Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Β´ - 2 Maccabei- Maccabees II 8


font
LXXBIBBIA CEI 2008
1 ιουδας δε ο και μακκαβαιος και οι συν αυτω παρεισπορευομενοι λεληθοτως εις τας κωμας προσεκαλουντο τους συγγενεις και τους μεμενηκοτας εν τω ιουδαισμω προσλαμβανομενοι συνηγαγον εις εξακισχιλιους1 Intanto Giuda Maccabeo e i suoi compagni, passando di nascosto nei villaggi, chiamavano a sé i loro congiunti e, raccolti quanti erano rimasti fedeli al giudaismo, misero insieme circa seimila uomini.
2 και επεκαλουντο τον κυριον επιδειν τον υπο παντων καταπατουμενον λαον οικτιραι δε και τον ναον τον υπο των ασεβων ανθρωπων βεβηλωθεντα2 Alzarono allora suppliche al Signore, perché volgesse lo sguardo al popolo da tutti calpestato, avesse pietà del tempio profanato da uomini empi,
3 ελεησαι δε και την καταφθειρομενην πολιν και μελλουσαν ισοπεδον γινεσθαι και των καταβοωντων προς αυτον αιματων εισακουσαι3 usasse misericordia alla città devastata e prossima a essere rasa al suolo, porgesse orecchio al sangue che gridava al suo cospetto,
4 μνησθηναι δε και της των αναμαρτητων νηπιων παρανομου απωλειας και περι των γενομενων εις το ονομα αυτου βλασφημιων και μισοπονηρησαι4 non dimenticasse l’iniquo sterminio di fanciulli innocenti e le bestemmie pronunciate contro il suo nome e mostrasse il suo sdegno contro la malvagità.
5 γενομενος δε ο μακκαβαιος εν συστεματι ανυποστατος ηδη τοις εθνεσιν εγινετο της οργης του κυριου εις ελεον τραπεισης5 Il Maccabeo, postosi a capo del gruppo, divenne ormai invincibile per le nazioni, mentre l’ira del Signore si volgeva in misericordia.
6 πολεις δε και κωμας απροσδοκητως ερχομενος ενεπιμπρα και τους επικαιρους τοπους απολαμβανων ουκ ολιγους των πολεμιων τροπουμενος6 Piombando all’improvviso su città e villaggi, li incendiava e, impadronendosi delle posizioni più opportune, metteva in fuga non pochi nemici,
7 μαλιστα τας νυκτας προς τας τοιαυτας επιβολας συνεργους ελαμβανεν και λαλια της ευανδριας αυτου διηχειτο πανταχη7 scegliendo di preferenza la notte come tempo favorevole a queste incursioni. La fama del suo valore risuonava dovunque.
8 συνορων δε ο φιλιππος κατα μικρον εις προκοπην ερχομενον τον ανδρα πυκνοτερον δε εν ταις ευημεριαις προβαινοντα προς πτολεμαιον τον κοιλης συριας και φοινικης στρατηγον εγραψεν επιβοηθειν τοις του βασιλεως πραγμασιν8 Filippo, osservando che quest’uomo a poco a poco otteneva successi e progrediva continuamente, scrisse a Tolomeo, stratega della Celesiria e della Fenicia, perché intervenisse a favore degli interessi del re.
9 ο δε ταχεως προχειρισαμενος νικανορα τον του πατροκλου των πρωτων φιλων απεστειλεν υποταξας παμφυλων εθνη ουκ ελαττους των δισμυριων το συμπαν της ιουδαιας εξαραι γενος συνεστησεν δε αυτω και γοργιαν ανδρα στρατηγον και εν πολεμικαις χρειαις πειραν εχοντα9 Quello incaricò subito Nicànore, figlio di Pàtroclo, uno dei primi amici del re, e, affidando ai suoi ordini truppe di uomini di ogni nazione in numero non inferiore a ventimila, lo inviò a sterminare totalmente la stirpe dei Giudei. Gli associò anche Gorgia, un generale di professione, esperto in tattica militare.
10 διεστησατο δε ο νικανωρ τον φορον τω βασιλει τοις ρωμαιοις οντα ταλαντων δισχιλιων εκ της των ιουδαιων αιχμαλωσιας εκπληρωσειν10 Nicànore si propose di pagare il tributo che il re doveva ai Romani, che era di duemila talenti, con la vendita degli schiavi giudei.
11 ευθεως δε εις τας παραθαλασσιους πολεις απεστειλεν προκαλουμενος επ' αγορασμον ιουδαιων σωματων υπισχνουμενος ενενηκοντα σωματα ταλαντου παραχωρησειν ου προσδεχομενος την παρα του παντοκρατορος μελλουσαν παρακολουθησειν επ' αυτω δικην11 Anzi, spedì senz’altro alle città della costa l’invito ad acquistare schiavi giudei, promettendo di barattare novanta prigionieri per un talento; non immaginava che la vendetta dell’Onnipotente stava per piombare su di lui.
12 τω δε ιουδα προσεπεσεν περι της του νικανορος εφοδου και μεταδοντος τοις συν αυτω την παρουσιαν του στρατοπεδου12 Giuda fu informato della spedizione di Nicànore e annunciò ai suoi uomini l’avvicinarsi dell’esercito.
13 οι δειλανδρουντες και απιστουντες την του θεου δικην διεδιδρασκον εαυτους και εξετοπιζον13 Allora i paurosi e quanti non confidavano nella giustizia di Dio fuggirono, portandosi lontano dalla zona.
14 οι δε τα περιλελειμμενα παντα επωλουν ομου δε τον κυριον ηξιουν ρυσασθαι τους υπο του δυσσεβους νικανορος πριν συντυχειν πεπραμενους14 Altri vendevano tutte le cose che erano loro rimaste e insieme pregavano il Signore di salvare coloro che l’empio Nicànore aveva venduto prima ancora dello scontro:
15 και ει μη δι' αυτους αλλα δια τας προς τους πατερας αυτων διαθηκας και ενεκα της επ' αυτους επικλησεως του σεμνου και μεγαλοπρεπους ονοματος αυτου15 questo, se non per loro merito, almeno per l’alleanza con i loro padri e per riguardo al suo augusto e glorioso nome invocato sopra di loro.
16 συναγαγων δε ο μακκαβαιος τους περι αυτον οντας αριθμον εξακισχιλιους παρεκαλει μη καταπλαγηναι τοις πολεμιοις μηδε ευλαβεισθαι την των αδικως παραγινομενων επ' αυτους εθνων πολυπληθειαν αγωνισασθαι δε γενναιως16 Il Maccabeo poi, radunati i suoi uomini in numero di seimila, li esortava a non scoraggiarsi davanti ai nemici, né a lasciarsi prendere da timore di fronte alla moltitudine delle nazioni venute ingiustamente contro di loro, ma a combattere da forti,
17 προ οφθαλμων λαβοντας την ανομως εις τον αγιον τοπον συντετελεσμενην υπ' αυτων υβριν και τον της εμπεπαιγμενης πολεως αικισμον ετι δε την της προγονικης πολιτειας καταλυσιν17 tenendo davanti agli occhi le violenze che quelli avevano iniquamente perpetrato contro il luogo santo, lo strazio della città vilipesa e ancora la soppressione dell’ordinamento politico degli antenati.
18 οι μεν γαρ οπλοις πεποιθασιν αμα και τολμαις εφησεν ημεις δε επι τω παντοκρατορι θεω δυναμενω και τους ερχομενους εφ' ημας και τον ολον κοσμον ενι νευματι καταβαλειν πεποιθαμεν18 «Costoro – disse – confidano nelle armi e così pure nel loro ardire; noi confidiamo nel Dio onnipotente, capace di abbattere quanti vengono contro di lui e il mondo intero con un solo cenno».
19 προσαναλεξαμενος δε αυτοις και τας επι των προγονων γενομενας αντιλημψεις και την επι σενναχηριμ εκατον ογδοηκοντα πεντε χιλιαδες ως απωλοντο19 Ricordò loro distintamente gli interventi a favore dei loro antenati, quello contro Sennàcherib, quando morirono centoottantacinquemila uomini,
20 και την εν τη βαβυλωνια την προς τους γαλατας παραταξιν γενομενην ως οι παντες επι την χρειαν ηλθον οκτακισχιλιοι συν μακεδοσιν τετρακισχιλιοις των μακεδονων απορουμενων οι οκτακισχιλιοι τας δωδεκα μυριαδας απωλεσαν δια την γινομενην αυτοις απ' ουρανου βοηθειαν και ωφελειαν πολλην ελαβον20 e quello avvenuto in Babilonia nella battaglia contro i Gàlati, quando tutti si trovarono in necessità, ottomila insieme con quattromila Macèdoni: mentre i Macèdoni soccombevano, gli ottomila sterminarono centoventimila uomini con l’aiuto venuto loro dal Cielo, ricevendone un grande vantaggio.
21 εφ' οις ευθαρσεις αυτους παραστησας και ετοιμους υπερ των νομων και της πατριδος αποθνησκειν τετραμερες τι το στρατευμα εποιησεν21 Con queste parole li rese coraggiosi e pronti a morire per le leggi e per la patria. Poi divise in qualche modo l’esercito in quattro parti
22 ταξας και τους αδελφους αυτου προηγουμενους εκατερας ταξεως σιμωνα και ιωσηπον και ιωναθην υποταξας εκαστω χιλιους προς τοις πεντακοσιοις22 e mise al comando di ogni schieramento i suoi fratelli Simone, Giuseppe e Giònata, affidando a ciascuno millecinquecento uomini.
23 ετι δε και ελεαζαρον παραναγνους την ιεραν βιβλον και δους συνθημα θεου βοηθειας της πρωτης σπειρας αυτος προηγουμενος συνεβαλε τω νικανορι23 Vi aggiunse Eleàzaro, lesse poi in pubblico il libro sacro e, data la parola d’ordine «Aiuto di Dio», si pose lui stesso a capo del primo reparto e attaccò Nicànore.
24 γενομενου δε αυτοις του παντοκρατορος συμμαχου κατεσφαξαν των πολεμιων υπερ τους ενακισχιλιους τραυματιας δε και τοις μελεσιν αναπειρους το πλειον μερος της του νικανορος στρατιας εποιησαν παντας δε φυγειν ηναγκασαν24 L’Onnipotente si fece loro alleato ed essi uccisero più di novemila nemici, ferirono e mutilarono nelle membra la maggior parte dell’esercito di Nicànore e costrinsero tutti a fuggire.
25 τα δε χρηματα των παραγεγονοτων επι τον αγορασμον αυτων ελαβον συνδιωξαντες δε αυτους εφ' ικανον ανελυσαν υπο της ωρας συγκλειομενοι25 Si impadronirono dei beni di quanti erano convenuti per il loro acquisto; inseguirono poi i nemici per un lungo tratto, ma impediti dall’ora tarda tornarono indietro.
26 ην γαρ η προ του σαββατου δι' ην αιτιαν ουκ εμακροτονησαν κατατρεχοντες αυτους26 Era la vigilia del sabato e per questa ragione non protrassero l’inseguimento.
27 οπλολογησαντες δε αυτους και τα σκυλα εκδυσαντες των πολεμιων περι το σαββατον εγινοντο περισσως ευλογουντες και εξομολογουμενοι τω κυριω τω διασωσαντι εις την ημεραν ταυτην αρχην ελεους ταξαντος αυτοις27 Raccolte le armi dei nemici e tolte loro le spoglie, passarono il sabato benedicendo incessantemente e ringraziando il Signore che li aveva salvati in quel giorno, cominciando ad aver misericordia per loro.
28 μετα δε το σαββατον τοις ηκισμενοις και ταις χηραις και ορφανοις μερισαντες απο των σκυλων τα λοιπα αυτοι και τα παιδια διεμερισαντο28 Dopo il sabato distribuirono parte delle spoglie ai danneggiati, alle vedove, agli orfani; il resto se lo divisero tra loro e i loro figli.
29 ταυτα δε διαπραξαμενοι και κοινην ικετειαν ποιησαμενοι τον ελεημονα κυριον ηξιουν εις τελος καταλλαγηναι τοις αυτου δουλοις29 Compiute queste cose, fecero una supplica in comune, scongiurando il Signore misericordioso di riconciliarsi pienamente con i suoi servi.
30 και τοις περι τιμοθεον και βακχιδην συνερισαντες υπερ τους δισμυριους αυτων ανειλον και οχυρωματων υψηλων ευ μαλα εγκρατεις εγενοντο και λαφυρα πλειονα εμερισαντο ισομοιρους αυτοις και τοις ηκισμενοις και ορφανοις και χηραις ετι δε και πρεσβυτεροις ποιησαντες30 Poi, si scontrarono anche con gli uomini di Timòteo e Bàcchide e ne uccisero più di ventimila, si impadronirono saldamente di alte fortezze e divisero l’abbondante bottino in parti uguali tra loro, i danneggiati, gli orfani, le vedove e anche i vecchi.
31 οπλολογησαντες δε αυτους επιμελως παντα συνεθηκαν εις τους επικαιρους τοπους τα δε λοιπα των σκυλων ηνεγκαν εις ιεροσολυμα31 Raccolte le loro armi, con molta cura riposero il tutto in luoghi opportuni e portarono il resto del bottino a Gerusalemme.
32 τον δε φυλαρχην των περι τιμοθεον ανειλον ανοσιωτατον ανδρα και πολλα τους ιουδαιους επιλελυπηκοτα32 Uccisero anche l’ufficiale preposto alle guardie di Timòteo, uomo scelleratissimo, che aveva fatto soffrire molto i Giudei.
33 επινικια δε αγοντες εν τη πατριδι τους εμπρησαντας τους ιερους πυλωνας και καλλισθενην υφηψαν εις εν οικιδιον πεφευγοτα και τον αξιον της δυσσεβειας εκομισατο μισθον33 Mentre si celebrava la vittoria in patria, bruciarono coloro che avevano incendiato le sacre porte, compreso Callìstene, che si era rifugiato in una casupola; ricevette così una degna ricompensa per la sua empietà.
34 ο δε τρισαλιτηριος νικανωρ ο τους χιλιους εμπορους επι την πρασιν των ιουδαιων αγαγων34 Il tristissimo Nicànore, colui che aveva convocato mille mercanti per la vendita dei Giudei,
35 ταπεινωθεις υπο των κατ' αυτον νομιζομενων ελαχιστων ειναι τη του κυριου βοηθεια την δοξικην αποθεμενος εσθητα δια της μεσογειου δραπετου τροπον ερημον εαυτον ποιησας ηκεν εις αντιοχειαν υπερ απαν ευημερηκως επι τη του στρατου διαφθορα35 umiliato, con l’aiuto del Signore, da coloro che erano da lui ritenuti insignificanti, deposta la splendida veste, fuggiasco come uno schiavo attraverso la campagna e ormai privo di tutto, arrivò ad Antiòchia, già troppo fortunato per essere sopravvissuto alla rovina dell’esercito.
36 και ο τοις ρωμαιοις αναδεξαμενος φορον απο της των εν ιεροσολυμοις αιχμαλωσιας κατορθωσασθαι κατηγγελλεν υπερμαχον εχειν τους ιουδαιους και δια τον τροπον τουτον ατρωτους ειναι τους ιουδαιους δια το ακολουθειν τοις υπ' αυτου προτεταγμενοις νομοις36 Così, chi si riprometteva di assicurare il tributo per i Romani con la vendita dei prigionieri a Gerusalemme, confessava ora che i Giudei avevano un difensore e che i Giudei per questa ragione erano invincibili, perché obbedivano alle leggi da lui stabilite.