Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - Geremia - Jeremiah 6


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 ενισχυσατε υιοι βενιαμιν εκ μεσου της ιερουσαλημ και εν θεκουε σημανατε σαλπιγγι και υπερ βαιθαχαρμα αρατε σημειον οτι κακα εκκεκυφεν απο βορρα και συντριβη μεγαλη γινεται1 Meneküljetek, Benjamin fiai, Jeruzsálem belsejéből! Tekoában fújjátok meg a harsonát, és Bét-Hakkárem fölött adjatok jelet! Mert veszedelem fenyeget észak felől, és nagy romlás.
2 και αφαιρεθησεται το υψος σου θυγατερ σιων2 A szépet és elkényeztetettet, Sion leányát elpusztítom.
3 εις αυτην ηξουσιν ποιμενες και τα ποιμνια αυτων και πηξουσιν επ' αυτην σκηνας κυκλω και ποιμανουσιν εκαστος τη χειρι αυτου3 Pásztorok és nyájaik jönnek hozzá, sátrakat vernek körülötte, lelegeli mindegyik a maga területét.
4 παρασκευασασθε επ' αυτην εις πολεμον αναστητε και αναβωμεν επ' αυτην μεσημβριας ουαι ημιν οτι κεκλικεν η ημερα οτι εκλειπουσιν αι σκιαι της εσπερας4 »Készüljetek háborúra ellene, keljetek fel, és vonuljunk fel délben! Jaj nekünk, mert estére fordult a nap, mert megnyúlnak az esti árnyak!
5 αναστητε και αναβωμεν εν τη νυκτι και διαφθειρωμεν τα θεμελια αυτης5 Keljetek fel, és vonuljunk fel éjjel, romboljuk le palotáit!«
6 οτι ταδε λεγει κυριος εκκοψον τα ξυλα αυτης εκχεον επι ιερουσαλημ δυναμιν ω πολις ψευδης ολη καταδυναστεια εν αυτη6 Mert így szól a Seregek Ura: »Vágjatok ki fákat, és halmozzátok fel sáncként Jeruzsálem ellen! Ez az a város, mely megbűnhődik, csupa zsarolás van belsejében.
7 ως ψυχει λακκος υδωρ ουτως ψυχει κακια αυτης ασεβεια και ταλαιπωρια ακουσθησεται εν αυτη επι προσωπον αυτης δια παντος πονω και μαστιγι7 Ahogy frissen tartja vizét a kút, úgy tartja frissen ő a gonoszságát. Erőszak és elnyomás hallatszik benne, betegség és csapás van előttem szüntelen.
8 παιδευθηση ιερουσαλημ μη αποστη η ψυχη μου απο σου μη ποιησω σε αβατον γην ητις ου κατοικηθησεται8 Fogadd meg az intést, Jeruzsálem, nehogy elforduljon lelkem tőled, nehogy pusztasággá tegyelek, lakatlan földdé!«
9 οτι ταδε λεγει κυριος καλαμασθε καλαμασθε ως αμπελον τα καταλοιπα του ισραηλ επιστρεψατε ως ο τρυγων επι τον καρταλλον αυτου9 Így szól a Seregek Ura: »Az utolsó szemig leszedik, mint a szőlőt, Izrael maradékát. Ismét nyújtsd ki kezed, mint a szüretelő a szőlővesszőkre!«
10 προς τινα λαλησω και διαμαρτυρωμαι και ακουσεται ιδου απεριτμητα τα ωτα αυτων και ου δυνανται ακουειν ιδου το ρημα κυριου εγενετο αυτοις εις ονειδισμον ου μη βουληθωσιν αυτο ακουσαι10 Kinek beszéljek és tegyek bizonyságot, hogy meghallják? Íme, körülmetéletlen a fülük, és nem tudnak figyelni; íme, az Úr igéje gúny tárgya lett nekik, nem lelik kedvüket benne.
11 και τον θυμον μου επλησα και επεσχον και ου συνετελεσα αυτους εκχεω επι νηπια εξωθεν και επι συναγωγην νεανισκων αμα οτι ανηρ και γυνη συλλημφθησονται πρεσβυτερος μετα πληρους ημερων11 Ezért az Úr haragja tölt el engem, nem bírom tovább magamban tartani. »Öntsd ki a gyermekre az utcán, és az ifjak csoportjára egyaránt! Mert a férfi is foglyul esik az asszonnyal együtt, az öreg azzal, akinek beteltek napjai.
12 και μεταστραφησονται αι οικιαι αυτων εις ετερους αγροι και αι γυναικες αυτων επι το αυτο οτι εκτενω την χειρα μου επι τους κατοικουντας την γην ταυτην λεγει κυριος12 Házaik mások birtokába jutnak, a mezők és asszonyok is egyaránt. Mert kinyújtom kezemet a föld lakóira« – mondja az Úr.
13 οτι απο μικρου αυτων και εως μεγαλου παντες συνετελεσαντο ανομα απο ιερεως και εως ψευδοπροφητου παντες εποιησαν ψευδη13 Mert a legkisebbtől a legnagyobbig mindegyikük nyereséget hajhász; és a prófétától a papig mindegyikük csalárdságot művel.
14 και ιωντο το συντριμμα του λαου μου εξουθενουντες και λεγοντες ειρηνη ειρηνη και που εστιν ειρηνη14 Népem sebét úgy gyógyítják, hogy könnyelműen mondogatják: »Békesség, békesség!« Pedig nincsen békesség.
15 κατησχυνθησαν οτι εξελιποσαν και ουδ' ως καταισχυνομενοι κατησχυνθησαν και την ατιμιαν αυτων ουκ εγνωσαν δια τουτο πεσουνται εν τη πτωσει αυτων και εν καιρω επισκοπης αυτων απολουνται ειπεν κυριος15 Szégyent vallottak, mert utálatosságot műveltek; mégsem szégyenkeznek, és pirulni sem tudnak. »Ezért elesnek az elesőkkel, és amikor meglátogatom őket, elbuknak« – mondja az Úr.
16 ταδε λεγει κυριος στητε επι ταις οδοις και ιδετε και ερωτησατε τριβους κυριου αιωνιους και ιδετε ποια εστιν η οδος η αγαθη και βαδιζετε εν αυτη και ευρησετε αγνισμον ταις ψυχαις υμων και ειπαν ου πορευσομεθα16 Így szól az Úr: »Álljatok ki az utakra, és nézzétek, kérdezősködjetek az ősi ösvények felől, melyik út a jó, és azon járjatok, akkor nyugalmat találtok lelketeknek!« De azt mondták: »Nem járunk!«
17 κατεστακα εφ' υμας σκοπους ακουσατε της φωνης της σαλπιγγος και ειπαν ουκ ακουσομεθα17 Őröket állítottam fölétek: »Figyeljetek a kürtszóra!« De azt mondták: »Nem figyelünk!«
18 δια τουτο ηκουσαν τα εθνη και οι ποιμαινοντες τα ποιμνια αυτων18 Ezért halljátok, ti nemzetek, és tudd meg, te népgyűlés, mi történik velük!
19 ακουε γη ιδου εγω επαγω επι τον λαον τουτον κακα τον καρπον αποστροφης αυτων οτι των λογων μου ου προσεσχον και τον νομον μου απωσαντο19 Halld meg, te föld: »Íme, én bajt hozok erre a népre, gondolataik gyümölcsét, mert igéimre nem figyeltek, és törvényemet megvetették.
20 ινα τι μοι λιβανον εκ σαβα φερετε και κινναμωμον εκ γης μακροθεν τα ολοκαυτωματα υμων ουκ εισιν δεκτα και αι θυσιαι υμων ουχ ηδυναν μοι20 Minek nekem a tömjén, mely Sábából érkezik, és a jó illatú nád messze földről? Égőáldozataitok nem kedvesek, és véresáldozataitok nem tetszenek nekem.«
21 δια τουτο ταδε λεγει κυριος ιδου εγω διδωμι επι τον λαον τουτον ασθενειαν και ασθενησουσιν εν αυτη πατερες και υιοι αμα γειτων και ο πλησιον αυτου απολουνται21 Ezért így szól az Úr: »Íme, én buktatókat állítok ennek a népnek, és elbuknak bennük apák és fiak együtt, szomszéd és társa elvesznek.«
22 ταδε λεγει κυριος ιδου λαος ερχεται απο βορρα και εθνη εξεγερθησεται απ' εσχατου της γης22 Így szól az Úr: »Íme, egy nép jön észak földjéről, és nagy nemzet kél a föld végéről.
23 τοξον και ζιβυνην κρατησουσιν ιταμος εστιν και ουκ ελεησει φωνη αυτου ως θαλασσα κυμαινουσα εφ' ιπποις και αρμασιν παραταξεται ως πυρ εις πολεμον προς σε θυγατερ σιων23 Íjat és dárdát ragadnak, kegyetlenek, és nem irgalmaznak; hangjuk zúg, mint a tenger, és lovakon nyargalnak. Felsorakoztak mint harcosok ellened, Sion leánya!«
24 ηκουσαμεν την ακοην αυτων παρελυθησαν αι χειρες ημων θλιψις κατεσχεν ημας ωδινες ως τικτουσης24 »Hallottuk a hírét, lehanyatlott a kezünk; szorongás fogott el minket, gyötrelem, mint a szülő asszonyt.«
25 μη εκπορευεσθε εις αγρον και εν ταις οδοις μη βαδιζετε οτι ρομφαια των εχθρων παροικει κυκλοθεν25 Ne menjetek ki a mezőre, és az úton ne járjatok, mert ellenség kardja vár, és rettenet mindenfelől!
26 θυγατερ λαου μου περιζωσαι σακκον καταπασαι εν σποδω πενθος αγαπητου ποιησαι σεαυτη κοπετον οικτρον οτι εξαιφνης ηξει ταλαιπωρια εφ' υμας26 Népem leánya, ölts zsákruhát, és fetrengj a hamuban! Gyászolj, mint az egyszülöttért szokás, keserves jajgatással! Mert hirtelen jön el a pusztító ellenünk.
27 δοκιμαστην δεδωκα σε εν λαοις δεδοκιμασμενοις και γνωση με εν τω δοκιμασαι με την οδον αυτων27 Vizsgálóvá tettelek népem közt, figyelővé: ismerd meg és vizsgáld meg útjukat!
28 παντες ανηκοοι πορευομενοι σκολιως χαλκος και σιδηρος παντες διεφθαρμενοι εισιν28 Mindnyájan elpártolt lázadók, akik rágalmazva járnak, réz és vas; mindnyájan romlottak.
29 εξελιπεν φυσητηρ απο πυρος εξελιπεν μολιβος εις κενον αργυροκοπος αργυροκοπει πονηρια αυτων ουκ ετακη29 Fújtatott a fújtató, de a tűztől sértetlen maradt az ólom; hiába olvasztották, a gonoszok mégsem váltak ki.
30 αργυριον αποδεδοκιμασμενον καλεσατε αυτους οτι απεδοκιμασεν αυτους κυριος30 Elvetett ezüstnek hívják őket, mert elvetette az Úr őket.