Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

ΖΑΧΑΡΙΑΣ - Zaccaria - Zachariah 5


font
LXXBIBBIA RICCIOTTI
1 και επεστρεψα και ηρα τους οφθαλμους μου και ειδον και ιδου δρεπανον πετομενον1 - E mi voltai e alzai gli occhi, e vidi un rotolo volante.
2 και ειπεν προς με τι συ βλεπεις και ειπα εγω ορω δρεπανον πετομενον μηκος πηχεων εικοσι και πλατος πηχεων δεκα2 E mi disse: -Che cosa vedi?- Risposi: -Io vedo un rotolo volante, lungo venti cubiti e largo dieci.
3 και ειπεν προς με αυτη η αρα η εκπορευομενη επι προσωπον πασης της γης διοτι πας ο κλεπτης εκ τουτου εως θανατου εκδικηθησεται και πας ο επιορκος εκ τουτου εως θανατου εκδικηθησεται3 E mi disse: - Questa è la maledizione che esce sopra la faccia di tutta la terra; perchè chiunque ruba, come ivi sta scritto, sarà giudicato; e chiunque spergiura, come ivi sta scritto, sarà giudicato similmente.
4 και εξοισω αυτο λεγει κυριος παντοκρατωρ και εισελευσεται εις τον οικον του κλεπτου και εις τον οικον του ομνυοντος τω ονοματι μου επι ψευδει και καταλυσει εν μεσω του οικου αυτου και συντελεσει αυτον και τα ξυλα αυτου και τους λιθους αυτου4 "I o l a f a r ò us c i r e ", di c e i l Si g no r e de g l i e s e r c i t i “ e d e s s a v e r r à a l l a casa di chi giura il falso nel nome mio, e dimorerà in mezzo alla sua casa e la consumerà col suo legname e colle pietre sue". -
5 και εξηλθεν ο αγγελος ο λαλων εν εμοι και ειπεν προς με αναβλεψον τοις οφθαλμοις σου και ιδε τι το εκπορευομενον τουτο5 E l'angelo che mi parlava venne fuori e mi disse: - Alza gli occhi tuoi e guarda ciò che vien fuori. -
6 και ειπα τι εστιν και ειπεν τουτο το μετρον το εκπορευομενον και ειπεν αυτη η αδικια αυτων εν παση τη γη6 Ed io dissi: - Che cosa è mai?- Rispose: - È un'anfora che esce. - Poi soggiunse: - Questo è il loro occhio su tutta la terra. -
7 και ιδου ταλαντον μολιβου εξαιρομενον και ιδου μια γυνη εκαθητο εν μεσω του μετρου7 In quel mentre un talento di piombo veniva portato ed ecco che una donna stava seduta dentro nell'anfora.
8 και ειπεν αυτη εστιν η ανομια και ερριψεν αυτην εν μεσω του μετρου και ερριψεν τον λιθον του μολιβου εις το στομα αυτης8 E disse: - Questa è l'empietà. - E la sospinse dentro nell'anfora e vi pose sopra la massa di piombo.
9 και ηρα τους οφθαλμους μου και ειδον και ιδου δυο γυναικες εκπορευομεναι και πνευμα εν ταις πτερυξιν αυτων και αυται ειχον πτερυγας ως πτερυγας εποπος και ανελαβον το μετρον ανα μεσον της γης και ανα μεσον του ουρανου9 E alzai gli occhi e osservai ed ecco, due donne vennero fuori ventilando le ali; avevan ali come di nibbio, e sollevarono l'anfora tra la terra e il cielo.
10 και ειπα προς τον αγγελον τον λαλουντα εν εμοι που αυται αποφερουσιν το μετρον10 Ed io dissi all'angelo che parlava meco: - Dove trasportano esse l'anfora? -
11 και ειπεν προς με οικοδομησαι αυτω οικιαν εν γη βαβυλωνος και ετοιμασαι και θησουσιν αυτο εκει επι την ετοιμασιαν αυτου11 Rispose: - Nella terra di Sennaar per fabbricarle una casa e collocarla e stabilirla ivi nella sua propria sede. -