Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

ΙΟΥΔΙΘ - Giuditta - Judith 6


font
LXXVULGATA
1 και ως κατεπαυσεν ο θορυβος των ανδρων των κυκλω της συνεδριας και ειπεν ολοφερνης αρχιστρατηγος δυναμεως ασσουρ προς αχιωρ εναντιον παντος του δημου αλλοφυλων και προς παντας υιους μωαβ1 Factum est autem cum cessassent loqui, indignatus Holofernes vehementer, dixit ad Achior :
2 και τις ει συ αχιωρ και οι μισθωτοι του εφραιμ οτι επροφητευσας εν ημιν καθως σημερον και ειπας το γενος ισραηλ μη πολεμησαι οτι ο θεος αυτων υπερασπιει αυτων και τις θεος ει μη ναβουχοδονοσορ ουτος αποστελει το κρατος αυτου και εξολεθρευσει αυτους απο προσωπου της γης και ου ρυσεται αυτους ο θεος αυτων2 Quoniam prophetasti nobis, dicens quod gens Israël defendatur a Deo suo, ut ostendam tibi quoniam non est deus nisi Nabuchodonosor,
3 αλλ' ημεις οι δουλοι αυτου παταξομεν αυτους ως ανθρωπον ενα και ουχ υποστησονται το κρατος των ιππων ημων3 cum percusserimus eos omnes, sicut hominem unum, tunc et ipse cum illis Assyriorum gladio interibis, et omnis Israël tecum perditione disperiet :
4 κατακαυσομεν γαρ αυτους εν αυτοις και τα ορη αυτων μεθυσθησεται εν τω αιματι αυτων και τα πεδια αυτων πληρωθησεται των νεκρων αυτων και ουκ αντιστησεται το ιχνος των ποδων αυτων κατα προσωπον ημων αλλα απωλεια απολουνται λεγει ο βασιλευς ναβουχοδονοσορ ο κυριος πασης της γης ειπεν γαρ ου ματαιωθησεται τα ρηματα των λογων αυτου4 et probabis quoniam Nabuchodonosor dominus sit universæ terræ : tuncque gladius militiæ meæ transiet per latera tua, et confixus cades inter vulneratos Israël, et non respirabis ultra, donec extermineris cum illis.
5 συ δε αχιωρ μισθωτε του αμμων ος ελαλησας τους λογους τουτους εν ημερα αδικιας σου ουκ οψει ετι το προσωπον μου απο της ημερας ταυτης εως ου εκδικησω το γενος των εξ αιγυπτου5 Porro autem si prophetiam tuam veram existimas, non concidat vultus tuus : et pallor qui faciem tuam obtinet abscedat a te, si verba mea hæc putas impleri non posse.
6 και τοτε διελευσεται ο σιδηρος της στρατιας μου και ο λαος των θεραποντων μου τας πλευρας σου και πεση εν τοις τραυματιαις αυτων οταν επιστρεψω6 Ut autem noveris quia simul cum illis hæc experieris, ecce ex hac hora illorum populo sociaberis, ut, dum dignas mei gladii p?nas exceperint, ipse simul ultioni subjaceas.
7 και αποκαταστησουσιν σε οι δουλοι μου εις την ορεινην και θησουσιν σε εν μια των πολεων των αναβασεων7 Tunc Holofernes præcepit servis suis ut comprehenderent Achior, et perducerent eum in Bethuliam, et traderent eum in manus filiorum Israël.
8 και ουκ απολη εως ου εξολεθρευθης μετ' αυτων8 Et accipientes eum servi Holofernis, profecti sunt per campestria : sed cum appropinquassent ad montana, exierunt contra eos fundibularii.
9 και ειπερ ελπιζεις τη καρδια σου οτι ου συλλημφθησονται μη συμπεσετω σου το προσωπον ελαλησα και ουδεν διαπεσειται των ρηματων μου9 Illi autem divertentes a latere montis, ligaverunt Achior ad arborem manibus et pedibus, et sic vinctum restibus dimiserunt eum, et reversi sunt ad dominum suum.
10 και προσεταξεν ολοφερνης τοις δουλοις αυτου οι ησαν παρεστηκοτες εν τη σκηνη αυτου συλλαβειν τον αχιωρ και αποκαταστησαι αυτον εις βαιτυλουα και παραδουναι εις χειρας υιων ισραηλ10 Porro filii Israël descendentes de Bethulia, venerunt ad eum : quem solventes, duxerunt ad Bethuliam, atque in medium populi illum statuentes, percunctati sunt quid rerum esset quod illum vinctum Assyrii reliquissent.
11 και συνελαβον αυτον οι δουλοι αυτου και ηγαγον αυτον εξω της παρεμβολης εις το πεδιον και απηραν εκ μεσου της πεδινης εις την ορεινην και παρεγενοντο επι τας πηγας αι ησαν υποκατω βαιτυλουα11 In diebus illis erant illic principes Ozias filius Micha de tribu Simeon, et Charmi, qui et Gothoniel.
12 και ως ειδαν αυτους οι ανδρες της πολεως επι την κορυφην του ορους ανελαβον τα οπλα αυτων και απηλθον εξω της πολεως επι την κορυφην του ορους και πας ανηρ σφενδονητης διεκρατησαν την αναβασιν αυτων και εβαλλον εν λιθοις επ' αυτους12 In medio itaque seniorum, et in conspectu omnium, Achior dixit omnia quæ locutus ipse fuerat ab Holoferne interrogatus : et qualiter populus Holofernis voluisset propter hoc verbum interficere eum,
13 και υποδυσαντες υποκατω του ορους εδησαν τον αχιωρ και αφηκαν ερριμμενον υπο την ριζαν του ορους και απωχοντο προς τον κυριον αυτων13 et quemadmodum ipse Holofernes iratus jusserit eum Israëlitis hac de causa tradi, ut dum vicerit filios Israël, tunc et ipsum Achior diversis jubeat interire suppliciis, propter hoc quod dixisset : Deus cæli defensor eorum est.
14 καταβαντες δε οι υιοι ισραηλ εκ της πολεως αυτων επεστησαν αυτω και λυσαντες αυτον απηγαγον εις την βαιτυλουα και κατεστησαν αυτον επι τους αρχοντας της πολεως αυτων14 Cumque Achior universa hæc exposuisset, omnis populus cecidit in faciem, adorantes Dominum, et communi lamentatione et fletu unanimes preces suas Domino effuderunt,
15 οι ησαν εν ταις ημεραις εκειναις οζιας ο του μιχα εκ της φυλης συμεων και χαβρις ο του γοθονιηλ και χαρμις υιος μελχιηλ15 dicentes : Domine Deus cæli et terræ, intuere superbiam eorum, et respice ad nostram humilitatem, et faciem sanctorum tuorum attende, et ostende quoniam non derelinquis præsumentes de te : et præsumentes de se, et de sua virtute gloriantes, humilias.
16 και συνεκαλεσαν παντας τους πρεσβυτερους της πολεως και συνεδραμον πας νεανισκος αυτων και αι γυναικες εις την εκκλησιαν και εστησαν τον αχιωρ εν μεσω παντος του λαου αυτων και επηρωτησεν αυτον οζιας το συμβεβηκος16 Finito itaque fletu, et per totam diem oratione populorum completa, consolati sunt Achior,
17 και αποκριθεις απηγγειλεν αυτοις τα ρηματα της συνεδριας ολοφερνου και παντα τα ρηματα οσα ελαλησεν εν μεσω των αρχοντων υιων ασσουρ και οσα εμεγαλορρημονησεν ολοφερνης εις τον οικον ισραηλ17 dicentes : Deus patrum nostrorum, cujus tu virtutem prædicasti, ipse tibi hanc dabit vicissitudinem, ut eorum magis tu interitum videas.
18 και πεσοντες ο λαος προσεκυνησαν τω θεω και εβοησαν λεγοντες18 Cum vero Dominus Deus noster dederit hanc libertatem servis suis, sit et tecum Deus in medio nostri : ut sicut placuerit tibi, ita cum tuis omnibus converseris nobiscum.
19 κυριε ο θεος του ουρανου κατιδε επι τας υπερηφανιας αυτων και ελεησον την ταπεινωσιν του γενους ημων και επιβλεψον επι το προσωπον των ηγιασμενων σοι εν τη ημερα ταυτη19 Tunc Ozias, finito consilio, suscepit eum in domum suam, et fecit ei c?nam magnam.
20 και παρεκαλεσαν τον αχιωρ και επηνεσαν αυτον σφοδρα20 Et vocatis omnibus presbyteris, simul expleto jejunio refecerunt.
21 και παρελαβεν αυτον οζιας εκ της εκκλησιας εις οικον αυτου και εποιησεν ποτον τοις πρεσβυτεροις και επεκαλεσαντο τον θεον ισραηλ εις βοηθειαν ολην την νυκτα εκεινην21 Postea vero convocatus est omnis populus, et per totam noctem intra ecclesiam oraverunt, petentes auxilium a Deo Israël.