Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Sámuel első könyve 14


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Történt aztán az egyik napon, hogy Jonatán, Saul fia azt mondta fegyverhordozó legényének: »Gyere, menjünk át a filiszteusok előőrséhez, amely odaát van.« Apjának azonban ezt nem mondta meg.1 Ημεραν δε τινα ειπεν Ιωναθαν, ο υιος του Σαουλ, προς τον νεον τον βασταζοντα τα οπλα αυτου, Ελθε, και ας περασωμεν προς την φρουραν των Φιλισταιων, την εν τω περαν? προς τον πατερα αυτου ομως δεν εφανερωσε τουτο.
2 Saul ekkor Gibea szélén, a Magronnál levő gránátalmafa alatt tartózkodott, s vele volt mintegy hatszáz emberből álló népe is,2 Ο δε Σαουλ εκαθητο επι του ακρου του Γαβαα, υπο την ροδιαν την εν Μιγρων? και ο λαος ο μετ' αυτου ητο εως εξακοσιοι ανδρες?
3 valamint az efódot viselő Ahiás, annak az Ahitóbnak a fia, aki Ikabódnak a fivére, a Hélitől, az Úr silói papjától származó Fineesznek pedig a fia volt. De a nép sem tudta, hova ment Jonatán.3 και Αχια, ο υιος του Αχιτωβ, αδελφου του Ιχαβωδ, υιου του Φινεες, υιου του Ηλει, ιερευς του Κυριου εν Σηλω, φορων εφοδ. Και ο λαος δεν ηξευρεν οτι υπηγεν ο Ιωναθαν.
4 A szorosok között pedig, amelyeken Jonatán át akart menni a filiszteusok előőrséhez, egy-egy meredek szikla volt mind a két oldalon, s mint valami fog, egy-egy kőszirt meredezett innen is, onnan is: az egyiknek Bószesz volt a neve, a másiknak Szene:4 Μεταξυ δε των διαβασεων, δια των οποιων ο Ιωναθαν εζητει να περαση προς την φρουραν των Φιλισταιων, ητο αποτομος βραχος εξ ενος μερους και αποτομος βραχος εκ του αλλου μερους? και το ονομα του ενος Βοσες, το δε ονομα του αλλον Σενε.
5 az egyik szirt északon meredezett, Makmással szemben, a másik délen, Gibeával szemben.5 Το μετωπον του ενος βραχου ητο προς βορραν απεναντι Μιχμας, και το του αλλου προς νοτον απεναντι Γαβαα.
6 Jonatán tehát ezt mondta fegyverhordozó legényének: »Gyere, menjünk át e körülmetéletlenek előőrséhez, hátha tesz értünk az Úr valamit, hiszen az Úrnak nem okoz nehézséget, hogy sok vagy kevés ember által szabadít-e meg.«6 Και ειπεν ο Ιωναθαν προς τον νεον τον βασταζοντα τα οπλα αυτου, Ελθε, και ας περασωμεν προς την φρουραν των απεριτμητων τουτων? ισως ενεργηση ο Κυριος υπερ ημων? διοτι δεν ειναι εις τον Κυριον εμποδιον να σωση δια πολλων η δι' ολιγων.
7 Azt mondta erre neki fegyverhordozója: »Tegyél egészen úgy, ahogy kedved tartja; menj, ahová szándékozol, s én veled leszek, ahol csak akarod.«7 Και ειπε προς αυτον ο οπλοφορος αυτου, Καμε ο, τι ειναι εν τη καρδια σου? προχωρει? ιδου, εγω ειμαι μετα σου κατα την καρδιαν σου.
8 Azt mondta erre Jonatán: »Íme, átmegyünk azokhoz az emberekhez, megmutatjuk magunkat nekik,8 Τοτε ειπεν ο Ιωναθαν, Ιδου, ημεις θελομεν περασει προς τους ανδρας και θελομεν δειχθη εις αυτους?
9 s ha ők így szólnak hozzánk: ‘Maradjatok ott, amíg odamegyünk hozzátok,’ akkor álljunk meg helyünkön, s ne menjünk fel hozzájuk.9 εαν ειπωσι προς ημας ουτω, Σταθητε εως να ελθωμεν προς εσας? τοτε θελομεν σταθη εν τω τοπω ημων και δεν θελομεν αναβη προς αυτους?
10 Ha azonban azt mondják: ‘Gyertek fel hozzánk,’ akkor menjünk fel, mert kezünkbe adta őket az Úr. Ez legyen a jel számunkra.«10 αλλ' εαν ειπωσιν ουτως, Αναβητε προς ημας? τοτε θελομεν αναβη? διοτι ο Κυριος παρεδωκεν αυτους εις την χειρα ημων? και τουτο θελει εισθαι εις ημας το σημειον.
11 Meg is mutatták magukat mindketten a filiszteusok előőrsének. Ekkor a filiszteusok azt mondták: »Íme, a héberek kijönnek a lyukakból, ahova rejtőztek.«11 Εδειχθησαν λοιπον αμφοτεροι εις την φρουραν των Φιλισταιων? και οι Φιλισταιοι ειπον, Ιδου, οι Εβραιοι εξερχονται εκ των τρυπων, οπου ειχον κρυφθη.
12 Majd szóltak az előőrs emberei Jonatánhoz és fegyverhordozójához és azt mondták: »Gyertek fel hozzánk, mutatunk nektek valamit.« Azt mondta erre Jonatán a fegyverhordozójának: »Menjünk fel, gyere utánam: mert az Úr Izrael kezébe adta őket.«12 Και ελαλησαν οι ανδρες της φρουρας προς τον Ιωναθαν και προς τον βασταζοντα τα οπλα αυτου, και ειπον, Αναβητε προς ημας, και θελομεν σας φανερωσει τι. Και ειπεν ο Ιωναθαν προς τον οπλοφορον αυτου, Αναβα κατοπιν μου? διοτι παρεδωκεν αυτους ο Κυριος εις την χειρα του Ισραηλ.
13 Fel is ment Jonatán, négykézláb mászva, s utána a fegyverhordozója, s így ki Jonatán előtt hullott el, kit meg fegyverhordozója ölt meg, aki őt követte.13 Και ανερπυσεν ο Ιωναθαν με τας χειρας αυτου και με τους ποδας αυτου, και ο βασταζων τα οπλα αυτου κατοπιν αυτου? και επεσον εμπροσθεν του Ιωναθαν? και ο βασταζων τα οπλα αυτου εθανατονεν αυτους κατοπιν αυτου.
14 Ezt az első vereséget, amelyben Jonatán és fegyverhordozója mintegy húsz embert ölt meg, egy fél holdnyi földön szenvedték el, akkora területen, amennyit egy iga ökör egy nap alatt szokott megszántani.14 Αυτη δε η πρωτη σφαγη, την οποιαν εκαμον ο Ιωναθαν και ο οπλοφορος αυτου, ητο περιπου εικοσι ανδρες, εις διαστημα γης ημισεως στρεμματος.
15 Erre óriási riadalom támadt a mezőn levő táborban, sőt a zsákmányolni kivonuló őrs egésze is megrémült. Zavar támadt a környéken, és szinte az Istentől származó csodálatos rémület következett be.15 Και εγεινε τρομος εν τω στρατοπεδω, εν τοις αγροις και εν παντι τω λαω? η φρουρα και οι λεηλατουντες, και αυτοι κατετρομαξαν, και η γη συνεταραχθη? ωστε ητο ως τρομος Θεου.
16 Ekkor odatekintettek Saul őrszemei, akik a Benjamin-Gibeában voltak, és íme, részben elhullott, részben szanaszét futkosó tömeget láttak.16 Και ειδον οι φρουροι του Σαουλ εν Γαβαα του Βενιαμιν, και ιδου, το πληθος διελυετο και βαθμηδον διεσκορπιζετο.
17 Azt mondta erre Saul a vele levő népnek: »Vizsgáljátok meg, nézzétek meg, hogy ki távozott közülünk!« Amikor megvizsgálták, kiderült, hogy Jonatán, s fegyverhordozója nincs ott.17 Τοτε ειπεν ο Σαουλ προς τον λαον τον μετ' αυτου, Απαριθμησατε τωρα και ιδετε τις ανεχωρησεν εξ ημων. Και οτε απηριθμησαν, ιδου, ο Ιωναθαν και ο οπλοφορος αυτου δεν ησαν.
18 Azt mondta erre Saul Ahiásnak: »Hozd elő az Isten ládáját.« (Ott volt ugyanis akkor az Isten ládája Izrael fiainál.)18 Και ειπεν ο Σαουλ προς τον Αχια, Φερε εδω την κιβωτον του Θεου. Διοτι η κιβωτος του Θεου ητο τοτε μετα των υιων Ισραηλ.
19 Amíg azonban Saul a pappal beszélt, nagy lárma keletkezett a filiszteusok táborában, amely mindinkább növekedett és hangosabb lett. Azt mondta tehát Saul a papnak: »Hagyd abba!«19 Και ενω ελαλει ο Σαουλ προς τον ιερεα, ο θορυβος εν τω στρατοπεδω των Φιλισταιων επροχωρει επι το μαλλον και επληθυνετο? ο δε Σαουλ ειπε προς τον ιερεα, Συρε οπισω την χειρα σου.
20 Azzal Saul és az egész vele levő nép felkiáltott és elment a harctérre, s látta, hogy íme, azok egymás ellen fordították kardjukat, s nagyon nagy öldöklés folyik közöttük.20 Και συνηθροισθησαν ο Σαουλ και πας ο λαος ο μετ' αυτου και ηλθον εως εις την μαχην? και ιδου, παντος ανδρος η ρομφαια ητο εναντιον του συντροφου αυτου, σφαγη μεγαλη σφοδρα.
21 Hozzá azok a héberek, akik eddig a filiszteusokkal tartottak, s azokkal a táborba felvonultak, megfordultak, és a Saullal és Jonatánnal levő izraelitákhoz szegődtek.21 οι δε Εβραιοι οι μετα των Φιλισταιων οντες ως αλλοτε, οιτινες ειχον αναβη μετ' αυτων εις το στρατοπεδον εκ των περιξ, και αυτοι ετι ηνωθησαν μετα των Ισραηλιτων, οιτινες ησαν μετα του Σαουλ και Ιωναθαν.
22 Amikor aztán azok az izraeliták, akik Efraim hegységében elrejtőztek, meghallották, hogy a filiszteusok megfutamodtak, ők is valamennyien övéikhez csatlakoztak a harcban. Így Saullal mintegy tízezer ember volt,22 Και παντες οι ανδρες του Ισραηλ οι κρυπτομενοι εν τω ορει Εφραιμ, ακουσαντες οτι οι Φιλισταιοι εφευγον, εδραμον και αυτοι κατοπιν αυτων εις πολεμον.
23 s az Úr megsegítette Izraelt azon a napon. A harc egészen Bétávenig terjedt.23 Και εσωσεν ο Κυριος τον Ισραηλ εν τη ημερα εκεινη? και η μαχη επερασεν εις Βαιθ-αυεν.
24 Amikor aztán Izrael emberei csoportosulni kezdtek azon a napon, Saul megeskette a népet e szavakkal: »Átkozott legyen az az ember, aki estig eledelt vesz magához, amíg bosszút nem állok ellenségeimen.« Nem is vett magához az egész nép semmiféle eledelt.24 Οι δε ανδρες του Ισραηλ απεκαμον την ημεραν εκεινην? διοτι ο Σαουλ ειχεν ορκισει τον λαον, λεγων, Επικαταρατος ο ανθρωπος, οστις φαγη τροφην εως εσπερας, και εκδικηθω απο των εχθρων μου. Οθεν δεν εγευθη τροφην πας ο λαος.
25 Sőt eljutott a föld egész népe egy erdőséghez, amelyben méz volt a föld színén25 Και παν το πληθος ηλθεν εις δασος, οπου ητο μελι κατα γης.
26 és bement a nép az erdőségbe, s látta, hogy folyik a méz, de senki sem emelte kezét szájához, mert félt a nép az eskü miatt.26 Και οτε εισηλθεν ο λαος εις το δασος, ιδου, το μελι εσταλαξεν? ουδεις ομως επλησιασε την χειρα αυτου εις το στομα αυτου? διοτι εφοβηθη ο λαος τον ορκον.
27 Jonatán azonban nem hallotta, amikor apja megeskette a népet. Kinyújtotta tehát a kezében levő bot végét, belemártotta a lépesmézbe, a szájához emelte kezét, és felragyogott szeme.27 Ο Ιωναθαν ομως δεν ειχεν ακουσει, οτε ο πατηρ αυτου ωρκισε τον λαον? οθεν ηπλωσε το ακρον της ραβδου της εν τη χειρι αυτου και εβυθισεν αυτο εις κηρηθραν και εβαλε την χειρα αυτου εις το στομα αυτου, και ανεβλεψαν οι οφθαλμοι αυτου.
28 Rászólt ekkor valaki a nép közül, és azt mondta: »Esküvel kötelezte apád a népet, mondván: ‘Átkozott legyen az az ember, aki ma eledelt vesz magához!’ A nép pedig nagyon kimerült.«28 Απεκριθη δε εις εκ του λαου και ειπεν, Ο πατηρ σου ωρκισε δι' ορκου τον λαον, λεγων, Επικαταρατος ο ανθρωπος, οστις φαγη τροφην σημερον? δια τουτο ο λαος ειναι εκλελυμενος.
29 Jonatán azt felelte: »Apám ezzel csak megzavarta az országot; magatok láttátok, hogy felragyogott a szemem, mivel ízleltem egy keveset a mézből!29 Ο δε Ιωναθαν ειπεν, Εταραξεν ο πατηρ μου τον κοσμον? ιδετε, παρακαλω, ποσον ανεβλεψαν οι οφθαλμοι μου, διοτι εγευθην ολιγον εκ τουτου του μελιτος?
30 Ha a nép evett volna ellenségeinek zsákmányából, amelyet talált, nemde sokkal nagyobb lett volna a filiszteusok veresége?«30 ποσω μαλλον, εαν ο λαος ηθελε φαγει την σημερον ελευθερως εκ των λαφυρων των εχθρων αυτου, τα οποια ευρηκε; διοτι δεν ηθελε γεινει τωρα πολυ μεγαλητερα σφαγη μεταξυ των Φιλισταιων;
31 Mivel aznap a filiszteusokat Makmástól Ajjalonig verték, nagyon kimerült a nép.31 Επαταξαν δε εν εκεινη τη ημερα τους Φιλισταιους απο Μιχμας εως Αιαλων? και ο λαος ητο εκλελυμενος σφοδρα.
32 Nekiesett tehát a zsákmánynak, juhot, marhát, borjút vett, levágta a földön, s a vérrel együtt ette meg a húst a nép.32 Οθεν ερριφθη ο λαος εις τα λαφυρα, και ελαβε προβατα και βοας και μοσχους και εσφαξαν κατα γης? και ετρωγεν ο λαος μετα του αιματος.
33 Hírül vitték és megmondták azonban Saulnak, hogy vétkezik a nép az Úr ellen, mert vérrel együtt eszi a húst. Erre ő így szólt: »Hitszegésbe estetek! Tüstént hengerítsetek hozzám egy nagy követ.«33 Ανηγγειλαν δε προς τον Σαουλ, λεγοντες, Ιδου, ο λαος αμαρτανει εις τον Κυριον, διοτι τρωγουσι μετα του αιματος. Και ειπε, Παραβαται εσταθητε? κυλισατε προς εμε σημερον λιθον μεγαν.
34 Aztán azt mondta Saul: »Széledjetek el a nép közé, s mondjátok meg nekik, hogy mindenki hozza ide hozzám a marháját s a kosát, s itt vágjátok le ezen a kövön, s úgy egyetek, hogy ne vétkezzetek az Úr ellen azáltal, hogy vérrel együtt eszitek a húst.« Oda is vitte aznap éjjel az egész nép közül mindenki a kezébe került marhát, s ott vágta le,34 Και ειπεν ο Σαουλ, Διασπαρθητε μεταξυ του λαου και ειπατε προς αυτους, Φερετε μοι ενταυθα εκαστος τον βουν αυτου και εκαστος το προβατον αυτου, και σφαξατε ενταυθα και φαγετε? και μη αμαρτανετε εις τον Κυριον, τρωγοντες μετα του αιματος. Και εφεραν πας ο λαος εκαστος τον βουν αυτου μεθ' εαυτου εκεινην την νυκτα και εσφαξαν εκει.
35 Saul pedig oltárt épített az Úrnak. Ekkor épített először oltárt az Úrnak.35 Και ωκοδομησεν ο Σαουλ θυσιαστηριον εις τον Κυριον? τουτο ητο το πρωτον θυσιαστηριον, το οποιον ωκοδομησεν ο Σαουλ εις τον Κυριον.
36 Majd azt mondta Saul: »Üssünk ez éjjel a filiszteusokra, s pusztítsuk őket, amíg felvirrad a reggel, s ne hagyjunk meg közülük senkit sem.« Azt mondta erre a nép: »Tegyél egészen úgy, ahogy szemed jónak látja.« A pap azonban így szólt: »Járuljunk előbb ide Istenhez.«36 Και ειπεν ο Σαουλ, Ας καταβωμεν εξοπισω των Φιλισταιων δια νυκτος, και ας διαρπασωμεν αυτους εως να φεγξη η ημερα, και ας μη αφησωμεν μηδε ενα εξ αυτων. Και ειπον, Καμε παν ο, τι σοι φαινεται καλον. Τοτε ειπεν ο ιερευς, Ας προσελθωμεν ενταυθα εις τον Θεον.
37 Meg is kérdezte Saul az Urat: »Űzőbe vegyem-e a filiszteusokat? Izrael kezébe adod-e őket?« Ám Ő nem felelt neki azon a napon.37 Και ηρωτησεν ο Σαουλ τον Θεον, Να καταβω εξοπισω των Φιλισταιων; θελεις παραδωσει αυτους εις την χειρα του Ισραηλ; Αλλα δεν απεκριθη προς αυτον την ημεραν εκεινην.
38 Azt mondta erre Saul: »Állítsátok ide a nép valamennyi főemberét, s tudjátok meg és lássátok, kitől eredt ez a mai bűnös állapot!38 Και ειπεν ο Σαουλ, Πλησιασατε ενταυθα παντες οι αρχηγοι του λαου? και μαθετε και ιδετε, εις ποιον εσταθη η αμαρτια αυτη σημερον?
39 Az Úrnak, Izrael szabadítójának életére mondom, hogy még ha fiam, Jonatán idézte is elő, megmásíthatatlanul meg kell halnia.« Senki sem válaszolt neki erre a népből.39 διοτι ζη Κυριος, ο σωσας τον Ισραηλ, οτι και εις τον Ιωναθαν τον υιον μου αν εσταθη, θελει βεβαιως θανατωθη. Και δεν ευρεθη ουδεις μεταξυ παντος του λαου, οστις απεκριθη προς αυτον.
40 Majd azt mondta egész Izraelnek: »Álljatok ti külön az egyik oldalra, én meg fiammal, Jonatánnal a másik oldalra állok.« A nép erre azt felelte Saulnak: »Tedd azt, amit jónak lát szemed.«40 Και ειπε προς παντα τον Ισραηλ, Σταθητε σεις εκ του ενος μερους, εγω δε και Ιωναθαν ο υιος μου θελομεν σταθη εκ του αλλου μερους. Και ειπεν ο λαος προς τον Σαουλ, Καμε παν ο, τι σοι φαινεται καλον.
41 Azt mondta ekkor Saul az Úrnak, Izrael Istenének: »Uram, Izrael Istene, adj jelt – mi az, hogy ma nem feleltél szolgádnak? Ha bennem vagy fiamban, Jonatánban van e vétek, nyilvánítsd jeledet, ha pedig népedben van e vétek, nyilvánítsd szentségedet.« Erre Jonatán és Saul bűnösnek nyilvánult, a nép pedig ártatlannak bizonyult.41 Τοτε ειπεν ο Σαουλ προς τον Κυριον τον Θεον του Ισραηλ, Δειξον τον αθωον. Και επιασθη ο Ιωναθαν και ο Σαουλ? ο δε λαος απελυθη.
42 Azt mondta erre Saul: »Vessetek sorsot közöttem és fiam, Jonatán között.« Ekkor Jonatán nyilvánult bűnösnek.42 Και ειπεν ο Σαουλ, Ριψατε κληρους μεταξυ εμου και Ιωναθαν του υιου μου. Και επιασθη ο Ιωναθαν.
43 Azt mondta azért Saul Jonatánnak: »Beszéld el nekem, mit műveltél?« Jonatán el is beszélte neki: »Megízleltem a kezemben levő bot végével egy kis mézet: íme, kész vagyok a halálra.«43 Τοτε ειπεν ο Σαουλ προς τον Ιωναθαν, Φανερωσον μοι τι επραξας. Και εφανερωσε προς αυτον ο Ιωναθαν, και ειπε, Τωοντι εγευθην ολιγον μελι δια του ακρου της ραβδου της εν τη χειρι μου? ιδου, εγω, αποθνησκω.
44 Erre Saul így szólt: »Úgy segéljen engem az Úr most és mindenkor, hogy halállal lakolsz Jonatán!«44 Και απεκριθη ο Σαουλ, Ουτω να καμη ο Θεος και ουτω να προσθεση? βεβαιως θελεις αποθανει, Ιωναθαν.
45 A nép azonban azt mondta Saulnak: »Tehát meghaljon Jonatán, aki ezt a nagy győzelmet szerezte Izraelnek? Ennek nem szabad megtörténnie! Az Úr életére mondjuk, hogy haja szálának sem szabad lehullani a fejéről a földre, hiszen ő Isten segítségével szerezte meg a győzelmet a mai napon.« Éppen azért megváltotta a nép Jonatánt, hogy ne kelljen meghalnia.45 Ο δε λαος ειπε προς τον Σαουλ, Ο Ιωναθαν θελει αποθανει, οστις εκαμε την μεγαλην ταυτην σωτηριαν εις τον Ισραηλ; Μη γενοιτο? Ζη Κυριος, ουδε μια θριξ εκ της κεφαλης αυτου θελει πεσει εις την γην? διοτι ενηργησε μετα του Θεου την ημεραν ταυτην. Και ελυτρωσεν ο λαος τον Ιωναθαν, και δεν απεθανε.
46 Saul erre visszavonult és nem üldözte tovább a filiszteusokat, a filiszteusok pedig visszatértek lakóhelyükre.46 Τοτε ανεβη ο Σαουλ εκ της καταδιωξεως των Φιλισταιων? και οι Φιλισταιοι υπηγαν εις τον τοπον αυτων.
47 Miután így Saul megszilárdította királyságát Izraelen, hadba szállt körös-körül annak valamennyi ellenségével: a moabitákkal, Ammon fiaival, az edomitákkal, Szóba királyaival s a filiszteusokkal, és mindenütt, ahova fordult, győzedelmeskedett.47 Και ελαβεν ο Σαουλ την βασιλειαν επι τον Ισραηλ, και επολεμησεν εναντιον παντων των εχθρων αυτου κυκλω? εναντιον του Μωαβ και εναντιον των υιων του Αμμων και εναντιον του Εδωμ και εναντιον των βασιλεων της Σωβα και εναντιον των Φιλισταιων? και εναντιον παντων οπου και αν εστρεφετο, κατετροπονε.
48 Majd sereget gyűjtött és megverte az amalekitákat, s megmentette Izraelt fosztogatóinak kezétől.48 Συνεκροτησεν ετι δυναμιν και επαταξε τον Αμαληκ, και ηλευθερωσε τον Ισραηλ εκ χειρος των διαρπαζοντων αυτους.
49 Saul fiai Jonatán, Jessúj és Melkisua voltak; két lányának neve: az elsőszülöttnek a neve Merób, a fiatalabbiknak a neve Míkol.49 Οι δε υιοι του Σαουλ ησαν Ιωναθαν και Ισονει και Μελχι-σουε? και τα ονοματα των δυο θυγατερων αυτου, το ονομα της πρωτοτοκου Μεραβ, και το ονομα της νεωτερας Μιχαλ?
50 Saul feleségének a neve: Ahinoám; ez Ahimaász lánya volt. Hadvezérének a neve: Ábner; ez Nérnek, Saul apai nagybátyjának volt a fia.50 το δε ονομα της γυναικος του Σαουλ ητο Αχινοαμ, θυγατηρ του Αχιμαας. Και το ονομα του αρχιστρατηγου αυτου Αβενηρ, υιος του Νηρ, θειου του Σαουλ.
51 Kís, Saul apja ugyanis és Nér, Ábner apja Abiel fiai voltak.51 Ο δε Κεις ο πατηρ του Σαουλ, και ο Νηρ ο πατηρ του Αβενηρ, ησαν υιοι του Αβιηλ.
52 A filiszteusok ellen Saul valamennyi napja alatt keményen folyt a harc, s azért, ha Saul egy-egy erős, hadravaló férfit látott, azt maga mellé vette.52 Ητο δε πολεμος δυνατος εναντιον των Φιλισταιων κατα πασας τας ημερας του Σαουλ? και οποτε εβλεπεν ο Σαουλ ανδρα τινα δυνατον η ανδρειον, παρελαμβανεν αυτον πλησιον εαυτου.