Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Evangélium Lukács szerint 5


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Történt pedig, hogy a tömeg áradt hozzá Isten igéjét hallgatni, míg ő a Genezáret tava mellett állt.1 Ενω δε ο οχλος συνεθλιβεν αυτον δια να ακουη τον λογον του Θεου, αυτος ιστατο πλησιον της λιμνης Γεννησαρετ,
2 Látott a tó mellett két hajót állni; a halászok kiszálltak belőlük, és mosták a hálóikat.2 και ειδε δυο πλοια ισταμενα παρα την λιμνην οι δε αλιεις αποβαντες απ' αυτων εξεπλυναν τα δικτυα.
3 Akkor beszállt az egyik hajóba, amely Simoné volt, és megkérte őt, hogy vigye egy kissé beljebb a parttól. Ott leült, és a hajóból tanította a tömeget.3 Εμβας δε εις εν των πλοιων, το οποιον ητο του Σιμωνος, παρεκαλεσεν αυτον να απομακρυνη αυτο ολιγον απο της γης, και καθησας εδιδασκεν εκ του πλοιου τους οχλους.
4 Amikor befejezte beszédét, ezt mondta Simonnak: »Evezz a mélyre, és vessétek ki hálóitokat a halfogáshoz!«4 Καθως δε επαυσε λαλων, ειπε προς τον Σιμωνα? Επαναγαγε το πλοιον εις τα βαθεα και ριψατε τα δικτυα υμων δια να οψαρευσητε.
5 Simon ezt felelte neki: »Mester! Egész éjszaka fáradoztunk, és semmit sem fogtunk. A te szavadra azonban kivetem a hálót.«5 Και αποκριθεις ο Σιμων, ειπε προς αυτον? Διδασκαλε, δι' ολης της νυκτος κοπιασαντες δεν επιασαμεν ουδεν? αλλ' ομως επι τω λογω σου θελω ριψει το δικτυον.
6 És miután ezt megtette, a halaknak oly bő sokaságát fogták ki, hogy szakadozott a hálójuk.6 Και αφου εκαμον τουτο, συνεκλεισαν πληθος πολυ ιχθυων και διεσχιζετο το δικτυον αυτων.
7 Intettek tehát a társaiknak, akik a másik hajóban voltak, hogy jöjjenek a segítségükre. Azok odamentek és megtöltötték mind a két hajót, úgyhogy csaknem elmerültek.7 Και εκαμον νευμα εις τους συντροφους τους εν τω αλλω πλοιω, δια να ελθωσι να βοηθησωσιν αυτους? και ηλθον και εγεμισαν αμφοτερα τα πλοια, ωστε εβυθιζοντο.
8 Ennek láttára Simon Péter Jézus lábaihoz borult és így szólt: »Menj el tőlem, mert bűnös ember vagyok, Uram!«8 Ιδων δε ο Σιμων Πετρος, προσεπεσε προς τα γονατα του Ιησου, λεγων? Εξελθε απ' εμου, διοτι ειμαι ανθρωπος αμαρτωλος, Κυριε.
9 Mert a nagy halfogás miatt, amelyben részük volt, félelem fogta el őt és mindazokat, akik vele voltak,9 Επειδη εκπληξις κατελαβεν αυτον και παντας τους μετ' αυτου δια την αγραν των ιχθυων, την οποιαν συνελαβον,
10 hasonlóképpen Jakabot és Jánost is, Zebedeus fiait, akik Simon társai voltak. Jézus pedig így szólt Simonhoz: »Ne félj! Ezentúl már emberek halásza leszel.«10 ομοιως δε και τον Ιακωβον και Ιωαννην, τους υιους του Ζεβεδαιου, οιτινες ησαν συντροφοι του Σιμωνος. Και ειπε προς τον Σιμωνα ο Ιησους? Μη φοβου? απο του νυν ανθρωπους θελεις αγρευει.
11 Erre kivonták a hajókat a partra, és mindenüket elhagyva követték őt.11 Και αφου εφεραν τα πλοια επι την γην, αφησαντες απαντα ηκολουθησαν αυτον.
12 És történt, hogy amikor egy városban volt, íme, volt ott egy leprás férfi. Amikor meglátta Jézust, arcra borult, és ezekkel a szavakkal kérlelte őt: »Uram! Ha akarod, te megtisztíthatsz engem.«12 Και ενω ητο εν μια των πολεων ιδου, ανθρωπος πληρης λεπρας? και ιδων τον Ιησουν, επεσε κατα προσωπον και παρεκαλεσεν αυτον, λεγων? Κυριε, εαν θελης, δυνασαι να με καθαρισης.
13 Ő pedig kezét kinyújtva megérintette, és szólt: »Akarom, tisztulj meg!« Azonnal eltávozott róla a lepra.13 Και εκτεινας την χειρα, ηγγισεν αυτον και ειπε? Θελω, καθαρισθητι. Και ευθυς η λεπρα εφυγεν απ' αυτου.
14 Erre ő meghagyta neki, hogy senkinek se szóljon, hanem »menj, mutasd meg magadat a papnak, és mutass be áldozatot tisztulásodért, amint Mózes rendelte, bizonyságul nekik.«14 Και αυτος παρηγγειλεν αυτον να μη ειπη τουτο προς μηδενα, αλλ' υπαγε, λεγει, και δειξον σεαυτον εις τον ιερεα και προσφερε περι του καθαρισμου σου, καθως προσεταξεν ο Μωυσης, δια μαρτυριαν εις αυτους.
15 De a híre annál jobban elterjedt. Sok ember gyűlt össze, hogy hallják őt, és meggyógyuljanak betegségeikből.15 Αλλ' ετι μαλλον διηρχετο η φημη περι αυτου, και συνηθροιζοντο οχλοι πολλοι, δια να ακουωσι και να θεραπευωνται υπ' αυτου απο των ασθενειων αυτων?
16 Ő azonban visszavonult a pusztába, és ott imádkozott.16 αυτος δε απεσυρετο εις τας ερημους και προσηυχετο.
17 És történt egy napon, hogy leült tanítani, és ott ültek a farizeusok és a törvénytudók is, akik Galileának és Júdeának minden falvából és Jeruzsálemből jöttek. Az Úr ereje vele volt, hogy gyógyítson.17 Και εν μια των ημερων, ενω αυτος εδιδασκεν, εκαθηντο Φαρισαιοι και νομοδιδασκαλοι, οιτινες ειχον ελθει εκ πασης κωμης της Γαλιλαιας και Ιουδαιας και Ιερουσαλημ? και δυναμις Κυριου ητο εις το να ιατρευη αυτους.
18 És íme, néhány férfi egy hordágyon fekvő bénát hozott. Be akarták vinni és eléje helyezni.18 Και ιδου, ανδρες φεροντες επι κλινης ανθρωπον, οστις ητο παραλυτικος, και εζητουν να φερωσιν αυτον εσω και να θεσωσιν ενωπιον αυτου?
19 Mivel nem találtak utat a sokaság miatt, hogy bevigyék, fölmentek a háztetőre, s a cserepek között lebocsátották ágyastul középre, Jézus elé.19 και μη ευροντες δια ποιας εισοδου να φερωσιν αυτον εσω εξ αιτιας του οχλου, ανεβησαν επι το δωμα και δια των κεραμιδων κατεβιβασαν αυτον μετα του κλινιδιου εις το μεσον εμπροσθεν του Ιησου.
20 Ő pedig, amikor látta a hitüket, ezt mondta: »Ember! Bocsánatot nyertek a bűneid.«20 Και ιδων την πιστιν αυτων, ειπε προς αυτον? Ανθρωπε, συγκεχωρημεναι ειναι εις σε αι αμαρτιαι σου.
21 Az írástudók és farizeusok erre gondolkodni kezdtek: »Kicsoda ez, hogy így káromkodik? Megbocsáthatja-e a bűnöket más, mint az Isten?«21 Και ηρχισαν να διαλογιζωνται οι γραμματεις και οι Φαρισαιοι, λεγοντες? Τις ειναι ουτος, οστις λαλει βλασφημιας; τις δυναται να συγχωρη αμαρτιας ειμη μονος ο Θεος;
22 Jézus azonban ismerte gondolataikat, és ezt válaszolta nekik: »Mit gondoltok szívetekben?22 Νοησας δε ο Ιησους τους διαλογισμους αυτων, απεκριθη και ειπε προς αυτους? Τι διαλογιζεσθε εν ταις καρδιαις σας;
23 Mi könnyebb, azt mondani: ‘Bocsánatot nyertek bűneid’, vagy azt mondani: ‘Kelj fel, és járj’?23 τι ειναι ευκολωτερον, να ειπω, Συγκεχωρημεναι ειναι εις σε αι αμαρτιαι σου, η να ειπω, Σηκωθητι και περιπατει;
24 Hogy pedig lássátok, hogy az Emberfiának hatalma van a földön a bűnöket megbocsátani – így szólt a bénához: – Mondom neked, kelj föl, fogd ágyadat, és menj haza.«24 αλλα δια να γνωρισητε οτι εξουσιαν εχει ο ιος του ανθρωπου επι της γης να συγχωρη αμαρτιας, ειπε προς τον παραλυτικον? Προς σε λεγω, Σηκωθητι και σηκωσον το κλινιδιον σου και υπαγε εις τον οικον σου.
25 Az mindjárt fölkelt a szemük láttára, fogta az ágyát, amelyen feküdt, és Istent magasztalva hazament.25 Και παρευθυς εγερθεις ενωπιον αυτων, εσηκωσε το κλινιδιον εφ' ου κατεκειτο και ανεχωρησεν εις τον οικον αυτου, δοξαζων τον Θεον.
26 Erre elcsodálkoztak mindnyájan, dicsőítették Istent, és félelemmel eltelve ezt mondták: »Ma csodálatos dolgokat láttunk.«26 Και εκστασις κατελαβεν απαντας και εδοξαζον τον Θεον, και επλησθησαν φοβου, λεγοντες οτι ειδομεν παραδοξα σημερον.
27 Ezek után kiment, és látott egy Lévi nevű vámost a vámnál ülni. Azt mondta neki: »Kövess engem!«27 Και μετα ταυτα εξηλθε και ειδε τελωνην τινα Λευιν το ονομα, καθημενον εις το τελωνιον, και ειπε προς αυτον? Ακολουθει μοι.
28 Erre az otthagyott mindent, fölkelt és követte őt.28 Και αφησας απαντα, εσηκωθη και ηκολουθησεν αυτον.
29 Lévi ezután nagy lakomát készített neki a házában. Nagy sereg vámos és még sokan mások is ültek velük az asztalnál.29 Και εκαμεν εις αυτον ο Λευις υποδοχην μεγαλην εν τη οικια αυτου, και ητο πληθος πολυ τελωνων και αλλων, οιτινες εκαθηντο μετ' αυτων εις την τραπεζαν.
30 A farizeusok és az írástudók felháborodva megkérdezték a tanítványait: »Miért esztek és isztok a vámosokkal és bűnösökkel?«30 Και εγογγυζον οι γραμματεις αυτων και οι Φαρισαιοι προς τους μαθητας αυτου, λεγοντες? Δια τι μετα τελωνων και αμαρτωλων τρωγετε και πινετε;
31 Jézus ezt válaszolta nekik: »Nem az egészségeseknek kell az orvos, hanem a betegeknek.31 Και αποκριθεις ο Ιησους, ειπε προς αυτους? Δεν εχουσι χρειαν ιατρου οι υγιαινοντες, αλλ' οι πασχοντες.
32 Nem az igazakat jöttem hívni, hanem a bűnösöket a bűnbánatra.«32 Δεν ηλθον δια να καλεσω δικαιους, αλλα αμαρτωλους εις μετανοιαν.
33 Azok pedig így szóltak hozzá: »János tanítványai sokat böjtölnek és imádkoznak, ugyanígy a farizeusokéi is, a tieid pedig esznek és isznak.«33 Οι δε ειπον προς αυτον? Δια τι οι μαθηται του Ιωαννου νηστευουσι συχνα και καμνουσι δεησεις, ομοιως και οι των Φαρισαιων, οι δε ιδικοι σου τρωγουσι και πινουσιν;
34 Ezt válaszolta nekik: »Böjtre tudjátok-e fogni a násznépet, amíg velük van a vőlegény?34 Ο δε ειπε προς αυτους? Μηπως δυνασθε να καμητε τους υιους του νυμφωνος να νηστευωσιν, ενοσω ειναι μετ' αυτων ο νυμφιος;
35 Eljönnek azonban azok a napok, amikor elveszik tőlük a vőlegényt; akkor majd böjtölnek, azokban a napokban.«35 θελουσιν ομως ελθει ημεραι, οταν αφαιρεθη απ' αυτων ο νυμφιος? τοτε θελουσι νηστευει εν εκειναις ταις ημεραις.
36 És példázatot is mondott nekik: »Senki sem hasít új ruhából foltot, hogy azt ócska ruhára varrja; különben az újat is elszakítja, és az ócskához sem való az új folt.36 Ελεγε δε και παραβολην προς αυτους, οτι ουδεις βαλλει επιρραμμα ιματιου νεου επι ιματιον παλαιον ει δε μη, και το νεον σχιζει και με το παλαιον δεν συμφωνει το επιρραμμα το απο του νεου.
37 És senki sem tölt új bort régi tömlőkbe; mert különben az új bor szétszakítja a tömlőket, és kifolyik az is, meg a tömlők is tönkremennek.37 Και ουδεις βαλλει οινον νεον εις ασκους παλαιους ει δε μη, ο νεος οινος θελει σχισει τους ασκους, και αυτος θελει εκχυθη και οι ασκοι θελουσι φθαρη
38 Az új bort új tömlőkbe kell tölteni.38 αλλα πρεπει να βαλληται ο νεος οινος εις ασκους νεους, και αμφοτερα διατηρουνται.
39 És senki, aki óbort ivott, újat nem kíván, mert azt mondja: ‘Jobb az ó’.«39 Και ουδεις αφου πιη οινον παλαιον, θελει ευθυς νεον? διοτι λεγει? Ο παλαιος ειναι καλητερος.