Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 50


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και επιπεσων ιωσηφ επι το προσωπον του πατρος αυτου εκλαυσεν επ' αυτον και εφιλησεν αυτον1 József ráborult apja arcára, siratta és csókolgatta őt.
2 και προσεταξεν ιωσηφ τοις παισιν αυτου τοις ενταφιασταις ενταφιασαι τον πατερα αυτου και ενεταφιασαν οι ενταφιασται τον ισραηλ2 Aztán megparancsolta rabszolgáinak, az orvosoknak, hogy balzsamozzák be apját.
3 και επληρωσαν αυτου τεσσαρακοντα ημερας ουτως γαρ καταριθμουνται αι ημεραι της ταφης και επενθησεν αυτον αιγυπτος εβδομηκοντα ημερας3 Mialatt azok a parancsot teljesítették, elmúlt negyven nap, mert így szokott az lenni a holttestek bebalzsamozásánál. Egyiptom siratta őt hetven napig.
4 επειδη δε παρηλθον αι ημεραι του πενθους ελαλησεν ιωσηφ προς τους δυναστας φαραω λεγων ει ευρον χαριν εναντιον υμων λαλησατε περι εμου εις τα ωτα φαραω λεγοντες4 Amikor letelt a siratás ideje, így szólt József a fáraó házanépéhez: »Ha kegyelmet találtam előttetek, mondjátok meg a fáraónak,
5 ο πατηρ μου ωρκισεν με λεγων εν τω μνημειω ω ωρυξα εμαυτω εν γη χανααν εκει με θαψεις νυν ουν αναβας θαψω τον πατερα μου και επανελευσομαι5 hogy apám megesketett engem: ‘Íme, én meghalok. Temess engem az én síromba, amelyet Kánaán földjén ástam meg magamnak!’ Hadd menjek fel tehát, hadd temessem el atyámat, aztán majd visszatérek!«
6 και ειπεν φαραω αναβηθι θαψον τον πατερα σου καθαπερ ωρκισεν σε6 A fáraó azt üzente neki: »Menj csak fel, és temesd el atyádat, amint megesketett!«
7 και ανεβη ιωσηφ θαψαι τον πατερα αυτου και συνανεβησαν μετ' αυτου παντες οι παιδες φαραω και οι πρεσβυτεροι του οικου αυτου και παντες οι πρεσβυτεροι της γης αιγυπτου7 Felment tehát, és vele ment a fáraó összes szolgája, házának vénei és Egyiptom földjének összes nagyja,
8 και πασα η πανοικια ιωσηφ και οι αδελφοι αυτου και πασα η οικια η πατρικη αυτου και την συγγενειαν και τα προβατα και τους βοας υπελιποντο εν γη γεσεμ8 valamint József házanépe és testvérei. Csak a gyermekek, a nyájak és a csordák nem, ezeket Gósen földjén hagyták.
9 και συνανεβησαν μετ' αυτου και αρματα και ιππεις και εγενετο η παρεμβολη μεγαλη σφοδρα9 Szekerek és lovasok is voltak a kíséretében, így nem volt kicsi a tábor.
10 και παρεγενοντο εφ' αλωνα αταδ ο εστιν περαν του ιορδανου και εκοψαντο αυτον κοπετον μεγαν και ισχυρον σφοδρα και εποιησεν το πενθος τω πατρι αυτου επτα ημερας10 Amikor aztán eljutottak Átád szérűjéhez, amely a Jordánon túl fekszik, ott nagy és keserves siránkozással gyászszertartást tartottak. Hét napot töltöttek el ezzel.
11 και ειδον οι κατοικοι της γης χανααν το πενθος εν αλωνι αταδ και ειπαν πενθος μεγα τουτο εστιν τοις αιγυπτιοις δια τουτο εκαλεσεν το ονομα αυτου πενθος αιγυπτου ο εστιν περαν του ιορδανου11 Amikor Kánaán földjének lakosai látták ezt, így szóltak: »Nagy gyászuk van az egyiptomiaknak!« Azt a helyet elnevezték tehát Egyiptom gyászának.
12 και εποιησαν αυτω ουτως οι υιοι αυτου και εθαψαν αυτον εκει12 Jákob fiai úgy tettek tehát, ahogy apjuk megparancsolta nekik:
13 και ανελαβον αυτον οι υιοι αυτου εις γην χανααν και εθαψαν αυτον εις το σπηλαιον το διπλουν ο εκτησατο αβρααμ το σπηλαιον εν κτησει μνημειου παρα εφρων του χετταιου κατεναντι μαμβρη13 elvitték őt Kánaán földjére, és eltemették a Makpéla barlangba, amelyet Ábrahám vett meg a mezővel együtt a hetita Efrontól, temetőbirtokul, Mamréval szemben.
14 και απεστρεψεν ιωσηφ εις αιγυπτον αυτος και οι αδελφοι αυτου και οι συναναβαντες θαψαι τον πατερα αυτου14 Miután apját eltemette, József visszatért Egyiptomba testvéreivel és egész kíséretével együtt.
15 ιδοντες δε οι αδελφοι ιωσηφ οτι τεθνηκεν ο πατηρ αυτων ειπαν μηποτε μνησικακηση ημιν ιωσηφ και ανταποδομα ανταποδω ημιν παντα τα κακα α ενεδειξαμεθα αυτω15 Mivel Jákob meghalt, a testvérei félni kezdtek, és azt mondták egymásnak: »Csak meg ne emlékezzen arról a bántalomról, amelyet elszenvedett! Nehogy visszafizesse nekünk mindazt a gonoszságot, amelyet elkövettünk!«
16 και παρεγενοντο προς ιωσηφ λεγοντες ο πατηρ σου ωρκισεν προ του τελευτησαι αυτον λεγων16 Azt üzenték tehát neki: »Atyád meghagyta nekünk, mielőtt meghalt,
17 ουτως ειπατε ιωσηφ αφες αυτοις την αδικιαν και την αμαρτιαν αυτων οτι πονηρα σοι ενεδειξαντο και νυν δεξαι την αδικιαν των θεραποντων του θεου του πατρος σου και εκλαυσεν ιωσηφ λαλουντων αυτων προς αυτον17 hogy az ő szavaival ezt mondjuk neked: ‘Kérlek, felejtsd el testvéreid vétkét, a bűnt és a gonoszságot, amelyet ellened elkövettek!’ Mi magunk is kérünk, bocsásd meg ezt a gonoszságot azoknak, akik szolgái atyád Istenének!« Ennek hallatára József sírni kezdett.
18 και ελθοντες προς αυτον ειπαν οιδε ημεις σοι οικεται18 Ezután a testvérei maguk is eléje járultak, és földig borulva azt mondták: »A szolgáid vagyunk!«
19 και ειπεν αυτοις ιωσηφ μη φοβεισθε του γαρ θεου ειμι εγω19 Ő azonban ezt felelte: »Ne féljetek! Ellene szegülhetünk-e Isten akaratának?
20 υμεις εβουλευσασθε κατ' εμου εις πονηρα ο δε θεος εβουλευσατο περι εμου εις αγαθα οπως αν γενηθη ως σημερον ινα διατραφη λαος πολυς20 Ti gonoszat terveltetek ellenem, de Isten jóra fordította azt, hogy felmagasztaljon engem, amint most látjátok, és sok népet megmentsen.
21 και ειπεν αυτοις μη φοβεισθε εγω διαθρεψω υμας και τας οικιας υμων και παρεκαλεσεν αυτους και ελαλησεν αυτων εις την καρδιαν21 Ne féljetek, én gondoskodom rólatok és gyermekeitekről.« Megvigasztalta tehát őket, és barátságosan, szelíden beszélt hozzájuk.
22 και κατωκησεν ιωσηφ εν αιγυπτω αυτος και οι αδελφοι αυτου και πασα η πανοικια του πατρος αυτου και εζησεν ιωσηφ ετη εκατον δεκα22 Ettől kezdve Egyiptomban lakott apja egész házanépével együtt. Száztíz esztendőt élt,
23 και ειδεν ιωσηφ εφραιμ παιδια εως τριτης γενεας και υιοι μαχιρ του υιου μανασση ετεχθησαν επι μηρων ιωσηφ23 és meglátta Efraim fiainak harmadik nemzedékét. Manassze fiának, Mákirnak a fiai is József térdén születtek.
24 και ειπεν ιωσηφ τοις αδελφοις αυτου λεγων εγω αποθνησκω επισκοπη δε επισκεψεται υμας ο θεος και αναξει υμας εκ της γης ταυτης εις την γην ην ωμοσεν ο θεος τοις πατρασιν ημων αβρααμ και ισαακ και ιακωβ24 Ezek megtörténte után azt mondta testvéreinek: »Halálom után meg fog emlékezni rólatok Isten, és felvisz titeket erről a földről arra a földre, amelyet esküvel ígért Ábrahámnak, Izsáknak és Jákobnak.«
25 και ωρκισεν ιωσηφ τους υιους ισραηλ λεγων εν τη επισκοπη η επισκεψεται υμας ο θεος και συνανοισετε τα οστα μου εντευθεν μεθ' υμων25 Azután megeskette őket: »Ha majd megemlékezik rólatok Isten, vigyétek fel magatokkal csontjaimat erről a helyről!« Végül
26 και ετελευτησεν ιωσηφ ετων εκατον δεκα και εθαψαν αυτον και εθηκαν εν τη σορω εν αιγυπτω .26 meghalt, miután száztíz esztendőt ért meg életében. Bebalzsamozták, és koporsóban eltemették Egyiptomban.