Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 34


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 εξηλθεν δε δινα η θυγατηρ λειας ην ετεκεν τω ιακωβ καταμαθειν τας θυγατερας των εγχωριων1 Egyszer aztán kiment Dína, akit Lea szült Jákobnak, hogy megnézze annak a vidéknek a lányait.
2 και ειδεν αυτην συχεμ ο υιος εμμωρ ο χορραιος ο αρχων της γης και λαβων αυτην εκοιμηθη μετ' αυτης και εταπεινωσεν αυτην2 Szíchem, a föld fejedelmének, a hivvita Hémornak a fia megszerette, elrabolta, és vele aludt, erőszakot követve el ellene.
3 και προσεσχεν τη ψυχη δινας της θυγατρος ιακωβ και ηγαπησεν την παρθενον και ελαλησεν κατα την διανοιαν της παρθενου αυτη3 Mivel teljes szívéből ragaszkodott hozzá, és szerette a lányt, a szívére beszélt,
4 ειπεν δε συχεμ προς εμμωρ τον πατερα αυτου λεγων λαβε μοι την παιδισκην ταυτην εις γυναικα4 aztán elment apjához, Hémorhoz, és azt mondta: »Vedd meg nekem feleségül ezt a lányt!«
5 ιακωβ δε ηκουσεν οτι εμιανεν ο υιος εμμωρ διναν την θυγατερα αυτου οι δε υιοι αυτου ησαν μετα των κτηνων αυτου εν τω πεδιω παρεσιωπησεν δε ιακωβ εως του ελθειν αυτους5 Amikor Jákob meghallotta, hogy lányát, Dínát megbecstelenítették, miközben a fiai távol voltak, s a nyáj legeltetésében foglalatoskodtak, hallgatott, amíg azok vissza nem jöttek.
6 εξηλθεν δε εμμωρ ο πατηρ συχεμ προς ιακωβ λαλησαι αυτω6 Hémor pedig, Szíchem atyja kiment, hogy beszéljen Jákobbal.
7 οι δε υιοι ιακωβ ηλθον εκ του πεδιου ως δε ηκουσαν κατενυχθησαν οι ανδρες και λυπηρον ην αυτοις σφοδρα οτι ασχημον εποιησεν εν ισραηλ κοιμηθεις μετα της θυγατρος ιακωβ και ουχ ουτως εσται7 Közben azonban Jákob fiai megjöttek a mezőről. Amikor meghallották, hogy mi történt, nagyon elszomorodtak, és megharagudtak, hogy gyalázatos dolog esett Izraelen, és meggyalázták Jákob lányát, tilalmas dolgot cselekedtek.
8 και ελαλησεν εμμωρ αυτοις λεγων συχεμ ο υιος μου προειλατο τη ψυχη την θυγατερα υμων δοτε ουν αυτην αυτω γυναικα8 Hémor így szólt hozzájuk: »Fiamnak, Szíchemnek a lelke lányotokhoz ragaszkodik. Adjátok feleségül neki,
9 επιγαμβρευσασθε ημιν τας θυγατερας υμων δοτε ημιν και τας θυγατερας ημων λαβετε τοις υιοις υμων9 és kössünk egymás között házasságokat! Adjátok lányaitokat mihozzánk, ti pedig vegyétek el a mi lányainkat,
10 και εν ημιν κατοικειτε και η γη ιδου πλατεια εναντιον υμων κατοικειτε και εμπορευεσθε επ' αυτης και εγκτησασθε εν αυτη10 és lakjatok velünk! Ez a föld a birtokotokban van: maradjatok, lakjatok rajta, és birtokoljátok!«
11 ειπεν δε συχεμ προς τον πατερα αυτης και προς τους αδελφους αυτης ευροιμι χαριν εναντιον υμων και ο εαν ειπητε δωσομεν11 Maga Szíchem is szólt a lány apjához és testvéreihez: »Hadd találjak kegyelmet előttetek, s bármit határoztok, megadom!
12 πληθυνατε την φερνην σφοδρα και δωσω καθοτι αν ειπητε μοι και δωσετε μοι την παιδα ταυτην εις γυναικα12 Szabjátok magasra a hozományt, és követeljetek nászajándékot! Örömest megadom, amit kívántok, csak adjátok nekem azt a lányt feleségül!«
13 απεκριθησαν δε οι υιοι ιακωβ τω συχεμ και εμμωρ τω πατρι αυτου μετα δολου και ελαλησαν αυτοις οτι εμιαναν διναν την αδελφην αυτων13 Jákob fiai azt felelték Szíchemnek és apjának, Hémornak – álnokul, mivel nővérüket meggyalázták –:
14 και ειπαν αυτοις συμεων και λευι οι αδελφοι δινας υιοι δε λειας ου δυνησομεθα ποιησαι το ρημα τουτο δουναι την αδελφην ημων ανθρωπω ος εχει ακροβυστιαν εστιν γαρ ονειδος ημιν14 »Nem tehetjük meg, amit kértek, mert nem adhatjuk nővérünket körülmetéletlen embernek: gyalázatos dolog az minálunk.
15 εν τουτω ομοιωθησομεθα υμιν και κατοικησομεν εν υμιν εαν γενησθε ως ημεις και υμεις εν τω περιτμηθηναι υμων παν αρσενικον15 Csak abban az esetben szövetkezhetünk, ha hasonlók akartok lenni hozzánk, és körülmetélkedik közöttetek minden férfi.
16 και δωσομεν τας θυγατερας ημων υμιν και απο των θυγατερων υμων λημψομεθα ημιν γυναικας και οικησομεν παρ' υμιν και εσομεθα ως γενος εν16 Akkor hozzátok adjuk lányainkat, mi pedig elvesszük a tieiteket, és veletek lakunk majd, s egy néppé leszünk!
17 εαν δε μη εισακουσητε ημων του περιτεμνεσθαι λαβοντες τας θυγατερας ημων απελευσομεθα17 Ha azonban nem akartok körülmetélkedni, fogjuk a lányunkat, és megyünk!«
18 και ηρεσαν οι λογοι εναντιον εμμωρ και εναντιον συχεμ του υιου εμμωρ18 Ajánlatuk tetszett Hémornak és fiának, Szíchemnek.
19 και ουκ εχρονισεν ο νεανισκος του ποιησαι το ρημα τουτο ενεκειτο γαρ τη θυγατρι ιακωβ αυτος δε ην ενδοξοτατος παντων των εν τω οικω του πατρος αυτου19 Az ifjú nem vonakodott attól, hogy azonnal teljesítse, amit kívántak, mert nagyon szerette Jákob lányát; márpedig ő igen tekintélyes ember volt apja egész házában.
20 ηλθεν δε εμμωρ και συχεμ ο υιος αυτου προς την πυλην της πολεως αυτων και ελαλησαν προς τους ανδρας της πολεως αυτων λεγοντες20 Hémor és a fia, Szíchem bementek tehát a város kapujába, és így szóltak a város férfiaihoz:
21 οι ανθρωποι ουτοι ειρηνικοι εισιν μεθ' ημων οικειτωσαν επι της γης και εμπορευεσθωσαν αυτην η δε γη ιδου πλατεια εναντιον αυτων τας θυγατερας αυτων λημψομεθα ημιν γυναικας και τας θυγατερας ημων δωσομεν αυτοις21 »Ezek az emberek békességesek irántunk. Maradjanak ezen a földön, és lakjanak rajta, hisz tágas az és széles előttük! Vegyük lányaikat feleségül, és adjuk nekik a mieinket!
22 μονον εν τουτω ομοιωθησονται ημιν οι ανθρωποι του κατοικειν μεθ' ημων ωστε ειναι λαον ενα εν τω περιτεμνεσθαι ημων παν αρσενικον καθα και αυτοι περιτετμηνται22 De csak akkor egyeznek bele ezek a férfiak, hogy velünk maradjanak és egy néppé legyünk, ha körülmetéltetjük közülünk a férfiakat, követve ezzel ennek a népnek szertartását.
23 και τα κτηνη αυτων και τα υπαρχοντα αυτων και τα τετραποδα ουχ ημων εσται μονον εν τουτω ομοιωθωμεν αυτοις και οικησουσιν μεθ' ημων23 Akkor a jószáguk is, barmuk is és mindenük, amijük van, a mienk lesz! Csak ebbe egyezzünk bele, akkor együtt fognak lakni velünk!«
24 και εισηκουσαν εμμωρ και συχεμ του υιου αυτου παντες οι εκπορευομενοι την πυλην της πολεως αυτων και περιετεμοντο την σαρκα της ακροβυστιας αυτων πας αρσην24 Mindannyian beleegyeztek, és körülmetéltette magát minden férfi, aki kiment a város kapuján.
25 εγενετο δε εν τη ημερα τη τριτη οτε ησαν εν τω πονω ελαβον οι δυο υιοι ιακωβ συμεων και λευι οι αδελφοι δινας εκαστος την μαχαιραν αυτου και εισηλθον εις την πολιν ασφαλως και απεκτειναν παν αρσενικον25 A harmadik napon azonban, amikor a legsúlyosabb a sebek fájdalma, íme, Jákob két fia, Simeon és Lévi, Dína fivérei kardot ragadtak, sértetlenül bementek a városba, és megöltek minden férfit.
26 τον τε εμμωρ και συχεμ τον υιον αυτου απεκτειναν εν στοματι μαχαιρας και ελαβον την διναν εκ του οικου του συχεμ και εξηλθον26 Megölték Hémort és Szíchemet is, Dínát pedig, a nővérüket elvitték Szíchem házából.
27 οι δε υιοι ιακωβ εισηλθον επι τους τραυματιας και διηρπασαν την πολιν εν η εμιαναν διναν την αδελφην αυτων27 A megöltek fölött berohant Jákob többi fia is, és kipusztították a várost, hogy bosszút álljanak a megbecstelenítésért.
28 και τα προβατα αυτων και τους βοας αυτων και τους ονους αυτων οσα τε ην εν τη πολει και οσα ην εν τω πεδιω ελαβον28 Juhaikat és marháikat, szamaraikat és mindenüket, ami a városban és a mezőkön volt, elhajtották. Fogságba vitték minden vagyonukat,
29 και παντα τα σωματα αυτων και πασαν την αποσκευην αυτων και τας γυναικας αυτων ηχμαλωτευσαν και διηρπασαν οσα τε ην εν τη πολει και οσα ην εν ταις οικιαις29 gyermekeiket és feleségeiket is. Kifosztottak mindent, ami a házakban volt.
30 ειπεν δε ιακωβ συμεων και λευι μισητον με πεποιηκατε ωστε πονηρον με ειναι πασιν τοις κατοικουσιν την γην εν τε τοις χαναναιοις και τοις φερεζαιοις εγω δε ολιγοστος ειμι εν αριθμω και συναχθεντες επ' εμε συγκοψουσιν με και εκτριβησομαι εγω και ο οικος μου30 Jákob azonban így szólt Simeonhoz és Lévihez: »Megszomorítottatok, mert gyűlöletessé tettetek engem e föld lakói, a kánaániak és a periziták előtt! Mi kevesen vagyunk, ők meg majd egybegyűlnek, és megölnek minket, eltörölnek engem és házam népét.«
31 οι δε ειπαν αλλ' ωσει πορνη χρησωνται τη αδελφη ημων31 Ők azonban azt felelték: »Hát kellett nekik úgy bánniuk a nővérünkkel, mint valami utcanővel?«