Bírák könyve 13
123456789101112131415161718192021
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Izrael fiai azonban ismét azt cselekedték, ami gonosz az Úr színe előtt, s azért ő a filiszteusok kezébe adta őket negyven esztendőre. | 1 Και επραξαν παλιν οι υιοι Ισραηλ πονηρα ενωπιον του Κυριου? και παρεδωκεν αυτους ο Κυριος εις την χειρα των Φιλισταιων τεσσαρακοντα ετη. |
2 Volt azonban egy córai, Dán-nemzetségbeli ember, név szerint Mánue. Felesége meddő volt, | 2 Ητο δε ανθρωπος τις απο Σαραα, εκ της συγγενειας Δαν, και το ονομα αυτου Μανωε? η δε γυνη αυτου ητο στειρα, και δεν εγεννα. |
3 de az Úr angyala megjelent neki és így szólt hozzá: »Te meddő vagy, és nincs gyermeked; de foganni fogsz és fiút szülsz. | 3 Και εφανη αγγελος Κυριου εις την γυναικα και ειπε προς αυτην, Ιδου, τωρα εισαι στειρα και δεν γεννας? πλην θελεις συλλαβει και θελεις γεννησει υιον? |
4 Óvakodj tehát attól, hogy bort és szeszes italt igyál, vagy valami tisztátalant egyél. | 4 και τωρα λοιπον προσεχε μη πιης οινον η σικερα και μη φαγης μηδεν ακαθαρτον? |
5 Ha fogantál és megszülted a fiút, borotva ne érintse fejét, mert Isten nazírja lesz gyermekségétől és anyja méhétől. Ő kezdi majd megszabadítani Izraelt a filiszteusok kezéből.« | 5 διοτι, ιδου, θελεις συλλαβει και θελεις γεννησει υιον? και ξυραφιον δεν θελει αναβη επι την κεφαλην αυτου, διοτι το παιδιον θελει εισθαι Ναζηραιος εις τον Θεον εκ κοιλιας μητρος αυτου? και αυτος θελει αρχισει να ελευθερονη τον Ισραηλ εκ της χειρος των Φιλισταιων. |
6 Erre az asszony elment férjéhez, s azt mondta neki: »Isten egyik embere jött hozzám, de külseje olyan volt, mint egy angyalé: igen félelmetes. Amikor megkérdeztem, kicsoda, honnan jön és mi a neve, nem akarta megmondani nekem, | 6 Και υπηγεν η γυνη και ειπε προς τον ανδρα αυτης, λεγουσα, Ανθρωπος Θεου ηλθε προς εμε, και το ειδος αυτου ητο ως ειδος αγγελου Θεου, φοβερον σφοδρα? αλλα δεν ηρωτησα αυτον ποθεν ειναι, ουδε το ονομα αυτου εφανερωσεν εις εμε? |
7 hanem ezt felelte: ‘Íme, foganni fogsz és fiút szülsz: óvakodj attól, hogy bort és szeszes italt igyál, s valami tisztátalant egyél, mert a gyermek Isten nazírja lesz gyermekségétől fogva, anyja méhétől egészen halála napjáig.’« | 7 και ειπε προς εμε, Ιδου, θελεις συλλαβει και θελεις γεννησει υιον? τωρα λοιπον μη πιης οινον μηδε σικερα και μη φαγης μηδεν ακαθαρτον? διοτι το παιδιον θελει εισθαι Ναζηραιος εις τον Θεον, εκ κοιλιας μητρος αυτου εως της ημερας του θανατου αυτου. |
8 Erre Mánue az Úrhoz fohászkodott és azt mondta: »Kérlek, Uram, jöjjön el ismét Istennek az az embere, akit küldtél, s tanítson meg minket, mit kell cselekednünk a születendő gyermekkel.« | 8 Τοτε προσευχηθη ο Μανωε προς τον Κυριον, και ειπε, Δεομαι, Κυριε μου, ο ανθρωπος του Θεου, τον οποιον απεστειλας, ας ελθη παλιν προς ημας και ας διδαξη ημας τι να καμωμεν εις το παιδιον, το οποιον μελλει να γεννηθη. |
9 Az Úr meg is hallgatta a könyörgő Mánuét. Isten angyala ismét megjelent feleségének, amikor éppen a mezőn üldögélt, de Mánue, a férje nem volt vele. Amikor meglátta az angyalt, | 9 Και εισηκουσεν ο Θεος την φωνην του Μανωε? και ηλθε παλιν ο αγγελος του Θεου προς την γυναικα, ενω αυτη εκαθητο εν τω αγρω? ο δε Μανωε ο ανηρ αυτης δεν ητο μετ' αυτης. |
10 gyorsan férjéhez szaladt, s hírül vitte neki, ezekkel a szavakkal: »Íme, megjelent nekem az a férfi, akit a múltkor láttam.« | 10 Και ετρεξεν η γυνη μετα σπουδης και ανηγγειλε προς τον ανδρα αυτης, λεγουσα προς αυτον, Ιδου, εφανη εις εμε ο ανθρωπος, οστις ηλθε προς εμε την ημεραν εκεινην. |
11 Erre az felkelt, követte a feleségét, s amikor odaért a férfihez, megkérdezte tőle: »Te vagy az, aki az asszonnyal beszéltél?« Az így felelt: »Én.« | 11 Και εσηκωθη ο Μανωε και ηκολουθησε την γυναικα αυτου και ηλθε προς τον ανθρωπον και ειπε προς αυτον, Συ εισαι ο ανθρωπος οστις ελαλησας προς την γυναικα; Ο δε ειπεν, Εγω. |
12 Mánue erre azt mondta neki: »Ha majd beteljesedik a beszéded, mit akarsz, mit cselekedjen a gyermek, s mitől kell majd tartózkodnia?« | 12 Και ειπεν ο Μανωε, Τωρα γενηθητω ο λογος σου? τι πρεπει να καμωμεν εις το παιδιον και τι να γεινη εις αυτο; |
13 Azt mondta erre az Úr angyala Mánuénak: »Mindattól, amit feleségednek mondtam, tartózkodjék: | 13 Και ειπεν ο αγγελος του Κυριου προς τον Μανωε, Απο παντων οσα ειπα προς την γυναικα, ας φυλαχθη? |
14 semmit se egyen, ami szőlőtőn terem, bort és részegítő italt ne igyon, semmi tisztátalant se egyen, s mindazt, amit parancsoltam neki, teljesítse, s tartsa meg.« | 14 απο παντος ο, τι εξερχεται εξ αμπελου ας μη φαγη και οινον και σικερα ας μη πιη? και μηδεν ακαθαρτον ας μη φαγη? παντα οσα παρηγγειλα εις αυτην, ας φυλαξη. |
15 Azt mondta erre Mánue az Úr angyalának: »Kérlek, engedj kérésemnek: hadd készítsünk neked egy kecskegödölyét.« | 15 Και ειπεν ο Μανωε προς τον αγγελον του Κυριου, να σε κρατησωμεν, παρακαλω, και να ετοιμασωμεν εις σε εριφιον εξ αιγων. |
16 Az angyal azt felelte neki: »Ha kényszerítesz, sem eszem ételedből: de ha egészen elégő áldozatot akarsz készíteni, ám mutasd be az Úrnak.« Mánue ugyanis nem tudta, hogy az Úr angyala az. | 16 Και ειπεν ο αγγελος του Κυριου προς τον Μανωε, Και αν με κρατησης, δεν θελω φαγει απο του αρτου σου? και εαν καμης ολοκαυτωμα, προς τον Κυριον προσφερε αυτο? διοτι δεν εγνωρισεν ο Μανωε οτι ητο αγγελος Κυριου. |
17 Meg is kérdezte tőle: »Mi a neved, hogy ha majd teljesedik beszéded, megtisztelhessünk?« | 17 Και ειπεν ο Μανωε προς τον αγγελον του Κυριου, Τι ειναι το ονομα σου, δια να σε δοξασωμεν, αφου εκπληρωθη ο λογος σου; |
18 Ő azonban azt felelte neki: »Miért kérdezed nevemet? Csodálatos az!« | 18 Ο δε αγγελος του Κυριου ειπε προς αυτον, Δια τι ερωτας περι του ονοματος μου; διοτι ειναι θαυμαστον. |
19 Erre Mánue elhozta a kecskegödölyét és a hozzá tartozó ételáldozatot, rátette a sziklára, és bemutatta az Úrnak. Ekkor az Úr csodálatos dolgot cselekedett Mánue és felesége szeme láttára. | 19 Τοτε ελαβεν ο Μανωε το εριφιον το εξ αιγων και την εξ αλφιτων προσφοραν και προσεφερεν εις τον Κυριον επι της πετρας? και εθαυματουργησεν? ο δε Μανωε και η γυνη αυτου εβλεπον. |
20 Amikor ugyanis az oltárról a láng felcsapott az égnek, az Úr angyala is felszállt a lángban. Amikor ezt Mánue és felesége látták, arcukkal a földre borultak, | 20 Διοτι, ενω η φλοξ ανεβαινεν επανωθεν του θυσιαστηριου προς τον ουρανον, ανεβη και ο αγγελος του Κυριου εν τη φλογι του θυσιαστηριου? ο δε Μανωε και η γυνη αυτου εβλεπον? και επεσαν κατα προσωπον επι την γην. |
21 de az Úr angyala többé nem jelent meg nekik. Ekkor Mánue legott megértette, hogy az az Úr angyala volt | 21 Και δεν εφανη πλεον ο αγγελος του Κυριου εις τον Μανωε και εις την γυναικα αυτου. Τοτε εγνωρισεν ο Μανωε οτι ητο αγγελος Κυριου. |
22 és azt mondta feleségének: »Meg kell halnunk, mert láttuk Istent!« | 22 Και ειπεν ο Μανωε προς την γυναικα αυτου, Βεβαιως θελομεν αποθανει, διοτι ειδομεν τον Θεον. |
23 Az asszony azt felelte neki: »Ha az Úr meg akarna ölni minket, akkor nem fogadott volna el egészen elégő áldozatot és ételáldozatot kezünkből, nem mutatta volna nekünk mindezeket, s nem mondta volna meg a jövendőt.« | 23 Αλλ' η γυνη αυτου ειπε προς αυτον, Εαν ο Κυριος ηθελε να θανατωση ημας, δεν ηθελε δεχθη ολοκαυτωμα και προσφοραν εκ της χειρος ημων, ουδε ηθελε δειξει εις ημας παντα ταυτα, ουδε αναγγειλει προς ημας τοιαυτα εν τοιουτω καιρω. |
24 Meg is szülte a fiút és elnevezte Sámsonnak. Aztán a gyermek felnövekedett, s az Úr megáldotta, | 24 Και εγεννησεν η γυνη υιον και εκαλεσε το ονομα αυτου Σαμψων? και ηυξηνθη το παιδιον, και ευλογησεν αυτο ο Κυριος. |
25 és Dán táborában, Córa és Estaol között kezdett vele lenni az Úr lelke. | 25 Και πνευμα Κυριου ηρχισε να διεγειρη αυτο εν τω στρατοπεδω του Δαν, μεταξυ Σαραα και Εσθαολ. |