Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - Geremia - Jeremiah 2


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 -1 Így hangzott az Úr igéje hozzám:
2 και ειπεν ταδε λεγει κυριος εμνησθην ελεους νεοτητος σου και αγαπης τελειωσεως σου του εξακολουθησαι σε τω αγιω ισραηλ λεγει κυριος2 »Menj, és kiáltsd Jeruzsálem fülébe: Így szól az Úr: Emlékszem rád: ifjúkorod hűségére, jegyességed idejének szeretetére; amikor utánam jöttél a pusztában, a be nem vetett földön.
3 αγιος ισραηλ τω κυριω αρχη γενηματων αυτου παντες οι εσθοντες αυτον πλημμελησουσιν κακα ηξει επ' αυτους φησιν κυριος3 Szent tulajdona Izrael az Úrnak, termésének zsengéje; akik eszik, mind megbűnhődnek, baj jön rájuk, – mondja az Úr. –
4 ακουσατε λογον κυριου οικος ιακωβ και πασα πατρια οικου ισραηλ4 Halljátok az Úr igéjét, Jákob háza, és Izrael házának minden nemzetsége!
5 ταδε λεγει κυριος τι ευροσαν οι πατερες υμων εν εμοι πλημμελημα οτι απεστησαν μακραν απ' εμου και επορευθησαν οπισω των ματαιων και εματαιωθησαν5 Így szól az Úr: Milyen gonoszságot találtak bennem atyáitok, hogy eltávolodtak tőlem? A semmiség után mentek, és semmivé lettek.
6 και ουκ ειπαν που εστιν κυριος ο αναγαγων ημας εκ γης αιγυπτου ο καθοδηγησας ημας εν τη ερημω εν γη απειρω και αβατω εν γη ανυδρω και ακαρπω εν γη εν η ου διωδευσεν εν αυτη ουθεν και ου κατωκησεν εκει υιος ανθρωπου6 Nem mondták: ‘Hol van az Úr, aki felhozott minket Egyiptom földjéről, aki vezetett minket a sivatagban, a puszta és szakadékos földön, a szikkadt és homályos földön, a földön, melyen senki sem jár, és ahol nem lakik ember?’
7 και εισηγαγον υμας εις τον καρμηλον του φαγειν υμας τους καρπους αυτου και τα αγαθα αυτου και εισηλθατε και εμιανατε την γην μου και την κληρονομιαν μου εθεσθε εις βδελυγμα7 Bevezettelek titeket a gyümölcsöskert földjére, hogy egyétek annak gyümölcsét és javait; de amikor bejöttetek, tisztátalanná tettétek földemet, és örökségemet utálatossággá.
8 οι ιερεις ουκ ειπαν που εστιν κυριος και οι αντεχομενοι του νομου ουκ ηπισταντο με και οι ποιμενες ησεβουν εις εμε και οι προφηται επροφητευον τη βααλ και οπισω ανωφελους επορευθησαν8 A papok nem mondták: ‘Hol van az Úr?’ A törvény magyarázói nem ismertek engem, és a pásztorok elpártoltak tőlem; a próféták Baál nevében prófétáltak, és azok után jártak, amik nem használnak.
9 δια τουτο ετι κριθησομαι προς υμας λεγει κυριος και προς τους υιους των υιων υμων κριθησομαι9 Ezért még perbe szállok veletek, – mondja az Úr –, és fiaitok fiaival is perbe szállok.
10 διοτι διελθετε εις νησους χεττιιμ και ιδετε και εις κηδαρ αποστειλατε και νοησατε σφοδρα και ιδετε ει γεγονεν τοιαυτα10 Keljetek csak át a kittiek szigeteire, és lássátok, küldjetek Kedárba, és figyeljetek jól! Lássátok: vajon történt-e ilyesmi?
11 ει αλλαξονται εθνη θεους αυτων και ουτοι ουκ εισιν θεοι ο δε λαος μου ηλλαξατο την δοξαν αυτου εξ ης ουκ ωφεληθησονται11 Cserélt-e valamelyik nemzet isteneket? Pedig azok nem is istenek! Népem mégis fölcserélte Dicsőségét azzal, ami nem használ.
12 εξεστη ο ουρανος επι τουτω και εφριξεν επι πλειον σφοδρα λεγει κυριος12 Borzadjatok el ettől, ti egek, irtózzatok és dermedjetek meg nagyon! – mondja az Úr. –
13 οτι δυο πονηρα εποιησεν ο λαος μου εμε εγκατελιπον πηγην υδατος ζωης και ωρυξαν εαυτοις λακκους συντετριμμενους οι ου δυνησονται υδωρ συνεχειν13 Mert két gonoszságot művelt népem: engem elhagytak, az élő víz forrását, hogy ciszternákat ássanak maguknak, repedező ciszternákat, melyek nem tartják meg a vizet.
14 μη δουλος εστιν ισραηλ η οικογενης εστιν δια τι εις προνομην εγενετο14 Vajon szolga Izrael, vagy a házban született rabszolga? Miért lett prédává?
15 επ' αυτον ωρυοντο λεοντες και εδωκαν την φωνην αυτων οι εταξαν την γην αυτου εις ερημον και αι πολεις αυτου κατεσκαφησαν παρα το μη κατοικεισθαι15 Oroszlánkölykök ordítanak fölötte, kieresztik hangjukat. Földjét pusztasággá tették, városai leégtek, nincs lakójuk.
16 και υιοι μεμφεως και ταφνας εγνωσαν σε και κατεπαιζον σου16 Memfisz és Tafnesz fiai is kopaszra nyírják fejed tetejét.
17 ουχι ταυτα εποιησεν σοι το καταλιπειν σε εμε λεγει κυριος ο θεος σου17 Nemde ezt az okozza neked, hogy elhagytad az Urat, a te Istenedet, abban az időben, amikor vezetett az úton?
18 και νυν τι σοι και τη οδω αιγυπτου του πιειν υδωρ γηων και τι σοι και τη οδω ασσυριων του πιειν υδωρ ποταμων18 És most mi közöd Egyiptom útjához, hogy a Nílus vizét iszod? És mi közöd Asszíria útjához, hogy a Folyam vizét iszod?
19 παιδευσει σε η αποστασια σου και η κακια σου ελεγξει σε και γνωθι και ιδε οτι πικρον σοι το καταλιπειν σε εμε λεγει κυριος ο θεος σου και ουκ ευδοκησα επι σοι λεγει κυριος ο θεος σου19 Megfenyít téged saját gonoszságod, és elpártolásaid büntetnek téged. Tudd meg és lásd, milyen rossz és keserves, hogy elhagytad az Urat, a te Istenedet, és nincs benned félelem irántam! – mondja az Úr, a Seregek Istene. –
20 οτι απ' αιωνος συνετριψας τον ζυγον σου διεσπασας τους δεσμους σου και ειπας ου δουλευσω αλλα πορευσομαι επι παν βουνον υψηλον και υποκατω παντος ξυλου κατασκιου εκει διαχυθησομαι εν τη πορνεια μου20 Bizony, már régtől fogva összetörted igádat, széttépted bilincseidet, és azt mondtad: ‘Nem szolgálok!’ Mert minden magas dombon és minden zöldellő fa alatt lefekszel, mint egy parázna.
21 εγω δε εφυτευσα σε αμπελον καρποφορον πασαν αληθινην πως εστραφης εις πικριαν η αμπελος η αλλοτρια21 Én mint nemes szőlőfajtát ültettelek el, mint egészen valódi magot; hogyan változtál át nekem idegen szőlőtő vadhajtásává?
22 εαν αποπλυνη εν νιτρω και πληθυνης σεαυτη ποαν κεκηλιδωσαι εν ταις αδικιαις σου εναντιον εμου λεγει κυριος22 Ha meg is mosod magad lúggal, és bőven használsz is szappant, bűnöd szennyfolt marad előttem – mondja az Úristen. –
23 πως ερεις ουκ εμιανθην και οπισω της βααλ ουκ επορευθην ιδε τας οδους σου εν τω πολυανδριω και γνωθι τι εποιησας οψε φωνη αυτης ωλολυξεν τας οδους αυτης23 Hogyan mondhatod: ‘Nem vagyok tisztátalan, nem jártam a Baálok után?’ Nézd utadat a völgyben, ismerd fel, mit tettél, te gyors lábú tevekanca, mely össze-vissza futkos útjain!
24 επλατυνεν εφ' υδατα ερημου εν επιθυμιαις ψυχης αυτης επνευματοφορειτο παρεδοθη τις επιστρεψει αυτην παντες οι ζητουντες αυτην ου κοπιασουσιν εν τη ταπεινωσει αυτης ευρησουσιν αυτην24 Pusztához szokott vadszamár, mely érzéki vágyában levegő után kapkod! Gerjedelmét ki fékezhetné meg? Bárki keresi, nem kell fáradnia, rátalál a maga hónapjában.
25 αποστρεψον τον ποδα σου απο οδου τραχειας και τον φαρυγγα σου απο διψους η δε ειπεν ανδριουμαι οτι ηγαπηκει αλλοτριους και οπισω αυτων επορευετο25 Óvd lábadat a mezítláb járástól, és torkodat a szomjúságtól! De te így szóltál: ‘Hiába, nem lehet! Mert szeretem az idegeneket, és utánuk járok.’
26 ως αισχυνη κλεπτου οταν αλω ουτως αισχυνθησονται οι υιοι ισραηλ αυτοι και οι βασιλεις αυτων και οι αρχοντες αυτων και οι ιερεις αυτων και οι προφηται αυτων26 Ahogy megszégyenül a tolvaj, ha rajtakapják, úgy szégyenült meg Izrael háza: ők maguk, királyaik és fejedelmeik, papjaik és prófétáik,
27 τω ξυλω ειπαν οτι πατηρ μου ει συ και τω λιθω συ εγεννησας με και εστρεψαν επ' εμε νωτα και ου προσωπα αυτων και εν τω καιρω των κακων αυτων ερουσιν αναστα και σωσον ημας27 akik így szólnak a fához: ‘Atyám vagy te’, és a kőhöz: ‘Te szültél engem.’ Mert hátukat fordítják felém, és nem arcukat. De bajuk idején így szólnak majd: ‘Kelj fel, és szabadíts meg minket!’
28 και που εισιν οι θεοι σου ους εποιησας σεαυτω ει αναστησονται και σωσουσιν σε εν καιρω της κακωσεως σου οτι κατ' αριθμον των πολεων σου ησαν θεοι σου ιουδα και κατ' αριθμον διοδων της ιερουσαλημ εθυον τη βααλ28 Hol vannak isteneid, melyeket alkottál magadnak? Keljenek fel, ha meg tudnak szabadítani bajod idején! Hiszen amennyi városaid száma, annyi lett az istened, Júda!
29 ινα τι λαλειτε προς με παντες υμεις ησεβησατε και παντες υμεις ηνομησατε εις εμε λεγει κυριος29 Miért pereltek velem? Mindnyájan elpártoltatok tőlem, – mondja az Úr. –
30 ματην επαταξα τα τεκνα υμων παιδειαν ουκ εδεξασθε μαχαιρα κατεφαγεν τους προφητας υμων ως λεων ολεθρευων και ουκ εφοβηθητε30 Hiába vertem meg fiaitokat, az intelmet nem fogadták meg; elemésztette kardotok prófétáitokat, mint pusztító oroszlán.
31 ακουσατε λογον κυριου ταδε λεγει κυριος μη ερημος εγενομην τω ισραηλ η γη κεχερσωμενη δια τι ειπεν ο λαος μου ου κυριευθησομεθα και ουχ ηξομεν προς σε ετι31 Ó, te nemzedék! Lássátok az Úr igéjét! Vajon pusztaság voltam Izraelnek, vagy a sűrű sötétség földje? Miért mondta népem: ‘Szabadon kószálunk, nem megyünk többé hozzád?’
32 μη επιλησεται νυμφη τον κοσμον αυτης και παρθενος την στηθοδεσμιδα αυτης ο δε λαος μου επελαθετο μου ημερας ων ουκ εστιν αριθμος32 Megfeledkezik-e ékszeréről a szűz, vagy díszes övéről a menyasszony? Népem mégis megfeledkezett rólam számtalan napon át.
33 τι ετι καλον επιτηδευσεις εν ταις οδοις σου του ζητησαι αγαπησιν ουχ ουτως αλλα και συ επονηρευσω του μιαναι τας οδους σου33 Milyen jól tudod utadat, amikor szerelmet keresel! Így a gonoszságokhoz is hozzászoktattad útjaidat.
34 και εν ταις χερσιν σου ευρεθησαν αιματα ψυχων αθωων ουκ εν διορυγμασιν ευρον αυτους αλλ' επι παση δρυι34 Még ruhád szegélyén is található szegény, ártatlan emberek vére, akiket nem betörésen kaptál rajta, hanem mindezeknek ellene voltak.
35 και ειπας αθωος ειμι αλλα αποστραφητω ο θυμος αυτου απ' εμου ιδου εγω κρινομαι προς σε εν τω λεγειν σε ουχ ημαρτον35 Mégis így szóltál: ‘Ártatlan vagyok, igen, elfordult haragja tőlem.’ Íme, én ítéletet tartok fölötted, mert azt mondtad: ‘Nem vétkeztem.’
36 τι κατεφρονησας σφοδρα του δευτερωσαι τας οδους σου και απο αιγυπτου καταισχυνθηση καθως κατησχυνθης απο ασσουρ36 Milyen könnyelműen változtatod utadat! De Egyiptommal is szégyent vallasz, ahogyan szégyent vallottál Asszíriával.
37 οτι και εντευθεν εξελευση και αι χειρες σου επι της κεφαλης σου οτι απωσατο κυριος την ελπιδα σου και ουκ ευοδωθηση εν αυτη37 Onnan is kijössz majd, és kezeddel fogod a fejedet; mert elvetette az Úr azokat, akikben bízol, és nem lesz szerencséd velük.