Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΗΣΑΙΑΣ - Isaia - Isaiah 38


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 εγενετο δε εν τω καιρω εκεινω εμαλακισθη εζεκιας εως θανατου και ηλθεν προς αυτον ησαιας υιος αμως ο προφητης και ειπεν προς αυτον ταδε λεγει κυριος ταξαι περι του οικου σου αποθνησκεις γαρ συ και ου ζηση1 Azokban a napokban Hiszkija halálosan megbetegedett. Akkor bement hozzá Izajás próféta, Ámosz fia, és azt mondta neki: »Így szól az Úr: Rendelkezz házadról, mert meghalsz, nem maradsz életben!«
2 και απεστρεψεν εζεκιας το προσωπον αυτου προς τον τοιχον και προσηυξατο προς κυριον2 Erre Hiszkija a fal felé fordította arcát, és imádkozott az Úrhoz.
3 λεγων μνησθητι κυριε ως επορευθην ενωπιον σου μετα αληθειας εν καρδια αληθινη και τα αρεστα ενωπιον σου εποιησα και εκλαυσεν εζεκιας κλαυθμω μεγαλω3 Ezt mondta: »Ó, Uram, emlékezzél meg, kérlek, arról, hogy hűséggel és egész szívvel jártam színed előtt, és azt tettem, ami jó a te szemedben!« És sírt Hiszkija, hangos sírással.
4 και εγενετο λογος κυριου προς ησαιαν λεγων4 Ekkor szólt az Úr szava Izajáshoz:
5 πορευθητι και ειπον εζεκια ταδε λεγει κυριος ο θεος δαυιδ του πατρος σου ηκουσα της φωνης της προσευχης σου και ειδον τα δακρυα σου ιδου προστιθημι προς τον χρονον σου ετη δεκα πεντε5 »Menj, és mondd meg Hiszkijának: ‘Így szól az Úr, atyádnak, Dávidnak Istene: Meghallgattam imádságodat, láttam könnyeidet; íme, megtoldom napjaidat tizenöt évvel.
6 και εκ χειρος βασιλεως ασσυριων σωσω σε και υπερ της πολεως ταυτης υπερασπιω6 Asszíria királyának kezétől megmentelek téged és ezt a várost, és megoltalmazom ezt a várost.’
7 τουτο δε σοι το σημειον παρα κυριου οτι ο θεος ποιησει το ρημα τουτο7 Ez lesz számodra a jel az Úrtól, hogy teljesíti az Úr azt az igét, amelyet mondott:
8 την σκιαν των αναβαθμων ους κατεβη ο ηλιος τους δεκα αναβαθμους του οικου του πατρος σου αποστρεψω τον ηλιον τους δεκα αναβαθμους και ανεβη ο ηλιος τους δεκα αναβαθμους ους κατεβη η σκια8 Íme, visszahúzom az árnyékot azokon a fokokon, amelyeken már túlhaladt Ácház napóráján, és visszatérítem a napot tíz fokkal.« Vissza is tért a nap tíz fokkal azokon a fokokon, amelyeken már túlhaladt az árnyék.
9 προσευχη εζεκιου βασιλεως της ιουδαιας ηνικα εμαλακισθη και ανεστη εκ της μαλακιας αυτου9 Hiszkijának, Júda királyának írása, amikor beteg volt, és felgyógyult betegségéből:
10 εγω ειπα εν τω υψει των ημερων μου εν πυλαις αδου καταλειψω τα ετη τα επιλοιπα10 »Így szóltam én: Napjaim közepén kell elmennem az alvilág kapuiba, megfosztva hátralevő éveimtől!
11 ειπα ουκετι μη ιδω το σωτηριον του θεου επι της γης ουκετι μη ιδω ανθρωπον11 Azt mondtam: Nem látom az Urat az élők földjén, nem látok többé embert a világ lakói között.
12 εκ της συγγενειας μου κατελιπον το λοιπον της ζωης μου εξηλθεν και απηλθεν απ' εμου ωσπερ ο καταλυων σκηνην πηξας το πνευμα μου παρ' εμοι εγενετο ως ιστος εριθου εγγιζουσης εκτεμειν εν τη ημερα εκεινη παρεδοθην12 Hajlékomat felszedték és elvitték tőlem, mint a pásztorok sátrát. Összegöngyöli, mint a takács, életemet, a fonalról levág engem. Nappaltól éjszakáig végzel velem.
13 εως πρωι ως λεοντι ουτως τα οστα μου συνετριψεν απο γαρ της ημερας εως της νυκτος παρεδοθην13 Elterülve fekszem reggelig; mint az oroszlán, úgy töri össze minden csontomat. Nappaltól éjszakáig végzel velem.
14 ως χελιδων ουτως φωνησω και ως περιστερα ουτως μελετησω εξελιπον γαρ μου οι οφθαλμοι του βλεπειν εις το υψος του ουρανου προς τον κυριον ος εξειλατο με14 Mint fecskefióka, úgy csipogok, nyögök, mint a galamb; szemem bágyadtan tekint a magasba. Uram, erőszakot szenvedek, felelj értem!
15 και αφειλατο μου την οδυνην της ψυχης15 Mit szóljak? És mit mond majd nekem? Ő cselekedett! Minden évemen át lelkem keserűségében járok.
16 κυριε περι αυτης γαρ ανηγγελη σοι και εξηγειρας μου την πνοην και παρακληθεις εζησα16 Uram, benned remél a szívem; hadd éljen a lelkem, gyógyíts meg, és éltess engem!
17 ειλου γαρ μου την ψυχην ινα μη αποληται και απερριψας οπισω μου πασας τας αμαρτιας μου17 Íme, javamra válik legkeserűbb keservem; hiszen te megmentetted lelkemet az enyészet vermétől, mivel hátad mögé dobtad minden vétkemet.
18 ου γαρ οι εν αδου αινεσουσιν σε ουδε οι αποθανοντες ευλογησουσιν σε ουδε ελπιουσιν οι εν αδου την ελεημοσυνην σου18 Mert nem az alvilág magasztal téged, és a halál sem dicsőít; akik a sírgödörbe szállnak, nem remélnek hűségedben.
19 οι ζωντως ευλογησουσιν σε ον τροπον καγω απο γαρ της σημερον παιδια ποιησω α αναγγελουσιν την δικαιοσυνην σου19 Az élő, csak az élő magasztal téged, ahogyan ma én is; az apa a fiaival ismertesse meg hűségedet!
20 κυριε της σωτηριας μου και ου παυσομαι ευλογων σε μετα ψαλτηριου πασας τας ημερας της ζωης μου κατεναντι του οικου του θεου20 Az Úr kész megszabadítani engem, hogy dalainkat citerával kísérhessük életünknek minden napján az Úr házában.«
21 και ειπεν ησαιας προς εζεκιαν λαβε παλαθην εκ συκων και τριψον και καταπλασαι και υγιης εση21 Akkor meghagyta Izajás, hogy hozzanak egy csomó préselt fügét, és kenjék rá a kelevényre, akkor életben marad.
22 και ειπεν εζεκιας τουτο το σημειον οτι αναβησομαι εις τον οικον κυριου του θεου22 Erre így szólt Hiszkija: »Mi lesz a jele, hogy föl fogok menni az Úr házába?«