Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 11


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εγενετο επιστρεψαντος του ενιαυτου εις τον καιρον της εξοδιας των βασιλεων και απεστειλεν δαυιδ τον ιωαβ και τους παιδας αυτου μετ' αυτου και τον παντα ισραηλ και διεφθειραν τους υιους αμμων και διεκαθισαν επι ραββαθ και δαυιδ εκαθισεν εν ιερουσαλημ1 Történt pedig esztendő fordultán, abban az időben, amikor a királyok hadba szoktak vonulni, hogy Dávid elküldte Joábot és vele szolgáit és egész Izraelt, hogy dúlják fel Ammon fiainak földjét, s vegyék ostrom alá Rabbát. Dávid azonban Jeruzsálemben maradt.
2 και εγενετο προς εσπεραν και ανεστη δαυιδ απο της κοιτης αυτου και περιεπατει επι του δωματος του οικου του βασιλεως και ειδεν γυναικα λουομενην απο του δωματος και η γυνη καλη τω ειδει σφοδρα2 Amíg ez folyt, történt, hogy Dávid egyik délután felkelt fekvőhelyéről és a királyi palota tetején sétált és a tetőről meglátott egy asszonyt, aki ott szemben fürdött. Az asszony igen szép volt.
3 και απεστειλεν δαυιδ και εζητησεν την γυναικα και ειπεν ουχι αυτη βηρσαβεε θυγατηρ ελιαβ γυνη ουριου του χετταιου3 Erre elküldött a király, tudakozódott, hogy ki az az asszony. Azt jelentették neki, hogy Batseba, Eliám lánya, a hetita Uriás felesége.
4 και απεστειλεν δαυιδ αγγελους και ελαβεν αυτην και εισηλθεν προς αυτον και εκοιμηθη μετ' αυτης και αυτη αγιαζομενη απο ακαθαρσιας αυτης και απεστρεψεν εις τον οικον αυτης4 Erre Dávid követeket küldött érte, elhozatta, és amikor eljött hozzá, vele aludt. Az éppen akkor tisztult meg tisztátalanságából.
5 και εν γαστρι ελαβεν η γυνη και αποστειλασα απηγγειλεν τω δαυιδ και ειπεν εγω ειμι εν γαστρι εχω5 Az asszony fogant, és visszatért a házába. Aztán elküldött, és megüzente Dávidnak: »Fogantam.«
6 και απεστειλεν δαυιδ προς ιωαβ λεγων αποστειλον προς με τον ουριαν τον χετταιον και απεστειλεν ιωαβ τον ουριαν προς δαυιδ6 Dávid erre Joábhoz küldött ezzel az üzenettel: »Küldd el hozzám a hetita Uriást!« Joáb el is küldte Uriást Dávidhoz.
7 και παραγινεται ουριας και εισηλθεν προς αυτον και επηρωτησεν δαυιδ εις ειρηνην ιωαβ και εις ειρηνην του λαου και εις ειρηνην του πολεμου7 Amikor Uriás megérkezett Dávidhoz, Dávid megkérdezte, jól van-e Joáb és a nép, s hogy megy a harc.
8 και ειπεν δαυιδ τω ουρια καταβηθι εις τον οικον σου και νιψαι τους ποδας σου και εξηλθεν ουριας εξ οικου του βασιλεως και εξηλθεν οπισω αυτου αρσις του βασιλεως8 Majd azt mondta Dávid Uriásnak: »Eredj házadba, s mosd meg lábadat.« Erre Uriás kiment a király palotájából és királyi ételt vittek utána.
9 και εκοιμηθη ουριας παρα τη θυρα του βασιλεως μετα των δουλων του κυριου αυτου και ου κατεβη εις τον οικον αυτου9 Ám Uriás a királyi palota kapuja előtt, urának többi szolgája között tért aludni, s nem ment le házába.
10 και ανηγγειλαν τω δαυιδ λεγοντες οτι ου κατεβη ουριας εις τον οικον αυτου και ειπεν δαυιδ προς ουριαν ουχι εξ οδου συ ερχη τι οτι ου κατεβης εις τον οικον σου10 Jelentették erre Dávidnak, s azt mondták neki: »Nem ment a házába Uriás.« Azt mondta erre Dávid Uriásnak: »Nemde, útról jöttél, miért nem mentél hát le házadba?«
11 και ειπεν ουριας προς δαυιδ η κιβωτος και ισραηλ και ιουδας κατοικουσιν εν σκηναις και ο κυριος μου ιωαβ και οι δουλοι του κυριου μου επι προσωπον του αγρου παρεμβαλλουσιν και εγω εισελευσομαι εις τον οικον μου φαγειν και πιειν και κοιμηθηναι μετα της γυναικος μου πως ζη η ψυχη σου ει ποιησω το ρημα τουτο11 Azt mondta erre Uriás Dávidnak: »Az Isten ládája és Izrael meg Júda sátrakban laknak, uram, Joáb és uram szolgái a puszta földön hálnak, én pedig menjek a házamba, egyek, igyak, és a feleségemmel aludjak? Életedre, lelked életére mondom: nem cselekszem ilyet!«
12 και ειπεν δαυιδ προς ουριαν καθισον ενταυθα και γε σημερον και αυριον εξαποστελω σε και εκαθισεν ουριας εν ιερουσαλημ εν τη ημερα εκεινη και τη επαυριον12 Azt mondta erre Dávid Uriásnak: »Maradj itt mára, holnap majd elbocsátlak.« Jeruzsálemben maradt tehát Uriás aznap és másnap.
13 και εκαλεσεν αυτον δαυιδ και εφαγεν ενωπιον αυτου και επιεν και εμεθυσεν αυτον και εξηλθεν εσπερας του κοιμηθηναι επι της κοιτης αυτου μετα των δουλων του κυριου αυτου και εις τον οικον αυτου ου κατεβη13 Dávid meghívta, hogy egyen és igyon nála, lerészegítette, de az, amikor este kiment, a szokott fekvőhelyén, urának szolgái között tért aludni, s nem ment be házába.
14 και εγενετο πρωι και εγραψεν δαυιδ βιβλιον προς ιωαβ και απεστειλεν εν χειρι ουριου14 Ezért reggel Dávid levelet írt Joábnak, s azt elküldte Uriással.
15 και εγραψεν εν τω βιβλιω λεγων εισαγαγε τον ουριαν εξ εναντιας του πολεμου του κραταιου και αποστραφησεσθε απο οπισθεν αυτου και πληγησεται και αποθανειται15 Ezt írta a levélben: »Állítsátok Uriást az ütközet élére, ahol leghevesebb a harc, s hagyjátok magára, hogy megöljék és elvesszen.«
16 και εγενηθη εν τω φυλασσειν ιωαβ επι την πολιν και εθηκεν τον ουριαν εις τον τοπον ου ηδει οτι ανδρες δυναμεως εκει16 Amikor tehát Joáb ostrom alá vette a várost, arra a helyre állította Uriást, ahol tudta, hogy igen erős emberek vannak.
17 και εξηλθον οι ανδρες της πολεως και επολεμουν μετα ιωαβ και επεσαν εκ του λαου εκ των δουλων δαυιδ και απεθανεν και γε ουριας ο χετταιος17 Ki is jöttek a városból az emberek, megütköztek Joábbal, és néhányan el is estek Dávid szolgáinak népéből. Meghalt a hetita Uriás is.
18 και απεστειλεν ιωαβ και απηγγειλεν τω βασιλει παντας τους λογους του πολεμου18 Elküldött erre Joáb és értesítette Dávidot az ütközet minden eseményéről,
19 και ενετειλατο τω αγγελω λεγων εν τω συντελεσαι σε παντας τους λογους του πολεμου λαλησαι προς τον βασιλεα19 és megparancsolta a követnek: »Ha elmondtad a harc minden eseményét a királynak,
20 και εσται εαν αναβη ο θυμος του βασιλεως και ειπη σοι τι οτι ηγγισατε προς την πολιν πολεμησαι ουκ ηδειτε οτι τοξευσουσιν απανωθεν του τειχους20 s látod, hogy haragra gerjed, s azt mondja: ‘Miért mentetek a falak alá harcolni? Nem tudtátok-e, hogy sok nyilat lőnek le a kőfalról?
21 τις επαταξεν τον αβιμελεχ υιον ιεροβααλ ουχι γυνη ερριψεν επ' αυτον κλασμα μυλου επανωθεν του τειχους και απεθανεν εν θαμασι ινα τι προσηγαγετε προς το τειχος και ερεις και γε ουριας ο δουλος σου ο χετταιος απεθανεν21 Ki ölte meg Abimeleket, Jerobaál fiát? Nemde a kőfalról dobott rá egy asszony malomkődarabot, úgy ölte meg Tebeszben? Miért mentetek a falak alá?’ – csak azt mondd: Szolgád, a hetita Uriás is elesett.«
22 και επορευθη ο αγγελος ιωαβ προς τον βασιλεα εις ιερουσαλημ και παρεγενετο και απηγγειλεν τω δαυιδ παντα οσα απηγγειλεν αυτω ιωαβ παντα τα ρηματα του πολεμου και εθυμωθη δαυιδ προς ιωαβ και ειπεν προς τον αγγελον ινα τι προσηγαγετε προς την πολιν του πολεμησαι ουκ ηδειτε οτι πληγησεσθε απο του τειχους τις επαταξεν τον αβιμελεχ υιον ιεροβααλ ουχι γυνη ερριψεν επ' αυτον κλασμα μυλου απο του τειχους και απεθανεν εν θαμασι ινα τι προσηγαγετε προς το τειχος22 Elment tehát a követ, s amikor megérkezett, elbeszélte Dávidnak mindazt, amit Joáb neki parancsolt.
23 και ειπεν ο αγγελος προς δαυιδ οτι εκραταιωσαν εφ' ημας οι ανδρες και εξηλθαν εφ' ημας εις τον αγρον και εγενηθημεν επ' αυτους εως της θυρας της πυλης23 Azt mondta ugyanis a követ Dávidnak: »Erőt vettek rajtunk azok az emberek, kijöttek hozzánk a mezőre, mi azonban rájuk rontottunk, és visszaűztük őket egészen a város kapujáig.
24 και ετοξευσαν οι τοξευοντες προς τους παιδας σου απανωθεν του τειχους και απεθαναν των παιδων του βασιλεως και γε ο δουλος σου ουριας ο χετταιος απεθανεν24 A kőfalról azonban nyilakat lövöldöztek le az íjászok szolgáidra, s néhányan meghaltak a király szolgái közül, sőt szolgád, a hetita Uriás is meghalt.«
25 και ειπεν δαυιδ προς τον αγγελον ταδε ερεις προς ιωαβ μη πονηρον εστω εν οφθαλμοις σου το ρημα τουτο οτι ποτε μεν ουτως και ποτε ουτως φαγεται η μαχαιρα κραταιωσον τον πολεμον σου προς την πολιν και κατασπασον αυτην και κραταιωσον αυτον25 Azt mondta erre Dávid a követnek: »Ezt mondd Joábnak: Ne törjön meg téged e dolog, hiszen különféle a harc eshetősége, hol ezt, hol azt emészti meg a kard. Bátorítsd csak harcosaidat a város ellen, s rontsd le; biztasd csak őket!«
26 και ηκουσεν η γυνη ουριου οτι απεθανεν ουριας ο ανηρ αυτης και εκοψατο τον ανδρα αυτης26 Amikor Uriás felesége meghallotta, hogy Uriás, a férje meghalt, elsiratta.
27 και διηλθεν το πενθος και απεστειλεν δαυιδ και συνηγαγεν αυτην εις τον οικον αυτου και εγενηθη αυτω εις γυναικα και ετεκεν αυτω υιον και πονηρον εφανη το ρημα ο εποιησεν δαυιδ εν οφθαλμοις κυριου27 Amikor azonban elmúlt a gyász, Dávid érte küldött és bevitte házába, s ő felesége lett, s fiút szült neki. Ám az Úrnak nem tetszett az a dolog, amelyet Dávid elkövetett.