Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΙΩΝΑΣ - Giona - Jonah 1


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εγενετο λογος κυριου προς ιωναν τον του αμαθι λεγων1 Az Úr szózatot intézett Jónáshoz, Amáti fiához, mondván:
2 αναστηθι και πορευθητι εις νινευη την πολιν την μεγαλην και κηρυξον εν αυτη οτι ανεβη η κραυγη της κακιας αυτης προς με2 »Kelj fel, menj Ninivébe, a nagy városba, és hirdesd benne, hogy gonoszsága felhatolt elém.«
3 και ανεστη ιωνας του φυγειν εις θαρσις εκ προσωπου κυριου και κατεβη εις ιοππην και ευρεν πλοιον βαδιζον εις θαρσις και εδωκεν το ναυλον αυτου και ενεβη εις αυτο του πλευσαι μετ' αυτων εις θαρσις εκ προσωπου κυριου3 Felkelt erre Jónás, de azért, hogy Tarzisba meneküljön az Úr színe elől, és lement Joppéba. Ott talált is egy Tarzisba induló hajót, megfizette az útiköltséget, és beszállt, hogy Tarzisba menjen velük az Úr színe elől.
4 και κυριος εξηγειρεν πνευμα εις την θαλασσαν και εγενετο κλυδων μεγας εν τη θαλασση και το πλοιον εκινδυνευεν συντριβηναι4 De az Úr nagy szelet bocsátott a tengerre, és nagy vihar támadt a tengeren, úgyhogy a hajót az a veszedelem fenyegette, hogy összetörik.
5 και εφοβηθησαν οι ναυτικοι και ανεβοων εκαστος προς τον θεον αυτων και εκβολην εποιησαντο των σκευων των εν τω πλοιω εις την θαλασσαν του κουφισθηναι απ' αυτων ιωνας δε κατεβη εις την κοιλην του πλοιου και εκαθευδεν και ερρεγχεν5 Megrémültek erre a hajósok, és mindenki a saját istenéhez kiáltott, és a tengerbe vetették a hajón levő tárgyakat, hogy könnyítsenek velük rajta. Ezalatt Jónás, aki a hajó aljába ment le, mélyen aludt.
6 και προσηλθεν προς αυτον ο πρωρευς και ειπεν αυτω τι συ ρεγχεις αναστα και επικαλου τον θεον σου οπως διασωση ο θεος ημας και μη απολωμεθα6 A hajóskapitány ekkor odament hozzá, és azt mondta neki: »Miért alszol olyan mélyen? Kelj fel, hívd segítségül Istenedet! Hátha gondol ránk az az Isten, és nem veszünk el!«
7 και ειπεν εκαστος προς τον πλησιον αυτου δευτε βαλωμεν κληρους και επιγνωμεν τινος ενεκεν η κακια αυτη εστιν εν ημιν και εβαλον κληρους και επεσεν ο κληρος επι ιωναν7 Majd így szóltak egymáshoz: »Gyertek, vessünk sorsot, hadd tudjuk meg, ki miatt ért minket ez a veszedelem!« Sorsot vetettek tehát, és a sors Jónásra esett.
8 και ειπον προς αυτον απαγγειλον ημιν τινος ενεκεν η κακια αυτη εστιν εν ημιν τις σου η εργασια εστιν και ποθεν ερχη και εκ ποιας χωρας και εκ ποιου λαου ει συ8 Erre azt mondták neki: »Mondd el nekünk, miért jött ránk ez a veszedelem? Mi a foglalkozásod, melyik a hazád, hová mégy, és milyen nemzetből való vagy?«
9 και ειπεν προς αυτους δουλος κυριου εγω ειμι και τον κυριον θεον του ουρανου εγω σεβομαι ος εποιησεν την θαλασσαν και την ξηραν9 Ő azt felelte nekik: »Héber vagyok én, és az Urat, az ég Istenét félem, aki a tengert és a szárazföldet alkotta.«
10 και εφοβηθησαν οι ανδρες φοβον μεγαν και ειπαν προς αυτον τι τουτο εποιησας διοτι εγνωσαν οι ανδρες οτι εκ προσωπου κυριου ην φευγων οτι απηγγειλεν αυτοις10 Igen megrémültek erre azok az emberek, és azt mondták neki: »Miért cselekedted ezt?« Megtudták ugyanis a férfiak, hogy az Úr színe elől menekült, mivel elmondta nekik.
11 και ειπαν προς αυτον τι σοι ποιησωμεν και κοπασει η θαλασσα αφ' ημων οτι η θαλασσα επορευετο και εξηγειρεν μαλλον κλυδωνα11 Majd azt mondták neki: »Mit csináljunk veled, hogy megszűnjék a tenger háborgása ellenünk?« A tenger ugyanis egyre jobban háborgott.
12 και ειπεν ιωνας προς αυτους αρατε με και εμβαλετε με εις την θαλασσαν και κοπασει η θαλασσα αφ' υμων διοτι εγνωκα εγω οτι δι' εμε ο κλυδων ο μεγας ουτος εφ' υμας εστιν12 Erre ő azt mondta nekik: »Fogjatok meg engem és dobjatok a tengerbe, és megszűnik a tenger háborgása ellenetek, mert tudom, hogy miattam jött rátok ez a nagy vihar.«
13 και παρεβιαζοντο οι ανδρες του επιστρεψαι προς την γην και ουκ ηδυναντο οτι η θαλασσα επορευετο και εξηγειρετο μαλλον επ' αυτους13 Erre a férfiak eveztek, hogy a szárazra visszajussanak, de nem sikerült nekik, mert a tenger egyre jobban háborgott ellenük.
14 και ανεβοησαν προς κυριον και ειπαν μηδαμως κυριε μη απολωμεθα ενεκεν της ψυχης του ανθρωπου τουτου και μη δως εφ' ημας αιμα δικαιον οτι συ κυριε ον τροπον εβουλου πεποιηκας14 Erre az Úrhoz kiáltottak és mondták: »Kérünk, Urunk, ne vesszünk el ez ember élete miatt, és ne háríts ránk ártatlan vért, mert te, Urunk, úgy cselekedtél, amint akartad!«
15 και ελαβον τον ιωναν και εξεβαλον αυτον εις την θαλασσαν και εστη η θαλασσα εκ του σαλου αυτης15 Azzal megfogták Jónást és a tengerbe dobták, és megszűnt a tenger háborgása.
16 και εφοβηθησαν οι ανδρες φοβω μεγαλω τον κυριον και εθυσαν θυσιαν τω κυριω και ευξαντο ευχας16 Erre azok az emberek nagy félelemmel teltek el az Úr iránt, és áldozatokat mutattak be az Úrnak, és fogadalmakat tettek.