλεν τω πατρι αυτου ουδε τη μητρι α εποιησεν6 Erre Sámsont megszállta az Úr lelke, s úgy széttépte az oroszlánt, mintha csak egy gödölyét tépett volna darabokra, pedig egyáltalán semmi sem volt a kezében. Apjának és anyjának azonban nem akarta elmondani a dolgot.
7 και κατεβησαν και ελαλησαν τη γυναικι και ηρεσεν ενωπιον σαμψων7 Majd lement és beszélt a nővel, aki megtetszett szemének.
8 και επεστρεψεν μεθ' ημερας λαβειν αυτην και εξεκλινεν ιδειν το πτωμα του λεοντος και ιδου συστροφη μελισσων εν τω στοματι του λεοντος και μελι ην8 Amikor aztán néhány nap múlva visszatért, hogy elvegye, került egyet, hogy megnézze az oroszlán tetemét, s íme, méhraj és lépesméz volt az oroszlán szájában.
9 και εξειλεν αυτο εις το στομα αυτου και επορευθη πορευομενος και εσθων και επορευθη προς τον πατερα αυτου και προς την μητερα αυτου και εδωκεν αυτοις και εφαγον και ουκ απηγγειλεν αυτοις οτι εκ της εξεως του λεοντος εξειλεν το μελι9 Kezébe vette és eszegette az úton: amikor apjához s anyjához ért, nekik is adott belőle, s ők is ettek; azt azonban nem akarta megmondani nekik, hogy az oroszlán teteméből vette ki a mézet.
10 και κατεβη ο πατηρ αυτου προς την γυναικα και εποιησεν εκει σαμψων ποτον ημερας επτα οτι ουτως εποιουν οι νεανισκοι10 Lement tehát apja a nőhöz, s lakomát rendezett Sámsonnak, a fiának, mert így szoktak cselekedni a legények.
11 και εγενετο εν τω φοβεισθαι αυτους αυτον προσκατεστησαν αυτω εταιρους τριακοντα και ησαν μετ' αυτου11 Amint őt a helység polgárai meglátták, harminc társat adtak melléje, hogy legyenek vele.
12 και ειπεν αυτοις σαμψων προβαλω υμιν προβλημα και εαν απαγγειλητε μοι το προβλημα εν ταις επτα ημεραις του ποτου δωσω υμιν τριακοντα σινδονας και τριακοντα στολας12 Sámson azt mondta nekik: »Találós kérdést tárok elétek: ha megfejtitek nekem a lakoma hét napja alatt, harminc inget s ugyanannyi köntöst adok nektek.
13 και εαν μη δυνασθητε απαγγειλαι μοι και δωσετε υμεις εμοι τριακοντα σινδονας και τριακοντα στολας ιματιων και ειπαν αυτω προβαλου το προβλημα σου και ακουσομεθα αυτου13 Ha azonban nem tudjátok megfejteni, ti adtok nekem harminc inget s ugyanannyi köntöst.« Azok ezt felelték neki: »Add elő találós kérdésedet, hadd halljuk!«
14 και ειπεν αυτοις εκ του εσθοντος εξηλθεν βρωσις και εξ ισχυρου εξηλθεν γλυκυ και ουκ ηδυνασθησαν απαγγειλαι το προβλημα επι τρεις ημερας14 Azt mondta erre nekik: »Ennivaló jött ki az evőből s édesség került ki az erősből!« Ők azonban nem tudták megfejteni a feladatot három napon át.
15 και εγενετο εν τη ημερα τη τεταρτη και ειπαν τη γυναικι σαμψων απατησον δη τον ανδρα σου και απαγγειλατω σοι το προβλημα μηποτε εμπυρισωμεν σε και τον οικον του πατρος σου εν πυρι η πτωχευσαι εκαλεσατε ημας15 Amikor aztán eljött a hetedik nap, mondák Sámson feleségének: »Hízelegj férjednek, s bírd rá, hogy mondja meg neked, mit jelent a találós kérdés; ha ezt nem vagy hajlandó megtenni, elégetünk téged s apád házát. Hát azért hívtatok meg minket menyegzőre, hogy kifosszatok?«
16 και εκλαυσεν η γυνη σαμψων επ' αυτον και ειπεν αυτω μεμισηκας με και ουκ ηγαπηκας με οτι το προβλημα ο προεβαλου τοις υιοις του λαου μου καμοι ουκ απηγγειλας αυτο και ειπεν αυτη σαμψων ιδου τω πατρι μου και τη μητρι μου ουκ απηγγειλα αυτο και σοι απαγγελω16 Ontotta erre az asszony a könnyeit Sámsonnál és panaszkodott, mondva: »Gyűlölsz engem, s nem szeretsz, azért nem akarod megmagyarázni nekem a találós kérdést, amelyet népem fiai elé adtál.« Az ezt felelte neki: »Apámnak s anyámnak sem akartam megmondani, s veled közöljem?«
17 και εκλαυσεν επ' αυτον επι τας επτα ημερας εν αις ην εν αυταις ο ποτος και εγενετο εν τη ημερα τη εβδομη και απηγγειλεν αυτη οτι παρηνωχλησεν αυτον και αυτη απηγγειλεν τοις υιοις του λαου αυτης17 Mivel azonban a lakoma hét napján keresztül egyre sírt előtte, a hetedik napon, amikor már nagyon alkalmatlankodott neki, végre is megmagyarázta. Ő legott közölte a társaival.
18 και ειπαν αυτω οι ανδρες της πολεως εν τη ημερα τη εβδομη πριν δυναι τον ηλιον τι γλυκυτερον μελιτος και τι ισχυροτερον λεοντος και ειπεν αυτοις σαμψων ει μη κατεδαμασατε μου την δαμαλιν ουκ αν ευρετε το προβλημα μου18 Azt mondták erre azok neki a hetedik napon, napszállta előtt: »Méznél vajon mi édesebb, oroszlánnál mi erősebb?« Ő azt mondta nekik: »Ha nem az én üszőmmel szántottatok volna: feladatomat meg nem fejtettétek volna.«
19 και κατευθυνεν επ' αυτον πνευμα κυριου και κατεβη εις ασκαλωνα και επαισεν εκειθεν τριακοντα ανδρας και ελαβεν τας στολας αυτων και εδωκεν τοις απαγγειλασιν το προβλημα και εθυμωθη οργη σαμψων και ανεβη εις τον οικον του πατρος αυτου19 Erre megszállta őt az Úr lelke, lement Askalonba, s ott leütött harminc férfit, lehúzta ruhájukat, s odaadta azoknak, akik a találós kérdést megfejtették. Aztán nagy haragosan felment apja házába.
20 και συνωκησεν η γυνη σαμψων τω νυμφαγωγω αυτου ος ην εταιρος αυτου20 Erre felesége férjhez ment az ő egyik barátjához s vőfélyéhez.