Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ´ - 2 Re - Kings IV 22


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 υιος οκτω ετων ιωσιας εν τω βασιλευειν αυτον και τριακοντα και εν ετος εβασιλευσεν εν ιερουσαλημ και ονομα τη μητρι αυτου ιεδιδα θυγατηρ εδεια εκ βασουρωθ1 Nyolesztendős volt Jozija, amikor uralkodni kezdett és harmincegy esztendeig uralkodott Jeruzsálemben. Anyját, aki a beszekáti Hadája lánya volt, Ididának hívták.
2 και εποιησεν το ευθες εν οφθαλμοις κυριου και επορευθη εν παση οδω δαυιδ του πατρος αυτου ουκ απεστη δεξια η αριστερα2 Azt cselekedte, ami kedves volt az Úr előtt s egészen atyja, Dávid útjain járt: nem tért el sem jobbra, sem balra.
3 και εγενηθη εν τω οκτωκαιδεκατω ετει τω βασιλει ιωσια εν τω μηνι τω ογδοω απεστειλεν ο βασιλευς τον σαφφαν υιον εσελιου υιου μεσολλαμ τον γραμματεα οικου κυριου λεγων3 Jozija király tizennyolcadik esztendejében elküldte a király Sáfánt, Mesullám fiának, Acaljahunak a fiát, az Úr templomának íródeákját s ezt mondta neki:
4 αναβηθι προς χελκιαν τον ιερεα τον μεγαν και σφραγισον το αργυριον το εισενεχθεν εν οικω κυριου ο συνηγαγον οι φυλασσοντες τον σταθμον παρα του λαου4 »Eredj el Helkija főpaphoz, hogy szedjék össze azt a pénzt, amely az Úr házában befolyt, amelyet a templom ajtónállói a néptől összeszedtek
5 και δοτωσαν αυτο επι χειρα ποιουντων τα εργα των καθεσταμενων εν οικω κυριου και εδωκεν αυτο τοις ποιουσιν τα εργα τοις εν οικω κυριου του κατισχυσαι το βεδεκ του οικου5 s adják ki a mesterembereknek az Úr házának felügyelői által; ezek ugyanis osszák ki azoknak, akik az Úr templomán dolgoznak, hogy kijavítsák a templom romlásait:
6 τοις τεκτοσιν και τοις οικοδομοις και τοις τειχισταις και του κτησασθαι ξυλα και λιθους λατομητους του κραταιωσαι το βεδεκ του οικου6 tudniillik az ácsoknak és a kőműveseknek s azoknak, akik a hiányokat kiegészítik, meg arra, hogy fát és bányakövet vásároljanak az Úr templomának kijavítására.
7 πλην ουκ εξελογιζοντο αυτους το αργυριον το διδομενον αυτοις οτι εν πιστει αυτοι ποιουσιν7 Elszámolást azonban nem kell kívánni tőlük arról a pénzről, amelyet átvesznek, hanem kezeljék szabadon és bizalmi alapon.«
8 και ειπεν χελκιας ο ιερευς ο μεγας προς σαφφαν τον γραμματεα βιβλιον του νομου ευρον εν οικω κυριου και εδωκεν χελκιας το βιβλιον προς σαφφαν και ανεγνω αυτο8 Azt mondta ekkor Helkija főpap Sáfánnak, az íródeáknak: »Megtaláltam a törvény könyvét az Úr házában.« Majd odaadta Helkija a könyvet Sáfánnak s az el is olvasta.
9 και εισηνεγκεν προς τον βασιλεα ιωσιαν και επεστρεψεν τω βασιλει ρημα και ειπεν εχωνευσαν οι δουλοι σου το αργυριον το ευρεθεν εν τω οικω κυριου και εδωκαν αυτο επι χειρα ποιουντων τα εργα των καθεσταμενων εν οικω κυριου9 Elment erre Sáfán, az íródeák, a királyhoz és jelentést tett neki arról, amit parancsolt és azt mondta: »Szolgáid összeszedték a pénzt, amely az Úr házában akadt s kiadták, hogy az Úr templomának munkavezetői kiosszák a mesterembereknek.«
10 και ειπεν σαφφαν ο γραμματευς προς τον βασιλεα λεγων βιβλιον εδωκεν μοι χελκιας ο ιερευς και ανεγνω αυτο σαφφαν ενωπιον του βασιλεως10 Ekkor ezt jelentette Sáfán, az íródeák, a királynak: »Egy könyvet adott nekem Helkija pap.« Amikor ezt Sáfán a király előtt felolvasta
11 και εγενετο ως ηκουσεν ο βασιλευς τους λογους του βιβλιου του νομου και διερρηξεν τα ιματια εαυτου11 és a király meghallotta az Úr törvénye könyvének szavait, megszaggatta ruháit
12 και ενετειλατο ο βασιλευς τω χελκια τω ιερει και τω αχικαμ υιω σαφφαν και τω αχοβωρ υιω μιχαιου και τω σαφφαν τω γραμματει και τω ασαια δουλω του βασιλεως λεγων12 és parancsolt Helkija papnak, továbbá Ahikámnak, Sáfán fiának, meg Ákobornak, Míka fiának és Sáfánnak, az íródeáknak és Aszájának, a király szolgájának:
13 δευτε εκζητησατε τον κυριον περι εμου και περι παντος του λαου και περι παντος του ιουδα περι των λογων του βιβλιου του ευρεθεντος τουτου οτι μεγαλη η οργη κυριου η εκκεκαυμενη εν ημιν υπερ ου ουκ ηκουσαν οι πατερες ημων των λογων του βιβλιου τουτου του ποιειν κατα παντα τα γεγραμμενα καθ' ημων13 »Menjetek s kérdezzétek meg rám, a népre és egész Júdára vonatkozólag az Urat e könyv szavai felől, amely előkerült, mert nagy az Úr haragja, amely felgerjedt ellenünk, mivel atyáink nem hallgattak e könyv szavaira, hogy megcselekedjék mindazt, amit megírtak számunkra.«
14 και επορευθη χελκιας ο ιερευς και αχικαμ και αχοβωρ και σαφφαν και ασαιας προς ολδαν την προφητιν γυναικα σελλημ υιου θεκουε υιου αραας του ιματιοφυλακος και αυτη κατωκει εν ιερουσαλημ εν τη μασενα και ελαλησαν προς αυτην14 Elment tehát Helkija pap meg Ahikám, Ákobor, Sáfán és Aszája Holda prófétaasszonyhoz, Áraás unokájának, Tikva fiának, a ruhatáros Sallumnak feleségéhez, aki Jeruzsálem másik részében lakott és szóltak neki.
15 και ειπεν αυτοις ταδε λεγει κυριος ο θεος ισραηλ ειπατε τω ανδρι τω αποστειλαντι υμας προς με15 Erre ő így felelt nekik: »Ezt üzeni az Úr, Izrael Istene: Mondjátok meg annak a férfinek, aki titeket hozzám küldött:
16 ταδε λεγει κυριος ιδου εγω επαγω κακα επι τον τοπον τουτον και επι τους ενοικουντας αυτον παντας τους λογους του βιβλιου ους ανεγνω βασιλευς ιουδα16 Ezt üzeni az Úr: Íme, én bajt hozok erre a helyre s lakóira teljesen a Törvény szavai szerint, amelyet Júda királya olvasott –
17 ανθ' ων εγκατελιπον με και εθυμιων θεοις ετεροις οπως παροργισωσιν με εν τοις εργοις των χειρων αυτων και εκκαυθησεται ο θυμος μου εν τω τοπω τουτω και ου σβεσθησεται17 mivel elhagytak engem s más isteneknek mutattak be áldozatot, hogy bosszantsanak engem kezük művével –, és fellobban haragom e hely ellen s ki nem alszik.
18 και προς βασιλεα ιουδα τον αποστειλαντα υμας επιζητησαι τον κυριον ταδε ερειτε προς αυτον ταδε λεγει κυριος ο θεος ισραηλ οι λογοι ους ηκουσας18 Júda királyának azonban, aki elküldött titeket, hogy megkérdezzétek az Urat, ezt mondjátok: Ezt üzeni az Úr, Izrael Istene: Mivel hallgattál e könyv igéire
19 ανθ' ων οτι ηπαλυνθη η καρδια σου και ενετραπης απο προσωπου κυριου ως ηκουσας οσα ελαλησα επι τον τοπον τουτον και επι τους ενοικουντας αυτον του ειναι εις αφανισμον και εις καταραν και διερρηξας τα ιματια σου και εκλαυσας ενωπιον εμου και γε εγω ηκουσα λεγει κυριος19 s amikor hallottad szavait e hely és lakói ellen – hogy tudniillik álmélkodás és átok tárgyává lesznek –, megrettent a szíved s megaláztad magadat az Úr előtt s megszaggattad ruhádat és sírtál előttem, én is meghallgattalak, azt üzeni az Úr.
20 ουχ ουτως ιδου εγω προστιθημι σε προς τους πατερας σου και συναχθηση εις τον ταφον σου εν ειρηνη και ουκ οφθησεται εν τοις οφθαλμοις σου εν πασιν τοις κακοις οις εγω ειμι επαγω επι τον τοπον τουτον και επεστρεψαν τω βασιλει το ρημα20 Éppen azért atyáidhoz gyűjtelek s békességgel kerülsz sírodba, úgyhogy semmit sem fog látni szemed azokból a bajokból, amelyeket e helyre hozok.«