Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΙΟΥΔΙΘ - Giuditta - Judith 10


font
LXXBIBBIA CEI 2008
1 και εγενετο ως επαυσατο βοωσα προς τον θεον ισραηλ και συνετελεσεν παντα τα ρηματα ταυτα1 Quando Giuditta ebbe cessato di supplicare il Dio d’Israele ed ebbe terminato di pronunciare tutte queste parole,
2 και ανεστη απο της πτωσεως και εκαλεσεν την αβραν αυτης και κατεβη εις τον οικον εν ω διετριβεν εν αυτω εν ταις ημεραις των σαββατων και εν ταις εορταις αυτης2 si alzò da terra, chiamò la sua ancella e scese nella casa dove usava passare i giorni dei sabati e le feste.
3 και περιειλατο τον σακκον ον ενεδεδυκει και εξεδυσατο τα ιματια της χηρευσεως αυτης και περιεκλυσατο το σωμα υδατι και εχρισατο μυρω παχει και διεξανε τας τριχας της κεφαλης αυτης και επεθετο μιτραν επ' αυτης και ενεδυσατο τα ιματια της ευφροσυνης αυτης εν οις εστολιζετο εν ταις ημεραις της ζωης του ανδρος αυτης μανασση3 Qui si tolse il cilicio di cui era rivestita, depose le vesti della sua vedovanza, si lavò il corpo con acqua e lo unse con profumo denso; spartì i capelli del capo e vi impose il diadema. Poi indossò gli abiti da festa, che aveva usato quando era vivo suo marito Manasse.
4 και ελαβεν σανδαλια εις τους ποδας αυτης και περιεθετο τους χλιδωνας και τα ψελια και τους δακτυλιους και τα ενωτια και παντα τον κοσμον αυτης και εκαλλωπισατο σφοδρα εις απατησιν οφθαλμων ανδρων οσοι αν ιδωσιν αυτην4 Si mise i sandali ai piedi, cinse le collane e infilò i braccialetti, gli anelli e gli orecchini e ogni altro ornamento che aveva e si rese molto bella, tanto da sedurre qualunque uomo l’avesse vista.
5 και εδωκεν τη αβρα αυτης ασκοπυτινην οινου και καψακην ελαιου και πηραν επληρωσεν αλφιτων και παλαθης και αρτων καθαρων και περιεδιπλωσε παντα τα αγγεια αυτης και επεθηκεν αυτη5 Poi affidò alla sua ancella un otre di vino e un’ampolla d’olio; riempì anche una bisaccia di farina tostata, di fichi secchi e di pani puri e, fatto un involto di tutte queste provviste, glielo mise sulle spalle.
6 και εξηλθοσαν επι την πυλην της πολεως βαιτυλουα και ευροσαν εφεστωτα επ' αυτη οζιαν και τους πρεσβυτερους της πολεως χαβριν και χαρμιν6 Allora uscirono verso la porta della città di Betùlia e trovarono lì presenti Ozia e gli anziani della città, Cabrì e Carmì.
7 ως δε ειδον αυτην και ην ηλλοιωμενον το προσωπον αυτης και την στολην μεταβεβληκυιαν αυτης και εθαυμασαν επι τω καλλει αυτης επι πολυ σφοδρα και ειπαν αυτη7 Costoro, quando la videro trasformata nell’aspetto e con gli abiti mutati, rimasero molto ammirati della sua bellezza e le dissero:
8 ο θεος των πατερων ημων δωη σε εις χαριν και τελειωσαι τα επιτηδευματα σου εις γαυριαμα υιων ισραηλ και υψωμα ιερουσαλημ8 «Il Dio dei padri nostri ti conceda di trovar favore e di portare a termine quello che hai stabilito di fare, a gloria degli Israeliti e ad esaltazione di Gerusalemme».
9 και προσεκυνησεν τω θεω και ειπεν προς αυτους επιταξατε ανοιξαι μοι την πυλην της πολεως και εξελευσομαι εις τελειωσιν των λογων ων ελαλησατε μετ' εμου και συνεταξαν τοις νεανισκοις ανοιξαι αυτη καθοτι ελαλησεν9 Essa si chinò ad adorare Dio e rispose loro: «Fatemi aprire la porta della città e io uscirò per dare compimento alle parole che mi avete rivolto». Quelli diedero ordine ai giovani di guardia di aprirle come aveva chiesto.
10 και εποιησαν ουτως και εξηλθεν ιουδιθ αυτη και η παιδισκη αυτης μετ' αυτης απεσκοπευον δε αυτην οι ανδρες της πολεως εως ου κατεβη το ορος εως διηλθεν τον αυλωνα και ουκετι εθεωρουν αυτην10 Così fecero e Giuditta uscì: lei sola e l’ancella che aveva con sé. Dalla città gli uomini la seguirono con gli sguardi mentre scendeva dal monte, finché attraversò la vallata e non poterono più scorgerla.
11 και επορευοντο εν τω αυλωνι εις ευθειαν και συνηντησεν αυτη προφυλακη των ασσυριων11 Esse andavano avanti diritte per la valle, quando si fecero loro incontro le sentinelle assire.
12 και συνελαβον αυτην και επηρωτησαν τινων ει και ποθεν ερχη και που πορευη και ειπεν θυγατηρ ειμι των εβραιων και αποδιδρασκω απο προσωπου αυτων οτι μελλουσιν διδοσθαι υμιν εις καταβρωμα12 La fermarono e la interrogarono: «Di quale popolo sei, da dove vieni e dove vai?». Rispose: «Sono figlia degli Ebrei e fuggo da loro, perché stanno per esservi consegnati per essere divorati.
13 καγω ερχομαι εις το προσωπον ολοφερνου αρχιστρατηγου δυναμεως υμων του απαγγειλαι ρηματα αληθειας και δειξω προ προσωπου αυτου οδον καθ' ην πορευσεται και κυριευσει πασης της ορεινης και ου διαφωνησει των ανδρων αυτου σαρξ μια ουδε πνευμα ζωης13 Io quindi vengo alla presenza di Oloferne, comandante supremo dei vostri eserciti, per dargli delle informazioni sicure e mettergli sotto gli occhi la strada per cui potrà passare e impadronirsi di tutti questi monti senza che perisca uno solo dei suoi uomini».
14 ως δε ηκουσαν οι ανδρες τα ρηματα αυτης και κατενοησαν το προσωπον αυτης και ην εναντιον αυτων θαυμασιον τω καλλει σφοδρα και ειπαν προς αυτην14 Quegli uomini, quando sentirono queste parole e considerarono l’aspetto di lei, che appariva loro come un miracolo di bellezza, le dissero:
15 σεσωκας την ψυχην σου σπευσασα καταβηναι εις προσωπον του κυριου ημων και νυν προσελθε επι την σκηνην αυτου και αφ' ημων προπεμψουσιν σε εως παραδωσουσιν σε εις χειρας αυτου15 «Hai messo in salvo la tua vita, affrettandoti a scendere alla presenza del nostro signore. Vieni dunque alla tenda di lui; alcuni di noi ti accompagneranno, finché non ti abbiano affidato alle sue mani.
16 εαν δε στης εναντιον αυτου μη φοβηθης τη καρδια σου αλλα αναγγειλον κατα τα ρηματα σου και ευ σε ποιησει16 Quando poi sarai alla sua presenza, non temere in cuor tuo, ma riferisci a lui quanto ci hai detto ed egli ti tratterà bene».
17 και επελεξαν εξ αυτων ανδρας εκατον και παρεζευξαν αυτη και τη αβρα αυτης και ηγαγον αυτας επι την σκηνην ολοφερνου17 Scelsero pertanto cento uomini tra loro, i quali si affiancarono a lei e alla sua ancella e le condussero alla tenda di Oloferne.
18 και εγενετο συνδρομη εν παση τη παρεμβολη διεβοηθη γαρ εις τα σκηνωματα η παρουσια αυτης και ελθοντες εκυκλουν αυτην ως ειστηκει εξω της σκηνης ολοφερνου εως προσηγγειλαν αυτω περι αυτης18 In tutto il campo ci fu un grande accorrere, essendosi sparsa la voce del suo arrivo tra gli attendamenti. Una volta sopraggiunti, la circondarono in massa mentre era fuori della tenda di Oloferne, in attesa di essere annunciata a lui.
19 και εθαυμαζον επι τω καλλει αυτης και εθαυμαζον τους υιους ισραηλ απ' αυτης και ειπεν εκαστος προς τον πλησιον αυτου τις καταφρονησει του λαου τουτου ος εχει εν εαυτω γυναικας τοιαυτας οτι ου καλον εστιν υπολειπεσθαι εξ αυτων ανδρα ενα οι αφεθεντες δυνησονται κατασοφισασθαι πασαν την γην19 Erano ammirati della sua bellezza e ammirati degli Israeliti a causa di lei e si dicevano l’un l’altro: «Chi disprezzerà un popolo che possiede tali donne? Sarà bene non lasciarne sopravvivere neppure uno, perché se fossero risparmiati sarebbero capaci di ingannare tutto il mondo».
20 και εξηλθον οι παρακαθευδοντες ολοφερνη και παντες οι θεραποντες αυτου και εισηγαγον αυτην εις την σκηνην20 Vennero fuori le guardie del corpo di Oloferne e tutti gli ufficiali e la introdussero nella sua tenda.
21 και ην ολοφερνης αναπαυομενος επι της κλινης αυτου εν τω κωνωπιω ο ην εκ πορφυρας και χρυσιου και σμαραγδου και λιθων πολυτελων καθυφασμενων21 Oloferne era adagiato sul suo letto, che era posto dentro una cortina intessuta di porpora ricamata d’oro, di smeraldo e di pietre preziose.
22 και ανηγγειλαν αυτω περι αυτης και εξηλθεν εις το προσκηνιον και λαμπαδες αργυραι προαγουσαι αυτου22 Gli annunciarono la presenza di lei ed egli uscì sull’ingresso della tenda, preceduto da fiaccole d’argento.
23 ως δε ηλθεν κατα προσωπον αυτου ιουδιθ και των θεραποντων αυτου εθαυμασαν παντες επι τω καλλει του προσωπου αυτης και πεσουσα επι προσωπον προσεκυνησεν αυτω και ηγειραν αυτην οι δουλοι αυτου23 Quando Giuditta avanzò alla presenza di lui e dei suoi ufficiali, tutti stupirono per la bellezza del suo aspetto. Ella si prostrò con la faccia a terra per riverirlo, ma i servi la fecero rialzare.