Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΙΩΝΑΣ - Giona - Jonah 3


font
LXXBIBBIA RICCIOTTI
1 και εγενετο λογος κυριου προς ιωναν εκ δευτερου λεγων1 - E il Signore comunicò la sua parola a Giona una seconda volta dicendogli:
2 αναστηθι και πορευθητι εις νινευη την πολιν την μεγαλην και κηρυξον εν αυτη κατα το κηρυγμα το εμπροσθεν ο εγω ελαλησα προς σε2 «Alzati, e vai nella grande città di Ninive, e ivi proclama il bando che ti dirò di proclamare».
3 και ανεστη ιωνας και επορευθη εις νινευη καθως ελαλησεν κυριος η δε νινευη ην πολις μεγαλη τω θεω ωσει πορειας οδου ημερων τριων3 E Giona si alzò e andò a Ninive, secondo la parola del Signore. Or Ninive era una città grandissima di tre giornate di cammino.
4 και ηρξατο ιωνας του εισελθειν εις την πολιν ωσει πορειαν ημερας μιας και εκηρυξεν και ειπεν ετι τρεις ημεραι και νινευη καταστραφησεται4 E Giona incominciò ad entrare nella città una giornata di cammino gridando e dicendo: «Ancora quaranta giorni e Ninive sarà distrutta!».
5 και ενεπιστευσαν οι ανδρες νινευη τω θεω και εκηρυξαν νηστειαν και ενεδυσαντο σακκους απο μεγαλου αυτων εως μικρου αυτων5 E quei di Ninive credettero a Dio, e indissero un digiuno, e si vestirono di sacco, dal più grande al più piccolo.
6 και ηγγισεν ο λογος προς τον βασιλεα της νινευη και εξανεστη απο του θρονου αυτου και περιειλατο την στολην αυτου αφ' εαυτου και περιεβαλετο σακκον και εκαθισεν επι σποδου6 E giunsero quelle parole alle orecchie del re di Ninive, ed alzatosi dal suo trono, gettò via i suoi indumenti regali e si vestì di sacco e si sedette nella polvere.
7 και εκηρυχθη και ερρεθη εν τη νινευη παρα του βασιλεως και παρα των μεγιστανων αυτου λεγων οι ανθρωποι και τα κτηνη και οι βοες και τα προβατα μη γευσασθωσαν μηδεν μηδε νεμεσθωσαν μηδε υδωρ πιετωσαν7 E fece un proclama ed emanò in Ninive un ordine, da parte del re e dei suoi principi, che diceva: «Uomini e animali, buoi e pecore non assaggino nulla, non escano al pascolo e non bevano acqua.
8 και περιεβαλοντο σακκους οι ανθρωποι και τα κτηνη και ανεβοησαν προς τον θεον εκτενως και απεστρεψαν εκαστος απο της οδου αυτου της πονηρας και απο της αδικιας της εν χερσιν αυτων λεγοντες8 E si coprano di sacco gli uomini e gli animali, e gridino a tutto potere verso il Signore; e ciascuno si converta dalla sua cattiva condotta e dalle azioni inique operate dalle sue mani.
9 τις οιδεν ει μετανοησει ο θεος και αποστρεψει εξ οργης θυμου αυτου και ου μη απολωμεθα9 Chi sa che Dio non si rivolga a noi a perdonarci, e rattenga il furore del suo sdegno e non ci faccia perire!».
10 και ειδεν ο θεος τα εργα αυτων οτι απεστρεψαν απο των οδων αυτων των πονηρων και μετενοησεν ο θεος επι τη κακια η ελαλησεν του ποιησαι αυτοις και ουκ εποιησεν10 E il Signore vide le loro opere, e come si erano convertiti dalla loro cattiva condotta, e ne ebbe compassione; e il male che aveva detto di fare loro più non lo fece.