Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

Bírák könyve 6


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Ám Izrael fiai ismét azt cselekedték, ami gonosz az Úr színe előtt, s azért ő hét esztendőre a mádiániták kezébe adta őket.1 Και επραξαν οι υιοι Ισραηλ πονηρα ενωπιον του Κυριου? και παρεδωκεν αυτους ο Κυριος εις την χειρα του Μαδιαμ επτα ετη.
2 Ezek annyira megnyomorgatták őket, hogy ők a hegyekben levő üregeket és barlangokat meg az erődöket használták fel maguknak oltalmul.2 Και κατισχυσεν χειρ του Μαδιαμ επι τον Ισραηλ? εξ αιτιας των Μαδιανιτων εκαμον εις εαυτους οι υιοι Ισραηλ τας φωλεας εκεινας, τας επι των ορεων, και τα σπηλαια και τα οχυρωματα.
3 Mihelyt ugyanis befejezte Izrael a vetést, feljöttek a mádiániták s az amalekiták meg a többi napkeleti népség,3 Και οτε εσπερνεν ο Ισραηλ, ανεβαινον οι Μαδιανιται και οι Αμαληκιται και οι κατοικοι της ανατολης και ηρχοντο εναντιον αυτου?
4 s felütötték nála sátraikat, s úgy, ahogy a vetés állt, mindent elpusztítottak egészen Gáza bejárójáig, s teljességgel semmi élelmiszert sem hagytak Izraelben, sem juhot, sem marhát, sem szamarat.4 και στρατοπεδευοντες εναντιον αυτων διεφθειρον τα γεννηματα της γης, εως της εισοδου Γαζης, και δεν αφινον ζωοτροφιαν εις τον Ισραηλ, ουτε προβατον ουτε βουν ουτε ονον.
5 Nyájastul, sátrastul jöttek fel és úgy elleptek mindent, mint a sáskák, nem volt se szeri, se száma embereiknek s tevéiknek, s amit értek, elpusztítottak.5 Διοτι ανεβαινον αυτοι και τα ποιμνια αυτων και ηρχοντο μετα των σκηνων αυτων, πολυαριθμοι ως ακριδες? αναριθμητοι ησαν και αυτοι και αι καμηλοι αυτων? και εισηρχοντο εις την γην δια να φθειρωσιν αυτην.
6 Izrael pedig nagyon elszegényedett a mádiániták miatt.6 Και επτωχευσε σφοδρα ο Ισραηλ εξ αιτιας των Μαδιανιτων? δια τουτο οι υιοι Ισραηλ εβοησαν προς τον Κυριον.
7 Ekkor az Úrhoz kiáltottak és segítséget kértek a mádiániták ellen.7 Και οτε εβοησαν προς τον Κυριον οι υιοι Ισραηλ δια τους Μαδιανιτας,
8 Ő egy prófétát küldött hozzájuk, aki ezt mondta nekik: »Ezt üzeni az Úr, Izrael Istene: Én felhoztalak titeket Egyiptomból, kihoztalak titeket a rabszolgaság házából,8 τοτε απεστειλεν ο Κυριος ανδρα προφητην προς τους υιους Ισραηλ, και ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Εγω ανεβιβασα υμας εξ Αιγυπτου και εξηγαγον υμας εξ οικου δουλειας,
9 kiszabadítottalak titeket az egyiptomiaknak s mindazon ellenségeiteknek a kezéből, akik sanyargattak titeket, s kiűztem őket előletek, s nektek adtam földjüket.9 και ελυτρωσα υμας εκ χειρος των Αιγυπτιων και εκ χειρος παντων των καταθλιβοντων υμας, και εξεδιωξα αυτους απ' εμπροσθεν υμων και εδωκα εις εσας την γην αυτων?
10 Azt mondtam azonban: Én, az Úr, vagyok a ti Istenetek, ne féljétek az amoriták isteneit, akiknek a földjén laktok, de ti nem akartatok hallgatni szavamra.«10 και ειπα προς εσας, Εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σας? δεν θελετε σεβασθη τους θεους των Αμορραιων, εν τη γη των οποιων κατοικειτε? και δεν υπηκουσατε εις την φωνην μου.
11 Aztán elment az Úr angyala, s leült az alatt a tölgyfa alatt, amely Efrában volt és Joáshoz, Ezri nemzetségének atyjához tartozott. Amikor annak a fia, Gedeon éppen gabonát csépelt és tisztított a sajtóban, hogy megmentse a mádiániták elől,11 Και ηλθεν αγγελος Κυριου και εκαθισεν υπο την δρυν την εν Οφρα, την του Ιωας του Αβι-εζεριτου? και Γεδεων ο υιος αυτου εκοπανιζε σιτον εν τω ληνω, δια να κρυψη αυτον απο των Μαδιανιτων.
12 megjelent neki az Úr angyala, és azt mondta: »Az Úr veled, hős vitéz!«12 Και εφανη εις αυτον αγγελος Κυριου και ειπε προς αυτον, Ο Κυριος μετα σου, δυνατε εν ισχυι.
13 Gedeon megkérdezte tőle: »Kérlek, uram, ha velünk van az Úr, miért ért minket mindez? Hol vannak azok a csodái, amelyekről atyáink beszéltek, amikor azt mondták: ‘Az Úr hozott ki minket Egyiptomból?’ Most ugyanis elhagyott minket az Úr, s a mádiániták kezébe adott.«13 Και ειπε προς αυτον ο Γεδεων, Ω κυριε μου, αν ο Κυριος ηναι μεθ' ημων, δια τι λοιπον ευρηκαν ημας παντα ταυτα; και που ειναι παντα τα θαυμασια αυτου, τα οποια διηγηθησαν εις ημας οι πατερες ημων, λεγοντες, Δεν ανεβιβασεν ημας ο Κυριος εξ Αιγυπτου; αλλα τωρα εγκατελιπεν ημας ο Κυριος και παρεδωκεν ημας εις τας χειρας των Μαδιανιτων.
14 Ekkor az Úr rátekintett, és így szólt: »Menj el a te saját erőddel és szabadítsd meg Izraelt a mádiániták kezéből. Vedd tudomásul, hogy én küldtelek.«14 Και εμβλεψας προς αυτον ο Κυριος ειπεν, Υπαγε εν τη δυναμει σου ταυτη, και θελεις σωσει τον Ισραηλ εκ της χειρος του Μαδιαμ? δεν σε απεστειλα εγω;
15 Ő azonban megkérdezte: »Kérlek, Uram, mivel szabadítsam meg Izraelt? Íme, nemzetségem a legcsekélyebb Manasszéban, és én a legkisebb vagyok apám házában.«15 Ο δε ειπε προς αυτον, Ω κυριε μου, με τι θελω σωσει τον Ισραηλ; ιδου, η οικογενεια μου ειναι η ταπεινοτερα μεταξυ του Μανασση, και εγω ο μικροτερος εν τω οικω του πατρος μου.
16 Az Úr erre azt felelte: »Én veled leszek, s te úgy megvered a mádiánitákat, mintha csak egyetlenegy embert vernél meg.«16 Και ειπε προς αυτον ο Κυριος, Αλλ' εγω θελω εισθαι μετα σου και θελεις παταξει τους Μαδιανιτας ως ανδρα ενα.
17 Erre ő így szólt: »Ha csakugyan kegyelmet találtam előtted, adj nekem valami jelt, hogy Te szólsz hozzám,17 Ο δε ειπε προς αυτον, Εαν λοιπον ευρηκα χαριν εις τους οφθαλμους σου, δειξον μοι σημειον οτι συ εισαι ο λαλων μετ' εμου.
18 és ne menj el innen, amíg vissza nem térek hozzád, s ki nem hozom áldozatomat, és fel nem ajánlom neked.« Az Úr azt felelte: »Itt maradok, amíg vissza nem jössz.«18 Μη αναχωρησης εντευθεν, δεομαι, εωσου ελθω προς σε και εκφερω την προσφοραν μου και θεσω ενωπιον σου. Ο δε ειπε, Θελω περιμεινει εωσου επιστρεψης.
19 Erre Gedeon bement, megfőzött egy gödölyét, egy véka lisztből kovásztalan kenyeret készített, aztán a húst egy kosárba tette, a hús levét pedig egy fazékba öntötte, s kivitte mindezt a tölgy alá, s felajánlotta neki.19 Και εισηλθεν ο Γεδεων και ητοιμασεν εριφιον εξ αιγων και αζυμα ενος εφα αλευρου? το μεν κρεας εθεσεν εις κανιστρον, τον δε ζωμον εβαλεν εις χυτραν, και εφερεν εξω προς αυτον υπο την δρυν και προσεφερε.
20 Az Úr angyala ekkor azt mondta neki: »Vedd a húst meg a kovásztalan kenyeret, s tedd erre a sziklára, a levet pedig öntsd rá.« Amikor ő ezt megtette,20 Και ειπε προς αυτον ο αγγελος του Θεου, Λαβε το κρεας και τα αζυμα και θες επι ταυτην την πετραν, και τον ζωμον επιχεε. Και εκαμεν ουτω.
21 az Úr angyala odanyújtotta a kezében levő bot végét, s megérintette vele a húst és a kovásztalan kenyeret. A sziklából tűz szállt fel, s megemésztette a húst s a kovásztalan kenyeret. Erre az Úr angyala eltűnt szeme elől.21 Και εξετεινεν ο αγγελος του Κυριου το ακρον της ραβδου, την οποιαν ειχεν εν τη χειρι αυτου, και ηγγισε το κρεας και τα αζυμα? και ανεβη πυρ εκ της πετρας και κατεφαγε το κρεας και τα αζυμα. Τοτε απηλθεν ο αγγελος του Κυριου απο των οφθαλμων αυτου.
22 Amikor Gedeon látta, hogy az Úr angyala volt az, így szólt: »Jaj nekem, Uram Isten, mert színről színre láttam az Úr angyalát!«22 Και ιδων ο Γεδεων οτι ητο αγγελος Κυριου, ειπεν ο Γεδεων, Οιμοι, Κυριε Θεε? διοτι ειδον τον αγγελον του Κυριου προσωπον προς προσωπον.
23 Ám az Úr azt mondta neki: »Béke veled! Ne félj, nem halsz meg!«23 Και ειπε προς αυτον ο Κυριος, Ειρηνη σοι? μη φοβου? δεν θελεις αποθανει.
24 Erre Gedeon oltárt épített ott az Úrnak, s elnevezte azt az ‘Úr békéjének’. Ott is van mind a jelen napig Abiézer fiainak Efrájában.24 Και ωκοδομησεν εκει ο Γεδεων θυσιαστηριον εις τον Κυριον και ωνομασεν αυτο Ιεοβα-σαλωμ? εως της ημερας ταυτης ειναι εν Οφρα των Αβι-εζεριτων.
25 Ugyanazon éjjel azt mondta az Úr neki: »Vedd apád bikáját és pedig a másodikat, a hétesztendős bikát, rontsd le apád Baál oltárát, vágd ki az oltár körül levő berket,25 Και την αυτην νυκτα ειπεν ο Κυριος προς αυτον, Λαβε τον βουν του πατρος σου και τον δευτερον βουν τον επταετη, και κατεδαφισον τον βωμον του Βααλ, τον οποιον εχει ο πατηρ σου, και το αλσος το πλησιον αυτου κατακοψον?
26 és építs oltárt az Úrnak, a te Istenednek ennek a sziklának a tetején, ahova az előbb az áldozatot helyezted. Aztán vedd a második bikát, és mutasd be egészen elégő áldozatul azon a farakáson, amelyet majd a berekből kivágsz.«26 και οικοδομησον θυσιαστηριον εις Κυριον τον Θεον σου επι της κορυφης της πετρας ταυτης, κατα το διατεταγμενον? και λαβε τον δευτερον βουν και προσφερε ολοκαυτωμα με τα ξυλα του αλσους, το οποιον θελεις κατακοψει.
27 Erre Gedeon maga mellé vett tíz embert a rabszolgái közül, s úgy cselekedett, ahogy az Úr parancsolta. Mivel azonban félt apja házanépétől s a város embereitől, nem akarta nappal megtenni, hanem éjjel végzett el mindent.27 Και ελαβεν ο Γεδεων δεκα ανδρας εκ των δουλων αυτου και εκαμε καθως ειπε προς αυτον ο Κυριος? και επειδη εφοβηθη τον οικον του πατρος αυτου και τους ανθρωπους της πολεως, να καμη τουτο την ημεραν, εκαμεν αυτο την νυκτα.
28 Amikor aztán reggel a város emberei felkeltek, látták, hogy Baál oltára le van rontva, a berek kivágva, s a második bika rátéve az akkor épült oltárra.28 Και οτε οι ανθρωποι της πολεως εξηγερθησαν το πρωι, ιδου, ητο κρημνισμενος ο βωμος του Βααλ, και το αλσος το πλησιον αυτου κατακεκομμενον, και ο δευτερος βους ωλοκαυτωμενος επι το θυσιαστηριον το ωκοδομημενον.
29 Erre azt mondták egymásnak: »Ki művelte ezt?« Amikor aztán kutatták a dolog szerzőjét, azt mondták nekik: »Gedeon, Joás fia cselekedte mindezt.«29 Και ειπεν ο εις προς τον αλλον, Τις εκαμε το πραγμα τουτο; Και εξετασαντες και ανερευνησαντες ειπον, Ο Γεδεων ο υιος του Ιωας εκαμε το πραγμα τουτο.
30 Erre így szóltak Joáshoz: »Hozd ki ide a fiadat, meg kell halnia, mert lerontotta Baál oltárát, s kivágta a berket.«30 Τοτε οι ανθρωποι της πολεως ειπον προς τον Ιωας, Εκβαλε τον υιον σου δια να θανατωθη, επειδη εκρημνισε τον βωμον του Βααλ και επειδη κατεκοψε το αλσος το πλησιον αυτου.
31 Ő azonban ezt felelte nekik: »Hát ti álltok bosszút Baálért, hogy ti hadakoztok érte? Aki harcol Baálért, holnap reggelig meghal! Ha ő isten, álljon ő maga bosszút azon, aki lerontotta oltárát.«31 Και ειπεν ο Ιωας προς παντας τους εξανισταμενους εναντιον αυτου, Μηπως σεις θελετε διεκδικησει υπερ του Βααλ; η σεις θελετε σωσει αυτον; οστις διεκδικηση υπερ αυτου θελει θανατωθη εως πρωιας? εαν ουτος ηναι Θεος, ας διεκδικηση υπερ εαυτου, διοτι εκρημνισαν τον βωμον αυτου.
32 Ettől a naptól kezdve Gedeont Jerubaálnak nevezték, azért, mert Joás azt mondta: »Baál maga álljon bosszút azon, aki lerontotta oltárát.«32 Δια τουτο ωνομασεν αυτον εν τη ημερα εκεινη Ιεροβααλ, λεγων, Ας εκδικηση κατ' αυτου ο Βααλ, διοτι εκρημνισε τον βωμον αυτου.
33 Erre a mádiániták, az amalekiták s a keleti népek valamennyien egybesereglettek, s átkeltek a Jordánon és tábort ütöttek Jezrael völgyében.33 Τοτε συνηχθησαν ομου παντες οι Μαδιανιται και οι Αμαληκιται και οι κατοικοι της ανατολης και διεβησαν και εστρατοπεδευσαν εν τη κοιλαδι Ιεζραελ.
34 Ekkor az Úr lelke megszállta Gedeont, mire ő megfújta a harsonát, s összehívta Abiézer házát, hogy kövesse.34 Και το Πνευμα του Κυριου περιεχυθη επι τον Γεδεων, και εσαλπισεν εν σαλπιγγι και συνηχθησαν οι Αβι-εζεριται οπισω αυτου.
35 Követeket küldött egész Manasszéba, s azok is követték, más követeket pedig Áserbe, Zebulonba és Naftaliba, s azok is csatlakoztak hozzá.35 Και εξαπεστειλε μηνυτας προς παντα τον Μανασση, και συνηχθη και αυτος οπισω αυτου? εξαπεστειλεν ετι μηνυτας προς τον Ασηρ και προς τον Ζαβουλων και προς τον Νεφθαλι? και ανεβησαν εις συναντησιν αυτων.
36 Azt mondta ekkor Gedeon az Úrnak: »Ha csakugyan meg akarod szabadítani kezem által Izraelt, amint mondtad:36 Και ειπεν ο Γεδεων προς τον Θεον, Εαν μελλης να σωσης δια χειρος μου τον Ισραηλ, καθως ελαλησας,
37 leteszem a gyapjúfürtöt a szérűre, s ha csak magán a gyapjún lesz harmat, de a föld teljesen száraz marad, tudni fogom, hogy megszabadítod kezem által Izraelt, amint mondtad.«37 ιδου, εγω θελω βαλει τον ποκον του μαλλιου εις το αλωνιον? εαν γεινη δροσος μονον επι τον ποκον, εφ' ολην δε την γην ξηρασια, τοτε θελω γνωρισει οτι θελεις σωσει δια χειρος μου τον Ισραηλ, καθως ελαλησας.
38 Úgy is lett. Amikor ugyanis reggelre kelve kifacsarta a gyapjút, egy csészét töltött meg a harmattal.38 Και εγεινεν ουτω? διοτι σηκωθεις την επαυριον το πρωι, επιεσε τον ποκον και εξεθλιψε δροσον εκ του ποκου, λεκανην πληρη υδατος.
39 Azt mondta erre Istennek: »Ne gerjedjen fel haragod ellenem, ha még egy próbát teszek, s jelet keresek a gyapjún. Kérlek, maradjon maga a gyapjú száraz, az egész föld pedig legyen harmattól nedves.«39 Και ειπεν ο Γεδεων προς τον Θεον, Ας μη εξαφθη ο θυμος σου εναντιον μου, και θελω λαλησει μονον ταυτην την φοραν? ας δοκιμασω, δεομαι, ταυτην μονην την φοραν εν τω ποκω? ας γεινη τωρα ξηρασια μονον επι τον ποκον, εφ' ολην δε την γην ας ηναι δροσος.
40 Úgy is cselekedett Isten azon az éjszakán, ahogy ő kívánta: maga a gyapjú száraz maradt, az egész föld pedig harmatos lett.40 Και εκαμεν ο Θεος ουτω την νυκτα εκεινην? και εγεινε ξηρασια μονον επι τον ποκον, εφ' ολην δε την γην ητο δροσος.