Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 12


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και ειπεν κυριος τω αβραμ εξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενειας σου και εκ του οικου του πατρος σου εις την γην ην αν σοι δειξω1 Ekkor az Úr azt mondta Ábrámnak: »Menj ki földedről, a rokonságod közül és atyád házából arra a földre, amelyet mutatok majd neked!
2 και ποιησω σε εις εθνος μεγα και ευλογησω σε και μεγαλυνω το ονομα σου και εση ευλογητος2 Nagy nemzetté teszlek, és megáldalak, s naggyá teszem neved, és áldott leszel.
3 και ευλογησω τους ευλογουντας σε και τους καταρωμενους σε καταρασομαι και ενευλογηθησονται εν σοι πασαι αι φυλαι της γης3 Megáldom azokat, akik áldanak téged, s megátkozom azokat, akik átkoznak téged. Benned nyer áldást a föld minden nemzetsége.«
4 και επορευθη αβραμ καθαπερ ελαλησεν αυτω κυριος και ωχετο μετ' αυτου λωτ αβραμ δε ην ετων εβδομηκοντα πεντε οτε εξηλθεν εκ χαρραν4 Elindult tehát Ábrám, ahogy az Úr megparancsolta neki, és vele ment Lót is. Hetvenöt esztendős volt Ábrám, amikor elindult Háránból.
5 και ελαβεν αβραμ την σαραν γυναικα αυτου και τον λωτ υιον του αδελφου αυτου και παντα τα υπαρχοντα αυτων οσα εκτησαντο και πασαν ψυχην ην εκτησαντο εν χαρραν και εξηλθοσαν πορευθηναι εις γην χανααν και ηλθον εις γην χανααν5 Vette Sárait, a feleségét, és Lótot, testvérének a fiát, s minden vagyonukat, amijük volt, meg azokat a szolgákat, akiket Háránban szereztek, és elindultak, hogy Kánaán földjére menjenek. És eljutottak Kánaán földjére.
6 και διωδευσεν αβραμ την γην εις το μηκος αυτης εως του τοπου συχεμ επι την δρυν την υψηλην οι δε χαναναιοι τοτε κατωκουν την γην6 Ábrám átvonult az országon, egészen a szíchemi helyig, a Móre Tölgyéig. – Akkor még kánaániak laktak azon a földön. –
7 και ωφθη κυριος τω αβραμ και ειπεν αυτω τω σπερματι σου δωσω την γην ταυτην και ωκοδομησεν εκει αβραμ θυσιαστηριον κυριω τω οφθεντι αυτω7 Ekkor az Úr megjelent Ábrámnak, és azt mondta neki: »Ezt a földet a te utódodnak adom!« Erre ő oltárt épített ott az Úrnak, aki megjelent neki.
8 και απεστη εκειθεν εις το ορος κατ' ανατολας βαιθηλ και εστησεν εκει την σκηνην αυτου βαιθηλ κατα θαλασσαν και αγγαι κατ' ανατολας και ωκοδομησεν εκει θυσιαστηριον τω κυριω και επεκαλεσατο επι τω ονοματι κυριου8 Onnan aztán a felé a hegység felé tartott, amely Bételtől keletre volt, és ott felütötte sátrát, úgyhogy Bétel nyugatra esett, keletre pedig Ái. Ott oltárt épített az Úrnak, és segítségül hívta az Úr nevét.
9 και απηρεν αβραμ και πορευθεις εστρατοπεδευσεν εν τη ερημω9 Aztán továbbment Ábrám, és egyre a Negeb felé tartott.
10 και εγενετο λιμος επι της γης και κατεβη αβραμ εις αιγυπτον παροικησαι εκει οτι ενισχυσεν ο λιμος επι της γης10 Azt a földet azonban éhínség sújtotta, ezért Ábrám lement Egyiptomba, hogy egy darabig ott tartózkodjék, mert igen elhatalmasodott az éhség azon a földön.
11 εγενετο δε ηνικα ηγγισεν αβραμ εισελθειν εις αιγυπτον ειπεν αβραμ σαρα τη γυναικι αυτου γινωσκω εγω οτι γυνη ευπροσωπος ει11 Amikor már majdnem beért Egyiptomba, azt mondta Sárainak, a feleségének: »Tudom, hogy szép asszony vagy,
12 εσται ουν ως αν ιδωσιν σε οι αιγυπτιοι ερουσιν οτι γυνη αυτου αυτη και αποκτενουσιν με σε δε περιποιησονται12 s ha meglátnak téged az egyiptomiak, azt fogják mondani: ‘A felesége’. Akkor engem megölnek, téged pedig életben hagynak.
13 ειπον ουν οτι αδελφη αυτου ειμι οπως αν ευ μοι γενηται δια σε και ζησεται η ψυχη μου ενεκεν σου13 Mondd tehát, kérlek, hogy a húgom vagy, hogy jó dolgom legyen miattad, s életben maradjak miattad!«
14 εγενετο δε ηνικα εισηλθεν αβραμ εις αιγυπτον ιδοντες οι αιγυπτιοι την γυναικα οτι καλη ην σφοδρα14 És valóban, amikor Ábrám bement Egyiptomba, látták az egyiptomiak az asszonyon, hogy igen szép.
15 και ειδον αυτην οι αρχοντες φαραω και επηνεσαν αυτην προς φαραω και εισηγαγον αυτην εις τον οικον φαραω15 A főemberek elbeszélték ezt a fáraónak, és dicsérgették őt előtte. Erre az asszonyt elvitték a fáraó házába,
16 και τω αβραμ ευ εχρησαντο δι' αυτην και εγενοντο αυτω προβατα και μοσχοι και ονοι παιδες και παιδισκαι ημιονοι και καμηλοι16 Ábrámmal pedig jól bántak miatta, s lettek neki juhai, marhái és szamarai, rabszolgái meg szolgálói, nőstény szamarai és tevéi.
17 και ητασεν ο θεος τον φαραω ετασμοις μεγαλοις και πονηροις και τον οικον αυτου περι σαρας της γυναικος αβραμ17 Ám az Úr igen nagy csapásokkal sújtotta a fáraót és a házát Sárai, Ábrám felesége miatt.
18 καλεσας δε φαραω τον αβραμ ειπεν τι τουτο εποιησας μοι οτι ουκ απηγγειλας μοι οτι γυνη σου εστιν18 Hívatta tehát a fáraó Ábrámot, és azt mondta neki: »Mit tettél velem? Miért nem mondtad meg, hogy ő a feleséged?
19 ινα τι ειπας οτι αδελφη μου εστιν και ελαβον αυτην εμαυτω εις γυναικα και νυν ιδου η γυνη σου εναντιον σου λαβων αποτρεχε19 Miért mondtad húgodnak, úgyhogy én elhozattam feleségül magamnak! Most íme, itt a feleséged, vedd és menj!«
20 και ενετειλατο φαραω ανδρασιν περι αβραμ συμπροπεμψαι αυτον και την γυναικα αυτου και παντα οσα ην αυτω και λωτ μετ' αυτου20 Aztán a fáraó embereket rendelt Ábrám mellé, s azok elkísérték őt, a feleségét és mindenét, amije volt.