Scrutatio

Sabato, 18 maggio 2024 - San Giovanni I papa ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ´ - 2 Re - Kings IV 23


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και απεστειλεν ο βασιλευς και συνηγαγεν προς εαυτον παντας τους πρεσβυτερους ιουδα και ιερουσαλημ1 Jelentették is a királynak, amit Holda mondott. Erre ő elküldött s maga köré gyűjtötte Júdának s Jeruzsálemnek valamennyi vénét.
2 και ανεβη ο βασιλευς εις οικον κυριου και πας ανηρ ιουδα και παντες οι κατοικουντες εν ιερουσαλημ μετ' αυτου και οι ιερεις και οι προφηται και πας ο λαος απο μικρου και εως μεγαλου και ανεγνω εν ωσιν αυτων παντας τους λογους του βιβλιου της διαθηκης του ευρεθεντος εν οικω κυριου2 Aztán felment a király az Úr templomába s vele Júda minden embere s Jeruzsálem minden lakója, meg a papok és a próféták, az egész nép az aprajától a nagyjáig s felolvasta valamennyiük hallatára a szövetség könyvének, amelyet az Úr házában találtak, minden igéjét.
3 και εστη ο βασιλευς προς τον στυλον και διεθετο διαθηκην ενωπιον κυριου του πορευεσθαι οπισω κυριου και του φυλασσειν τας εντολας αυτου και τα μαρτυρια αυτου και τα δικαιωματα αυτου εν παση καρδια και εν παση ψυχη του αναστησαι τους λογους της διαθηκης ταυτης τα γεγραμμενα επι το βιβλιον τουτο και εστη πας ο λαος εν τη διαθηκη3 Majd felállt a király az emelvényre s szövetséget kötött az Úr előtt, hogy követni fogják az Urat s teljes szívből s teljes lélekből megtartják parancsait, bizonyságait és szertartásait s megvalósítják e szövetség igéit, amelyeket megírtak abban a könyvben, s a nép ráállt a szövetségre.
4 και ενετειλατο ο βασιλευς τω χελκια τω ιερει τω μεγαλω και τοις ιερευσιν της δευτερωσεως και τοις φυλασσουσιν τον σταθμον του εξαγαγειν εκ του ναου κυριου παντα τα σκευη τα πεποιημενα τω βααλ και τω αλσει και παση τη δυναμει του ουρανου και κατεκαυσεν αυτα εξω ιερουσαλημ εν σαδημωθ κεδρων και ελαβεν τον χουν αυτων εις βαιθηλ4 Megparancsolta továbbá a király Helkija főpapnak s a másodrendű papoknak, meg az ajtónállóknak, hogy vessenek ki az Úr házából minden holmit, amely Baálnak s a bereknek s az ég egész seregének készült, s elégette azokat Jeruzsálemen kívül, a Kedron völgyében s hamvukat Bételbe vitte.
5 και κατεπαυσεν τους χωμαριμ ους εδωκαν βασιλεις ιουδα και εθυμιων εν τοις υψηλοις και εν ταις πολεσιν ιουδα και τοις περικυκλω ιερουσαλημ και τους θυμιωντας τω βααλ και τω ηλιω και τη σεληνη και τοις μαζουρωθ και παση τη δυναμει του ουρανου5 Majd eltörölte a jósokat, akiket Júda királyai alkalmaztak, hogy áldozzanak a magaslatokon Júda városaiban és Jeruzsálem környékén, meg azokat, akik Baálnak, a napnak, a holdnak, a tizenkét jelnek s az ég egész seregének gyújtottak illatot.
6 και εξηνεγκεν το αλσος εξ οικου κυριου εξωθεν ιερουσαλημ εις τον χειμαρρουν κεδρων και κατεκαυσεν αυτον εν τω χειμαρρω κεδρων και ελεπτυνεν εις χουν και ερριψεν τον χουν αυτου εις τον ταφον των υιων του λαου6 Kivitette továbbá a berket az Úr házából Jeruzsálemen kívülre, a Kedron völgyébe s ott elégette és porrá zúzatta s a köznép sírjaira vetette.
7 και καθειλεν τον οικον των καδησιμ των εν τω οικω κυριου ου αι γυναικες υφαινον εκει χεττιιν τω αλσει7 Lerontatta a fiúszeretők azon házait is, amelyek az Úr házában voltak és amelyekben az asszonyok holmi bereksátrakat szőttek.
8 και ανηγαγεν παντας τους ιερεις εκ πολεων ιουδα και εμιανεν τα υψηλα ου εθυμιασαν εκει οι ιερεις απο γαβαα και εως βηρσαβεε και καθειλεν τον οικον των πυλων τον παρα την θυραν της πυλης ιησου αρχοντος της πολεως των εξ αριστερων ανδρος εν τη πυλη της πολεως8 Egybegyűjtötte továbbá az összes papot Júda városaiból s tisztátalanná tette a magaslatokat, ahol a papok áldoztak, Gibeától Beersebáig s lerontotta a kapuk mellett levő oltárokat, Józsuénak, a város parancsnokának kapubejárója mellett, amely a város kapujának bal oldalán volt.
9 πλην ουκ ανεβησαν οι ιερεις των υψηλων προς το θυσιαστηριον κυριου εν ιερουσαλημ οτι ει μη εφαγον αζυμα εν μεσω των αδελφων αυτων9 De a magaslatok papjai nem mehettek fel az Úr oltárára Jeruzsálemben, hanem csak a kovásztalanokból ehettek testvéreik között.
10 και εμιανεν τον ταφεθ τον εν φαραγγι υιου εννομ του διαγειν ανδρα τον υιον αυτου και ανδρα την θυγατερα αυτου τω μολοχ εν πυρι10 Tisztátalanná tette a Tófetet is, amely Hinnom fiának völgyében van, hogy senki se szentelhesse fiát vagy lányát a tűz által Moloknak.
11 και κατεπαυσεν τους ιππους ους εδωκαν βασιλεις ιουδα τω ηλιω εν τη εισοδω οικου κυριου εις το γαζοφυλακιον ναθαν βασιλεως του ευνουχου εν φαρουριμ και το αρμα του ηλιου κατεκαυσεν πυρι11 Eltávolította azokat a lovakat is, amelyeket Júda királyai a Napnak szenteltek az Úr templomának bejárata mellett, Nátánmelek udvari tiszt hajléka mellett, aki a Fárurimban volt, a Nap szekereit pedig elégette tűzzel.
12 και τα θυσιαστηρια τα επι του δωματος του υπερωου αχαζ α εποιησαν βασιλεις ιουδα και τα θυσιαστηρια α εποιησεν μανασσης εν ταις δυσιν αυλαις οικου κυριου και καθειλεν ο βασιλευς και κατεσπασεν εκειθεν και ερριψεν τον χουν αυτων εις τον χειμαρρουν κεδρων12 Azokat az oltárokat, amelyek Ácház felső termének tetején voltak, amelyeket Júda királyai csináltattak, meg azokat az oltárokat, amelyeket Manassze csináltatott az Úr templomának mindkét udvarában, szintén lerontotta a király, aztán elsietett onnan és hamvukat a Kedron patakba vetette.
13 και τον οικον τον επι προσωπον ιερουσαλημ τον εκ δεξιων του ορους του μοσοαθ ον ωκοδομησεν σαλωμων βασιλευς ισραηλ τη ασταρτη προσοχθισματι σιδωνιων και τω χαμως προσοχθισματι μωαβ και τω μολχολ βδελυγματι υιων αμμων εμιανεν ο βασιλευς13 Azokat a magaslatokat, amelyek Jeruzsálemben, a Botrány hegyétől jobbra voltak, amelyeket Salamon, Izrael királya építtetett Astarténak, a szidoniak bálványának, meg Kámosnak, a moabiták botrányának, meg Melkomnak, Ammon fiai utálatosságának, szintén tisztátalanná tette a király:
14 και συνετριψεν τας στηλας και εξωλεθρευσεν τα αλση και επλησεν τους τοπους αυτων οστεων ανθρωπων14 összetörette az oszlopokat, kivágatta a berkeket s holtak csontjaival töltette meg helyüket.
15 και γε το θυσιαστηριον το εν βαιθηλ το υψηλον ο εποιησεν ιεροβοαμ υιος ναβατ ος εξημαρτεν τον ισραηλ και γε το θυσιαστηριον εκεινο και το υψηλον κατεσπασεν και συνετριψεν τους λιθους αυτου και ελεπτυνεν εις χουν και κατεκαυσεν το αλσος15 Ezeken kívül azt az oltárt, amely Bételben volt s azt a magaslatot, amelyet Jeroboám, Nábát fia készíttetett, aki bűnre vitte Izraelt, azt az oltárt és azt a magaslatot is lerontatta és elégette s porrá zúzatta és elégette a berekkel együtt.
16 και εξενευσεν ιωσιας και ειδεν τους ταφους τους οντας εκει εν τη πολει και απεστειλεν και ελαβεν τα οστα εκ των ταφων και κατεκαυσεν επι το θυσιαστηριον και εμιανεν αυτο κατα το ρημα κυριου ο ελαλησεν ο ανθρωπος του θεου εν τω εσταναι ιεροβοαμ εν τη εορτη επι το θυσιαστηριον και επιστρεψας ηρεν τους οφθαλμους αυτου επι τον ταφον του ανθρωπου του θεου του λαλησαντος τους λογους τουτους16 Sőt amikor Jozija megfordult s meglátta ott a sírokat, amelyek a hegyen voltak, odaküldött s elhozatta a csontokat a sírokból s elégette az oltáron s tisztátalanná tette azt az Úr azon szava szerint, amelyet Istennek az az embere mondott, aki e dolgokat megjövendölte.
17 και ειπεν τι το σκοπελον εκεινο ο εγω ορω και ειπον αυτω οι ανδρες της πολεως ο ανθρωπος του θεου εστιν ο εξεληλυθως εξ ιουδα και επικαλεσαμενος τους λογους τουτους ους επεκαλεσατο επι το θυσιαστηριον βαιθηλ17 Majd azt mondta: »Miféle síremlék az, amelyet látok?« Így feleltek erre neki a város polgárai: »Isten azon emberének a sírja, aki idejött Júdából s megjövendölte azt, amit te a bételi oltárral cselekedtél.«
18 και ειπεν αφετε αυτο ανηρ μη κινησατω τα οστα αυτου και ερρυσθησαν τα οστα αυτου μετα των οστων του προφητου του ηκοντος εκ σαμαρειας18 Erre ő azt mondta: »Hagyjatok békét neki, senki se mozdítsa meg csontjait.« Érintetlenül is maradtak csontjai, annak a prófétának a csontjaival együtt, aki Szamariából ment oda.
19 και γε εις παντας τους οικους των υψηλων τους εν ταις πολεσιν σαμαρειας ους εποιησαν βασιλεις ισραηλ παροργιζειν κυριον απεστησεν ιωσιας και εποιησεν εν αυτοις παντα τα εργα α εποιησεν εν βαιθηλ19 Eltávolította ezenkívül Jozija mindazokat a magaslati templomokat is, amelyek Szamaria városaiban voltak, amelyeket Izrael királyai készíttettek az Úr bosszantására. Egészen úgy cselekedett velük, mint ahogyan Bételben cselekedett,
20 και εθυσιασεν παντας τους ιερεις των υψηλων τους οντας εκει επι των θυσιαστηριων και κατεκαυσεν τα οστα των ανθρωπων επ' αυτα και επεστραφη εις ιερουσαλημ20 sőt megölte a magaslatok összes papjait, akik az oltárokat ellátták és emberi csontokat égetett az oltárokon. Aztán visszatért Jeruzsálembe.
21 και ενετειλατο ο βασιλευς παντι τω λαω λεγων ποιησατε το πασχα τω κυριω θεω ημων καθως γεγραπται επι βιβλιου της διαθηκης ταυτης21 Megparancsolta továbbá az egész népnek: »Készítsetek pászkát az Úrnak, a ti Isteneteknek, amint írva van a szövetségnek ebben a könyvében.« –
22 οτι ουκ εγενηθη το πασχα τουτο αφ' ημερων των κριτων οι εκρινον τον ισραηλ και πασας τας ημερας βασιλεων ισραηλ και βασιλεων ιουδα22 Nem készítettek ugyanis úgy pászkát, a bírák napjaitól kezdve, akik Izraelen bíráskodtak s Izrael királyainak és Júda királyainak egész ideje alatt,
23 οτι αλλ' η τω οκτωκαιδεκατω ετει του βασιλεως ιωσια εγενηθη το πασχα τω κυριω εν ιερουσαλημ23 mint ahogy ezt a pászkát készítették Jozija király tizennyolcadik esztendejében az Úr tiszteletére, Jeruzsálemben.
24 και γε τους θελητας και τους γνωριστας και τα θεραφιν και τα ειδωλα και παντα τα προσοχθισματα τα γεγονοτα εν γη ιουδα και εν ιερουσαλημ εξηρεν ο βασιλευς ιωσιας ινα στηση τους λογους του νομου τους γεγραμμενους επι του βιβλιου ου ευρεν χελκιας ο ιερευς εν οικω κυριου24 A halottidézőket, a jósokat, a bálványképeket, a tisztátalanságokat és az utálatosságokat, amelyek Júda földjén és Jeruzsálemben voltak, szintén eltávolította Jozija, hogy teljesítse a törvény azon szavait, amelyeket megírtak abban a könyvben, amelyet Helkija pap az Úr templomában talált.
25 ομοιος αυτω ουκ εγενηθη εμπροσθεν αυτου βασιλευς ος επεστρεψεν προς κυριον εν ολη καρδια αυτου και εν ολη ψυχη αυτου και εν ολη ισχυι αυτου κατα παντα τον νομον μωυση και μετ' αυτον ουκ ανεστη ομοιος αυτω25 Nem volt előtte hozzá hasonló király, aki teljes szívéből, teljes lelkéből, minden erejéből egészen Mózes törvénye szerint tért volna vissza az Úrhoz és utána sem támadt hozzá hasonló.
26 πλην ουκ απεστραφη κυριος απο θυμου οργης αυτου του μεγαλου ου εθυμωθη οργη αυτου εν τω ιουδα επι τους παροργισμους ους παρωργισεν αυτον μανασσης26 Mindazonáltal az Úr nem fordult el nagy bosszankodásának haragjától, amellyel bosszankodása haragra gerjedt Júda ellen azokért a bosszantásokért, amelyekkel Manassze bosszantotta.
27 και ειπεν κυριος και γε τον ιουδαν αποστησω απο του προσωπου μου καθως απεστησα τον ισραηλ και απωσομαι την πολιν ταυτην ην εξελεξαμην την ιερουσαλημ και τον οικον ου ειπον εσται το ονομα μου εκει27 Éppen azért azt mondta az Úr: »Júdát is eltávolítom színem elől, amint eltávolítottam Izraelt és elvetem ezt a várost, amelyet választottam, Jeruzsálemet, és ezt a házat, amelyről azt mondtam: Ott lesz az én nevem.«
28 και τα λοιπα των λογων ιωσιου και παντα οσα εποιησεν ουχι ταυτα γεγραμμενα επι βιβλιω λογων των ημερων τοις βασιλευσιν ιουδα28 Jozija egyéb dolgai pedig s mindaz, amit cselekedett, nemde meg vannak írva Júda királyainak krónikás könyvében?
29 εν δε ταις ημεραις αυτου ανεβη φαραω νεχαω βασιλευς αιγυπτου επι βασιλεα ασσυριων επι ποταμον ευφρατην και επορευθη ιωσιας εις απαντην αυτου και εθανατωσεν αυτον νεχαω εν μαγεδδω εν τω ιδειν αυτον29 Az ő napjaiban vonult fel Nékaó fáraó, Egyiptom királya, az asszír király ellen az Eufrátesz folyóhoz. Jozija király ekkor ellene vonult, de az megölte Megiddóban, mihelyt szembe került vele.
30 και επεβιβασαν αυτον οι παιδες αυτου νεκρον εκ μαγεδδω και ηγαγον αυτον εις ιερουσαλημ και εθαψαν αυτον εν τω ταφω αυτου εν πολει δαυιδ και ελαβεν ο λαος της γης τον ιωαχας υιον ιωσιου και εχρισαν αυτον και εβασιλευσαν αυτον αντι του πατρος αυτου30 Erre szolgái elszállították őt holtan Megiddóból és elvitték Jeruzsálembe s eltemették sírjába. Aztán vette a föld népe Joacházt, Jozija fiát s felkenték s királlyá tették apja helyébe.
31 υιος εικοσι και τριων ετων ην ιωαχας εν τω βασιλευειν αυτον και τριμηνον εβασιλευσεν εν ιερουσαλημ και ονομα τη μητρι αυτου αμιταλ θυγατηρ ιερεμιου εκ λεμνα31 Huszonhárom esztendős volt Joacház, amikor uralkodni kezdett s három hónapig uralkodott Jeruzsálemben. Anyját, aki a libnai Jeremiás lánya volt, Amitálnak hívták.
32 και εποιησεν το πονηρον εν οφθαλμοις κυριου κατα παντα οσα εποιησαν οι πατερες αυτου32 Azt cselekedte, ami gonosz az Úr előtt, egészen úgy, ahogy atyái cselekedtek.
33 και μετεστησεν αυτον φαραω νεχαω εν δεβλαθα εν γη εμαθ του μη βασιλευειν εν ιερουσαλημ και εδωκεν ζημιαν επι την γην εκατον ταλαντα αργυριου και εκατον ταλαντα χρυσιου33 Nékaó fáraó őt bilincsekbe verte Reblában, amely Hamat földjén van, hogy ne uralkodjék Jeruzsálemben és sarcot vetett az országra: száz talentum ezüstöt és egy talentum aranyat.
34 και εβασιλευσεν φαραω νεχαω επ' αυτους τον ελιακιμ υιον ιωσιου βασιλεως ιουδα αντι ιωσιου του πατρος αυτου και επεστρεψεν το ονομα αυτου ιωακιμ και τον ιωαχας ελαβεν και εισηνεγκεν εις αιγυπτον και απεθανεν εκει34 Aztán Nékaó fáraó Eljakimot, Jozija fiát tette királlyá apja, Jozija helyébe – de a nevét Joakimra változtatta –, Joacházt pedig vette és elvitte Egyiptomba, s az ott meghalt.
35 και το αργυριον και το χρυσιον εδωκεν ιωακιμ τω φαραω πλην ετιμογραφησεν την γην του δουναι το αργυριον επι στοματος φαραω ανηρ κατα την συντιμησιν αυτου εδωκαν το αργυριον και το χρυσιον μετα του λαου της γης δουναι τω φαραω νεχαω35 Joakim meg is adta az ezüstöt és az aranyat a fáraónak, miután kivetette az országra, mindenkire, hogy összehozhassa a fáraó parancsa szerint: az ország népétől hajtotta be, kitől-kitől ereje szerint mind az ezüstöt, mind az aranyat, hogy megadhassa Nékaó fáraónak.
36 υιος εικοσι και πεντε ετων ιωακιμ εν τω βασιλευειν αυτον και ενδεκα ετη εβασιλευσεν εν ιερουσαλημ και ονομα τη μητρι αυτου ιελδαφ θυγατηρ φεδεια εκ ρουμα36 Huszonöt esztendős volt Joakim, amikor uralkodni kezdett, s tizenegy esztendeig uralkodott Jeruzsálemben. Anyját, aki a rúmai Fadája lánya volt, Zebidának hívták.
37 και εποιησεν το πονηρον εν οφθαλμοις κυριου κατα παντα οσα εποιησαν οι πατερες αυτου37 Azt cselekedte, ami gonosz volt az Úr előtt, egészen úgy, ahogy atyái cselekedtek.