Scrutatio

Martedi, 21 maggio 2024 - Santi Martiri Messicani (Cristoforo Magallanes Jara e 24 compagni) ( Letture di oggi)

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - Geremia - Jeremiah 22


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 ταδε λεγει κυριος πορευου και καταβηθι εις τον οικον του βασιλεως ιουδα και λαλησεις εκει τον λογον τουτον1 Így szólt az Úr: »Menj le Júda királyának házába, mondd ott ezt az igét,
2 και ερεις ακουε λογον κυριου βασιλευ ιουδα ο καθημενος επι θρονου δαυιδ συ και ο οικος σου και ο λαος σου και οι εισπορευομενοι ταις πυλαις ταυταις2 és mondd: Halld az Úr igéjét, Júda királya, aki Dávid trónján ülsz, te, a szolgáid és a néped, akik bementek ezeken a kapukon!
3 ταδε λεγει κυριος ποιειτε κρισιν και δικαιοσυνην και εξαιρεισθε διηρπασμενον εκ χειρος αδικουντος αυτον και προσηλυτον και ορφανον και χηραν μη καταδυναστευετε και μη ασεβειτε και αιμα αθωον μη εκχεητε εν τω τοπω τουτω3 Így szól az Úr: Szolgáltassatok jogot és igazságot, mentsétek meg a kiraboltat az elnyomó kezéből! A jövevényt, az árvát és az özvegyet ne nyomorgassátok, ne erőszakoskodjatok, és ártatlan vért ne ontsatok ezen a helyen!
4 διοτι εαν ποιουντες ποιησητε τον λογον τουτον και εισελευσονται εν ταις πυλαις του οικου τουτου βασιλεις καθημενοι επι θρονου δαυιδ και επιβεβηκοτες εφ' αρματων και ιππων αυτοι και οι παιδες αυτων και ο λαος αυτων4 Mert ha valóban megteszitek ezt az igét, akkor ennek a háznak kapuin királyok fognak bemenni, akik Dávid trónján ülnek, kocsikon és lovakon járnak, ő, a szolgái és a népe.
5 εαν δε μη ποιησητε τους λογους τουτους κατ' εμαυτου ωμοσα λεγει κυριος οτι εις ερημωσιν εσται ο οικος ουτος5 De ha nem hallgattok ezekre az igékre, önmagamra esküszöm – mondja az Úr –, hogy rommá lesz ez a ház!
6 οτι ταδε λεγει κυριος κατα του οικου βασιλεως ιουδα γαλααδ συ μοι αρχη του λιβανου εαν μη θω σε εις ερημον πολεις μη κατοικηθησομενας6 Mert így szól az Úr Júda királyának házáról: Gileád vagy előttem, a Libanon csúcsa, bizony mégis pusztasággá teszlek, lakatlan városokká.
7 και επαξω επι σε ανδρα ολεθρευοντα και τον πελεκυν αυτου και εκκοψουσιν τας εκλεκτας κεδρους σου και εμβαλουσιν εις το πυρ7 Pusztítókat szentelek föl ellened, férfit és fegyvereit; kivágják válogatott cédrusaidat, és tűzre vetik.
8 και διελευσονται εθνη δια της πολεως ταυτης και ερουσιν εκαστος προς τον πλησιον αυτου δια τι εποιησεν κυριος ουτως τη πολει τη μεγαλη ταυτη8 Sok nemzet fog átmenni ezen a városon, és azt mondja egyik a másiknak: ‘Miért tett így az Úr ezzel a nagy várossal?’
9 και ερουσιν ανθ' ων εγκατελιπον την διαθηκην κυριου θεου αυτων και προσεκυνησαν θεοις αλλοτριοις και εδουλευσαν αυτοις9 Erre azt felelik: ‘Mert elhagyták az Úrnak, az ő Istenüknek szövetségét, más istenek előtt borultak le, és azoknak szolgáltak.’«
10 μη κλαιετε τον τεθνηκοτα μηδε θρηνειτε αυτον κλαυσατε κλαυθμω τον εκπορευομενον οτι ουκ επιστρεψει ετι και ου μη ιδη την γην πατριδος αυτου10 Ne sirassátok a halottat, és ne mutassatok részvétet iránta! Inkább sirassátok keservesen azt, aki elmegy, mert nem tér vissza többé, és nem látja meg szülőföldjét!
11 διοτι ταδε λεγει κυριος επι σελλημ υιον ιωσια τον βασιλευοντα αντι ιωσια του πατρος αυτου ος εξηλθεν εκ του τοπου τουτου ουκ αναστρεψει εκει ουκετι11 Mert így szól az Úr Sallumról, Jozija fiáról, Júda királyáról, aki atyja, Jozija után lett király: »Aki eltávozott erről a helyről, nem tér vissza ide többé;
12 αλλ' η εν τω τοπω ου μετωκισα αυτον εκει αποθανειται και την γην ταυτην ουκ οψεται ετι12 hanem azon a helyen fog meghalni, ahová fogságba vitték, és ezt a földet nem látja meg többé.«
13 ω ο οικοδομων οικιαν αυτου ου μετα δικαιοσυνης και τα υπερωα αυτου ουκ εν κριματι παρα τω πλησιον αυτου εργαται δωρεαν και τον μισθον αυτου ου μη αποδωσει αυτω13 Jaj annak, aki házát igazságtalansággal építi, és felső termeit jogtalansággal; embertársával ingyen dolgoztat, és bérét nem adja meg neki;
14 ωκοδομησας σεαυτω οικον συμμετρον υπερωα ριπιστα διεσταλμενα θυρισιν και εξυλωμενα εν κεδρω και κεχρισμενα εν μιλτω14 aki így szól: »Tágas házat építek magamnak, és széles felső termeket;« ablakot vág rá, cédrusfával burkolja, és befesti vörösre!
15 μη βασιλευσεις οτι συ παροξυνη εν αχαζ τω πατρι σου ου φαγονται και ου πιονται βελτιον ην σε ποιειν κριμα και δικαιοσυνην καλην15 Attól vagy-e király, hogy versengsz a cédrusért? Atyád talán nem evett és ivott? De jogot és igazságot szolgáltatott, azért jól ment a dolga.
16 ουκ εγνωσαν ουκ εκριναν κρισιν ταπεινω ουδε κρισιν πενητος ου τουτο εστιν το μη γνωναι σε εμε λεγει κυριος16 Igazságosan ítélt a szegény és nyomorult perében, azért jól mentek a dolgok. »Nemde ezt jelenti ismerni engem?« – mondja az Úr.
17 ιδου ουκ εισιν οι οφθαλμοι σου ουδε η καρδια σου καλη αλλ' εις την πλεονεξιαν σου και εις το αιμα το αθωον του εκχεειν αυτο και εις αδικημα και εις φονον του ποιειν17 De a te szemed és szíved nem figyel másra, csak a magad nyereségére, az ártatlan vérének kiontására, az elnyomásra és a sanyargatásra.
18 δια τουτο ταδε λεγει κυριος επι ιωακιμ υιον ιωσια βασιλεα ιουδα ουαι επι τον ανδρα τουτον ου μη κοψωνται αυτον ω αδελφε ουδε μη κλαυσονται αυτον οιμμοι κυριε18 Ezért így szól az Úr Joakimról, Jozija fiáról, Júda királyáról: »Nem siratják őt: ‘Jaj, testvérem! Jaj, nővérem!’ Nem siratják őt: ‘Jaj, uram! Jaj, őfelsége!’
19 ταφην ονου ταφησεται συμψησθεις ριφησεται επεκεινα της πυλης ιερουσαλημ19 Úgy fogják eltemetni, mint egy szamarat, kivonszolják és kidobják Jeruzsálem kapuin túl.«
20 αναβηθι εις τον λιβανον και κεκραξον και εις την βασαν δος την φωνην σου και βοησον εις το περαν της θαλασσης οτι συνετριβησαν παντες οι ερασται σου20 Menj föl a Libanonra, és kiálts, Básánban hallasd hangodat! Kiálts az Abárimról, mert összetörtek mind a szeretőid!
21 ελαλησα προς σε εν τη παραπτωσει σου και ειπας ουκ ακουσομαι αυτη η οδος σου εκ νεοτητος σου ουκ ηκουσας της φωνης μου21 Szóltam hozzád, amikor biztonságban voltál, de azt mondtad: »Nem hallgatom meg!« Ez a te utad ifjúkorod óta, hogy nem hallgatsz a szavamra.
22 παντας τους ποιμενας σου ποιμανει ανεμος και οι ερασται σου εν αιχμαλωσια εξελευσονται οτι τοτε αισχυνθηση και ατιμωθηση απο παντων των φιλουντων σε22 Minden pásztorodat szél legelteti, és szeretőid fogságba mennek; bizony, akkor majd szégyenkezel és pirulsz minden gonoszságod miatt.
23 κατοικουσα εν τω λιβανω εννοσσευουσα εν ταις κεδροις καταστεναξεις εν τω ελθειν σοι ωδινας ως τικτουσης23 Aki a Libanonon laksz, és a cédrusokon fészkelsz, hogy fogsz sóhajtozni, amikor fájdalmak jönnek rád, vajúdás, mint a szülő asszonyra!
24 ζω εγω λεγει κυριος εαν γενομενος γενηται ιεχονιας υιος ιωακιμ βασιλευς ιουδα αποσφραγισμα επι της χειρος της δεξιας μου εκειθεν εκσπασω σε24 »Amint igaz, hogy élek én – mondja az Úr –, ha Jojachin, Joakim fia, Júda királya pecsétgyűrű volna is jobb kezemen, bizony onnan is leszakítanám!
25 και παραδωσω σε εις χειρας των ζητουντων την ψυχην σου ων συ ευλαβη απο προσωπου αυτων εις χειρας των χαλδαιων25 Azok kezébe adlak, akik életedre törnek, és azok kezébe, akiktől félsz: Nebukadnezárnak, Babilon királyának kezébe és a káldeaiak kezébe.
26 και απορριψω σε και την μητερα σου την τεκουσαν σε εις γην ου ουκ ετεχθης εκει και εκει αποθανεισθε26 Elhajítalak téged és anyádat, aki szült téged, egy másik országba: nem ott születtetek, de ott fogtok meghalni.
27 εις δε την γην ην αυτοι ευχονται ταις ψυχαις αυτων ου μη αποστρεψωσιν27 Abba az országba pedig, ahova lelkük visszatérni vágyik, nem fognak visszatérni.«
28 ητιμωθη ιεχονιας ως σκευος ου ουκ εστιν χρεια αυτου οτι εξερριφη και εξεβληθη εις γην ην ουκ ηδει28 Vajon megvetett, törött edény ez a férfi, Joachin? Olyan edény, mely senkinek sem tetszik? Miért hajították el őt meg ivadékát, és dobták el abba az országba, amelyet nem ismertek?
29 γη γη ακουε λογον κυριου29 Ország, ország, ország, halld az Úr igéjét!
30 γραψον τον ανδρα τουτον εκκηρυκτον ανθρωπον οτι ου μη αυξηθη εκ του σπερματος αυτου ανηρ καθημενος επι θρονου δαυιδ αρχων ετι εν τω ιουδα30 Így szól az Úr: »Írjátok fel ezt a férfit mint gyermektelent, mint olyan embert, akinek nincs sikere napjaiban, mert nem sikerül ivadékai közül egynek sem, hogy Dávid trónján üljön, és uralkodjék még Júdában!«