Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 4


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και ηκουσεν μεμφιβοσθε υιος σαουλ οτι τεθνηκεν αβεννηρ εν χεβρων και εξελυθησαν αι χειρες αυτου και παντες οι ανδρες ισραηλ παρειθησαν1 Amikor Isbaál, Saul fia meghallotta, hogy Ábner elesett Hebronban, elvesztette bátorságát, s egész Izrael is megrémült.
2 και δυο ανδρες ηγουμενοι συστρεμματων τω μεμφιβοσθε υιω σαουλ ονομα τω ενι βαανα και ονομα τω δευτερω ρηχαβ υιοι ρεμμων του βηρωθαιου εκ των υιων βενιαμιν οτι βηρωθ ελογιζετο τοις υιοις βενιαμιν2 Volt már most Saul fiának két, portyázókat vezérlő embere. Az egyiknek a neve Baána, a másiknak a neve Rekáb volt. Benjamin fiai közül való beróti Rimmonnak voltak a fiai. Berót ugyanis szintén Benjaminnak jutott osztályrészül,
3 και απεδρασαν οι βηρωθαιοι εις γεθθαιμ και ησαν εκει παροικουντες εως της ημερας ταυτης3 de a berótiak elmenekültek Getaimba, és ott laknak mint jövevények mind ez ideig.
4 και τω ιωναθαν υιω σαουλ υιος πεπληγως τους ποδας υιος ετων πεντε ουτος εν τω ελθειν την αγγελιαν σαουλ και ιωναθαν του υιου αυτου εξ ιεζραελ και ηρεν αυτον η τιθηνος αυτου και εφυγεν και εγενετο εν τω σπευδειν αυτην και αναχωρειν και επεσεν και εχωλανθη και ονομα αυτω μεμφιβοσθε4 Jonatánnak, Saul fiának pedig csak egy béna lábú fia volt. Ötesztendős volt akkor, amikor Saul és Jonatán felől Jezreelből a hír megérkezett, akkor dajkája felvette és elmenekült vele, minthogy azonban sietve menekült, a gyermek leesett és megsántult; Meribbaál volt a neve.
5 και επορευθησαν υιοι ρεμμων του βηρωθαιου ρεκχα και βαανα και εισηλθον εν τω καυματι της ημερας εις οικον μεμφιβοσθε και αυτος εκαθευδεν εν τη κοιτη της μεσημβριας5 A beróti Rimmonnak ezek a fiai tehát, vagyis Rekáb és Baána elmentek, és a nap legforróbb szakán behatoltak Isbaál házába, aki éppen déli álmát aludta fekhelyén. Minthogy az ajtónálló asszonyt is elnyomta búzatisztítás közben az álom,
6 και ιδου η θυρωρος του οικου εκαθαιρεν πυρους και ενυσταξεν και εκαθευδεν και ρεκχα και βαανα οι αδελφοι διελαθον6 Rekáb és Baána, a fivére belopóztak a házba, mintha búzát hoztak volna, s lágyékon sújtották Isbaált és elmenekültek.
7 και εισηλθον εις τον οικον και μεμφιβοσθε εκαθευδεν επι της κλινης αυτου εν τω κοιτωνι αυτου και τυπτουσιν αυτον και θανατουσιν και αφαιρουσιν την κεφαλην αυτου και ελαβον την κεφαλην αυτου και απηλθον οδον την κατα δυσμας ολην την νυκτα7 Amikor ugyanis bementek a házba, az éppen aludt az ágyán hálószobájában, s így ők ütésükkel megölték. Aztán vették a fejét és egész éjjel meneteltek az Araba útján.
8 και ηνεγκαν την κεφαλην μεμφιβοσθε τω δαυιδ εις χεβρων και ειπαν προς τον βασιλεα ιδου η κεφαλη μεμφιβοσθε υιου σαουλ του εχθρου σου ος εζητει την ψυχην σου και εδωκεν κυριος τω κυριω βασιλει εκδικησιν των εχθρων αυτου ως η ημερα αυτη εκ σαουλ του εχθρου σου και εκ του σπερματος αυτου8 Isbaál fejét elvitték Dávidhoz, Hebronba, és azt mondták a királynak: »Íme, Isbaálnak, Saul fiának, ellenségednek a feje, aki életedre tört. Így állt bosszút ma az Úr Saulon és ivadékán uramért, a királyért.«
9 και απεκριθη δαυιδ τω ρεκχα και τω βαανα αδελφω αυτου υιοις ρεμμων του βηρωθαιου και ειπεν αυτοις ζη κυριος ος ελυτρωσατο την ψυχην μου εκ πασης θλιψεως9 Dávid erre azt felelte Rekábnak és Baánának, a fivérének, a beróti Remmon fiainak: »Az Úr életére, mondom, aki megszabadította életemet minden szorongatásból,
10 οτι ο απαγγειλας μοι οτι τεθνηκεν σαουλ και αυτος ην ως ευαγγελιζομενος ενωπιον μου και κατεσχον αυτον και απεκτεινα εν σεκελακ ω εδει με δουναι ευαγγελια10 hogy ha azt, aki hírül hozta és azt mondta nekem: ‘Meghalt Saul’ – s úgy hitte, hogy jó hírt hozott, megfogattam és megölettem Szikelegben, hogy megadjam neki a hírért járó jutalmat,
11 και νυν ανδρες πονηροι απεκταγκασιν ανδρα δικαιον εν τω οικω αυτου επι της κοιτης αυτου και νυν εκζητησω το αιμα αυτου εκ χειρος υμων και εξολεθρευσω υμας εκ της γης11 akkor most, amikor istentelen emberek ártatlan embert öltek meg saját házában és ágyában, hogyne kérném sokkal inkább számon vérét kezetektől, s hogyne veszítenélek el titeket a földről?«
12 και ενετειλατο δαυιδ τοις παιδαριοις αυτου και αποκτεννουσιν αυτους και κολοβουσιν τας χειρας αυτων και τους ποδας αυτων και εκρεμασαν αυτους επι της κρηνης εν χεβρων και την κεφαλην μεμφιβοσθε εθαψαν εν τω ταφω αβεννηρ υιου νηρ12 Azzal Dávid parancsolt legényeinek, s azok megölték őket, s levágták kezüket és lábukat, s felakasztották őket a hebroni tó mellett, Isbaál fejét pedig vették és eltemették Hebronban Ábner sírjába.