1 και ην πασα η γη χειλος εν και φωνη μια πασιν | 1 A föld akkor még egy ajkú és egyazon beszédű volt. |
2 και εγενετο εν τω κινησαι αυτους απο ανατολων ευρον πεδιον εν γη σεννααρ και κατωκησαν εκει | 2 Amikor azonban Keletről elköltöztek, Sineár földjén egy mezőségre bukkantak, és ott letelepedtek. |
3 και ειπεν ανθρωπος τω πλησιον δευτε πλινθευσωμεν πλινθους και οπτησωμεν αυτας πυρι και εγενετο αυτοις η πλινθος εις λιθον και ασφαλτος ην αυτοις ο πηλος | 3 Azt mondták egymásnak: »Gyertek, vessünk téglát, és égessük ki tűzben!« Aztán felhasználták a téglát építőkőnek, az aszfaltot meg habarcsnak, |
4 και ειπαν δευτε οικοδομησωμεν εαυτοις πολιν και πυργον ου η κεφαλη εσται εως του ουρανου και ποιησωμεν εαυτοις ονομα προ του διασπαρηναι επι προσωπου πασης της γης | 4 és azt mondták: »Gyertek, építsünk magunknak várost és tornyot! Érjen a teteje az égig, hogy híressé tegyük nevünket, és szét ne szóródjunk az egész földre!« |
5 και κατεβη κυριος ιδειν την πολιν και τον πυργον ον ωκοδομησαν οι υιοι των ανθρωπων | 5 Az Úr ekkor leszállt, hogy megnézze a várost és a tornyot, amelyet építettek az ember fiai, |
6 και ειπεν κυριος ιδου γενος εν και χειλος εν παντων και τουτο ηρξαντο ποιησαι και νυν ουκ εκλειψει εξ αυτων παντα οσα αν επιθωνται ποιειν | 6 és azt mondta az Úr: »Íme, egy ez a nép, és egyajkú az egész: ezzel az alkotással kezdik, s ezentúl nem fognak elállni szándékaiktól, amíg meg nem valósítják azokat tettekkel. |
7 δευτε και καταβαντες συγχεωμεν εκει αυτων την γλωσσαν ινα μη ακουσωσιν εκαστος την φωνην του πλησιον | 7 Gyertek tehát, szálljunk alá, és zavarjuk ott össze a nyelvüket, hogy ne értsék meg egymás szavát!« |
8 και διεσπειρεν αυτους κυριος εκειθεν επι προσωπον πασης της γης και επαυσαντο οικοδομουντες την πολιν και τον πυργον | 8 Így el is szélesztette őket onnan az Úr az egész földre, s ők abbahagyták a város építését. |
9 δια τουτο εκληθη το ονομα αυτης συγχυσις οτι εκει συνεχεεν κυριος τα χειλη πασης της γης και εκειθεν διεσπειρεν αυτους κυριος ο θεος επι προσωπον πασης της γης | 9 Azért nevezték el tehát azt Bábelnek, mert ott zavarodott össze az egész föld nyelve, s onnan szélesztette el őket az Úr a föld egész színére. |
10 και αυται αι γενεσεις σημ σημ υιος εκατον ετων οτε εγεννησεν τον αρφαξαδ δευτερου ετους μετα τον κατακλυσμον | 10 Szem nemzetsége a következő: Szem százesztendős volt, amikor Arfaxádot nemzette, két esztendővel a vízözön után. |
11 και εζησεν σημ μετα το γεννησαι αυτον τον αρφαξαδ πεντακοσια ετη και εγεννησεν υιους και θυγατερας και απεθανεν | 11 Szem azután, hogy Arfaxádot nemzette, ötszáz esztendeig élt, és nemzett még fiakat meg leányokat. |
12 και εζησεν αρφαξαδ εκατον τριακοντα πεντε ετη και εγεννησεν τον καιναν | 12 Amikor aztán Arfaxád harmincöt esztendős lett, nemzette Selahot. |
13 και εζησεν αρφαξαδ μετα το γεννησαι αυτον τον καιναν ετη τετρακοσια τριακοντα και εγεννησεν υιους και θυγατερας και απεθανεν και εζησεν καιναν εκατον τριακοντα ετη και εγεννησεν τον σαλα και εζησεν καιναν μετα το γεννησαι αυτον τον σαλα ετη τριακοσια τριακοντα και εγεννησεν υιους και θυγατερας και απεθανεν | 13 Arfaxád azután, hogy Selahot nemzette, négyszázhárom esztendeig élt, és nemzett még fiakat meg leányokat. |
14 και εζησεν σαλα εκατον τριακοντα ετη και εγεννησεν τον εβερ | 14 Amikor aztán Selah harmincesztendős volt, nemzette Hébert. |
15 και εζησεν σαλα μετα το γεννησαι αυτον τον εβερ τριακοσια τριακοντα ετη και εγεννησεν υιους και θυγατερας και απεθανεν | 15 Selah azután, hogy Hébert nemzette, négyszázhárom esztendeig élt, és nemzett még fiakat meg leányokat. |
16 και εζησεν εβερ εκατον τριακοντα τεσσαρα ετη και εγεννησεν τον φαλεκ | 16 Amikor aztán Héber harmincnégy esztendős volt, nemzette Peleget. |
17 και εζησεν εβερ μετα το γεννησαι αυτον τον φαλεκ ετη τριακοσια εβδομηκοντα και εγεννησεν υιους και θυγατερας και απεθανεν | 17 Héber azután, hogy Peleget nemzette, négyszázharminc esztendeig élt, és nemzett még fiakat meg leányokat. |
18 και εζησεν φαλεκ εκατον τριακοντα ετη και εγεννησεν τον ραγαυ | 18 Amikor aztán Peleg harmincesztendős volt, nemzette Reut. |
19 και εζησεν φαλεκ μετα το γεννησαι αυτον τον ραγαυ διακοσια εννεα ετη και εγεννησεν υιους και θυγατερας και απεθανεν | 19 Peleg azután, hogy Reut nemzette, kétszázkilenc esztendeig élt, és nemzett még fiakat meg leányokat. |
20 και εζησεν ραγαυ εκατον τριακοντα δυο ετη και εγεννησεν τον σερουχ | 20 Amikor aztán Reu harminckét esztendős volt, nemzette Szerugot. |
21 και εζησεν ραγαυ μετα το γεννησαι αυτον τον σερουχ διακοσια επτα ετη και εγεννησεν υιους και θυγατερας και απεθανεν | 21 Reu azután, hogy Szerugot nemzette, kétszázhét esztendeig élt, és nemzett még fiakat meg leányokat. |
22 και εζησεν σερουχ εκατον τριακοντα ετη και εγεννησεν τον ναχωρ | 22 Amikor aztán Szerug harmincesztendős volt, nemzette Náchort. |
23 και εζησεν σερουχ μετα το γεννησαι αυτον τον ναχωρ ετη διακοσια και εγεννησεν υιους και θυγατερας και απεθανεν | 23 Szerug azután, hogy Náchort nemzette, kétszáz esztendeig élt, és nemzett még fiakat meg leányokat. |
24 και εζησεν ναχωρ ετη εβδομηκοντα εννεα και εγεννησεν τον θαρα | 24 Amikor aztán Náchor huszonkilenc éves volt, nemzette Terahot. |
25 και εζησεν ναχωρ μετα το γεννησαι αυτον τον θαρα ετη εκατον εικοσι εννεα και εγεννησεν υιους και θυγατερας και απεθανεν | 25 Náchor az után, hogy Terahot nemzette, száztizenkilenc esztendeig élt, és nemzett még fiakat meg leányokat. |
26 και εζησεν θαρα εβδομηκοντα ετη και εγεννησεν τον αβραμ και τον ναχωρ και τον αρραν | 26 Amikor aztán Terah hetvenesztendős volt, nemzette Ábrámot, Náchort és Háránt. |
27 αυται δε αι γενεσεις θαρα θαρα εγεννησεν τον αβραμ και τον ναχωρ και τον αρραν και αρραν εγεννησεν τον λωτ | 27 Terah nemzetsége pedig a következő. Terah nemzette Ábrámot, Náchort és Háránt, Hárán pedig nemzette Lótot. |
28 και απεθανεν αρραν ενωπιον θαρα του πατρος αυτου εν τη γη η εγενηθη εν τη χωρα των χαλδαιων | 28 De Hárán meghalt apja, Terah színe előtt a szülőföldjén, a káldeai Úrban. |
29 και ελαβον αβραμ και ναχωρ εαυτοις γυναικας ονομα τη γυναικι αβραμ σαρα και ονομα τη γυναικι ναχωρ μελχα θυγατηρ αρραν πατηρ μελχα και πατηρ ιεσχα | 29 Ábrám és Náchor pedig feleséget vettek maguknak: Ábrám feleségének a neve Sárai volt, Náchor feleségének a neve pedig Melka. Ez Háránnak, Melka apjának és Jeszka apjának volt a lánya. |
30 και ην σαρα στειρα και ουκ ετεκνοποιει | 30 Sárai azonban meddő volt, s így nem volt gyermeke. |
31 και ελαβεν θαρα τον αβραμ υιον αυτου και τον λωτ υιον αρραν υιον του υιου αυτου και την σαραν την νυμφην αυτου γυναικα αβραμ του υιου αυτου και εξηγαγεν αυτους εκ της χωρας των χαλδαιων πορευθηναι εις την γην χανααν και ηλθεν εως χαρραν και κατωκησεν εκει | 31 Terah azután fogta Ábrámot, a fiát, és Lótot, Háránnak, a fiának a fiát, valamint Sárait, a menyét, fiának, Ábrámnak a feleségét, és kivezette őket a káldeai Úrból, hogy Kánaán földjére menjenek. El is jutottak Háránig, és ott megtelepedtek. |
32 και εγενοντο αι ημεραι θαρα εν χαρραν διακοσια πεντε ετη και απεθανεν θαρα εν χαρραν | 32 És Terah kétszázöt esztendős volt, amikor meghalt Háránban. |