Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Jónás jövendölése 4


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Nagy szomorúság vett erőt erre Jónáson; haragra gerjedt,1 και ελυπηθη ιωνας λυπην μεγαλην και συνεχυθη
2 és könyörgött az Úrhoz és mondta: »Kérlek, Uram, vajon nem erre gondoltam-e akkor, amikor még otthon voltam? Ezért menekültem sietve Tarzisba, mert tudtam, hogy kegyes és irgalmas Isten vagy, türelmes és nagyirgalmú, aki megbánod a rosszat.2 και προσευξατο προς κυριον και ειπεν ω κυριε ουχ ουτοι οι λογοι μου ετι οντος μου εν τη γη μου δια τουτο προεφθασα του φυγειν εις θαρσις διοτι εγνων οτι συ ελεημων και οικτιρμων μακροθυμος και πολυελεος και μετανοων επι ταις κακιαις
3 Így hát, Uram, kérlek, vedd el az életemet tőlem, mert jobb nekem a halál, mint az élet.«3 και νυν δεσποτα κυριε λαβε την ψυχην μου απ' εμου οτι καλον το αποθανειν με η ζην με
4 Mondta erre az Úr: »Azt hiszed-e, hogy jogos a te haragod?«4 και ειπεν κυριος προς ιωναν ει σφοδρα λελυπησαι συ
5 Jónás aztán kiment a városból, és a várostól keletre letelepedett, és ott hajlékot készített magának, és leült alatta az árnyékban, hogy lássa, mi történik a várossal.5 και εξηλθεν ιωνας εκ της πολεως και εκαθισεν απεναντι της πολεως και εποιησεν εαυτω εκει σκηνην και εκαθητο υποκατω αυτης εν σκια εως ου απιδη τι εσται τη πολει
6 Erre az Úr Isten repkényt növesztett, és az Jónás feje fölé kúszott, hogy beárnyékolja fejét és megvédelmezze, mert elbágyadt. Jónás nagyon megörvendett a repkénynek.6 και προσεταξεν κυριος ο θεος κολοκυνθη και ανεβη υπερ κεφαλης του ιωνα του ειναι σκιαν υπερανω της κεφαλης αυτου του σκιαζειν αυτω απο των κακων αυτου και εχαρη ιωνας επι τη κολοκυνθη χαραν μεγαλην
7 Másnap hajnalhasadtával az Úr egy férget rendelt oda, és az megszúrta a repkényt, úgyhogy az elszáradt.7 και προσεταξεν ο θεος σκωληκι εωθινη τη επαυριον και επαταξεν την κολοκυνθαν και απεξηρανθη
8 Mikor aztán felkelt a nap, az Úr forró, égető szelet rendelt oda, a nap pedig rátűzött Jónás fejére. Olyan rosszul lett, hogy a halált kívánta magának, mondván: »Jobb nekem meghalnom, mint élnem!«8 και εγενετο αμα τω ανατειλαι τον ηλιον και προσεταξεν ο θεος πνευματι καυσωνος συγκαιοντι και επαταξεν ο ηλιος επι την κεφαλην ιωνα και ωλιγοψυχησεν και απελεγετο την ψυχην αυτου και ειπεν καλον μοι αποθανειν με η ζην
9 Mondta ekkor az Úr Jónásnak: »Azt hiszed-e, hogy jogos a haragod a repkény miatt?« Mondta: »Jogos a haragom mindhalálig!«9 και ειπεν ο θεος προς ιωναν ει σφοδρα λελυπησαι συ επι τη κολοκυνθη και ειπεν σφοδρα λελυπημαι εγω εως θανατου
10 Mondta ekkor az Úr: »Te bánkódsz a repkény miatt, pedig nem dolgoztál érte, nem nevelted; egy éjszaka támadt s egy éjszaka elpusztult;10 και ειπεν κυριος συ εφεισω υπερ της κολοκυνθης υπερ ης ουκ εκακοπαθησας επ' αυτην και ουκ εξεθρεψας αυτην η εγενηθη υπο νυκτα και υπο νυκτα απωλετο
11 és én ne irgalmazzak Ninivének, a nagy városnak, amelyben több mint százhúszezer ember van, aki nem tud különbséget tenni jobb és balkeze között, és számos állat?«11 εγω δε ου φεισομαι υπερ νινευη της πολεως της μεγαλης εν η κατοικουσιν πλειους η δωδεκα μυριαδες ανθρωπων οιτινες ουκ εγνωσαν δεξιαν αυτων η αριστεραν αυτων και κτηνη πολλα .