Jónás jövendölése 1
1234
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Az Úr szózatot intézett Jónáshoz, Amáti fiához, mondván: | 1 Και εγεινε λογος Κυριου προς Ιωναν τον υιον του Αμαθι, λεγων, |
2 »Kelj fel, menj Ninivébe, a nagy városba, és hirdesd benne, hogy gonoszsága felhatolt elém.« | 2 Σηκωθητι, υπαγε εις Νινευη, την πολιν την μεγαλην, και κηρυξον κατ' αυτης? διοτι η ασεβεια αυτων ανεβη ενωπιον μου. |
3 Felkelt erre Jónás, de azért, hogy Tarzisba meneküljön az Úr színe elől, és lement Joppéba. Ott talált is egy Tarzisba induló hajót, megfizette az útiköltséget, és beszállt, hogy Tarzisba menjen velük az Úr színe elől. | 3 Και εσηκωθη ο Ιωνας δια να φυγη εις Θαρσεις απο προσωπου Κυριου και κατεβη εις Ιοππην? και ευρηκε πλοιον πορευομενον εις Θαρσεις, και εδωκε τον ναυλον αυτου και επεβη εις αυτο, δια να υπαγη μετ' αυτων εις Θαρσεις απο προσωπου Κυριου. |
4 De az Úr nagy szelet bocsátott a tengerre, és nagy vihar támadt a tengeren, úgyhogy a hajót az a veszedelem fenyegette, hogy összetörik. | 4 Αλλ' ο Κυριος εξηγειρεν ανεμον μεγαν επι την θαλασσαν, και εγεινε κλυδων μεγας εν τη θαλασση και το πλοιον εκινδυνευε να συντριφθη. |
5 Megrémültek erre a hajósok, és mindenki a saját istenéhez kiáltott, és a tengerbe vetették a hajón levő tárgyakat, hogy könnyítsenek velük rajta. Ezalatt Jónás, aki a hajó aljába ment le, mélyen aludt. | 5 Και εφοβηθησαν οι ναυται και ανεβοησαν εκαστος προς τον θεον αυτου και εκαμον εκβολην των εν τω πλοιω σκευων εις την θαλασσαν, δια να ελαφρωθη απ' αυτων? ο δε Ιωνας κατεβη εις το κοιλωμα του πλοιου και επλαγιασε και εκοιματο βαθεως. |
6 A hajóskapitány ekkor odament hozzá, és azt mondta neki: »Miért alszol olyan mélyen? Kelj fel, hívd segítségül Istenedet! Hátha gondol ránk az az Isten, és nem veszünk el!« | 6 Και επλησιασε προς αυτον ο πλοιαρχος και ειπε προς αυτον, Τι κοιμασαι συ; σηκωθητι, επικαλου τον Θεον σου, ισως ο Θεος μας ενθυμηθη και δεν χαθωμεν. |
7 Majd így szóltak egymáshoz: »Gyertek, vessünk sorsot, hadd tudjuk meg, ki miatt ért minket ez a veszedelem!« Sorsot vetettek tehát, és a sors Jónásra esett. | 7 Και ειπον εκαστος προς τον πλησιον αυτου, Ελθετε και ας ριψωμεν κληρους, δια να γνωρισωμεν τινος ενεκεν το κακον τουτο ειναι εφ' ημας. Και ερριψαν κληρους και επεσεν ο κληρος επι τον Ιωναν. |
8 Erre azt mondták neki: »Mondd el nekünk, miért jött ránk ez a veszedelem? Mi a foglalkozásod, melyik a hazád, hová mégy, és milyen nemzetből való vagy?« | 8 Τοτε ειπον προς αυτον, Ειπε τωρα προς ημας, τινος ενεκεν το κακον τουτο ηλθεν εφ' ημας; Τι ειναι το εργον σου; και ποθεν ερχεσαι; τις ο τοπος σου; και εκ τινος λαου εισαι; |
9 Ő azt felelte nekik: »Héber vagyok én, és az Urat, az ég Istenét félem, aki a tengert és a szárazföldet alkotta.« | 9 Ο δε ειπε προς αυτους, Εγω ειμαι Εβραιος? και σεβομαι Κυριον τον Θεον του ουρανου, οστις εποιησε την θαλασσαν και την ξηραν. |
10 Igen megrémültek erre azok az emberek, és azt mondták neki: »Miért cselekedted ezt?« Megtudták ugyanis a férfiak, hogy az Úr színe elől menekült, mivel elmondta nekik. | 10 Τοτε εφοβηθησαν οι ανθρωποι φοβον μεγαν και ειπον προς αυτον, Τι ειναι τουτο, το οποιον εκαμες; διοτι εγνωρισαν οι ανθρωποι, οτι εφευγεν απο προσωπου Κυριου, επειδη ειχεν αναγγειλει τουτο προς αυτους. |
11 Majd azt mondták neki: »Mit csináljunk veled, hogy megszűnjék a tenger háborgása ellenünk?« A tenger ugyanis egyre jobban háborgott. | 11 Και ειπον προς αυτον, Τι να σε καμωμεν, δια να ησυχαση η θαλασσα αφ' ημων; διοτι η θαλασσα εκλυδωνιζετο επι το μαλλον. |
12 Erre ő azt mondta nekik: »Fogjatok meg engem és dobjatok a tengerbe, és megszűnik a tenger háborgása ellenetek, mert tudom, hogy miattam jött rátok ez a nagy vihar.« | 12 Και ειπε προς αυτους, Σηκωσατε με και ριψατε με εις την θαλασσαν, και η θαλασσα θελει ησυχασει αφ' υμων? διοτι εγω γνωριζω, οτι εξ αιτιας εμου εγεινεν ο μεγας ουτος κλυδων εφ' υμας. |
13 Erre a férfiak eveztek, hogy a szárazra visszajussanak, de nem sikerült nekik, mert a tenger egyre jobban háborgott ellenük. | 13 Οι ανθρωποι ομως εκωπηλατουν δυνατα δια να επιστρεψωσι προς την ξηραν? αλλα δεν εδυναντο, διοτι η θαλασσα εκλυδωνιζετο επι το μαλλον κατ' αυτων. |
14 Erre az Úrhoz kiáltottak és mondták: »Kérünk, Urunk, ne vesszünk el ez ember élete miatt, és ne háríts ránk ártatlan vért, mert te, Urunk, úgy cselekedtél, amint akartad!« | 14 Οθεν ανεβοησαν προς τον Κυριον και ειπον, Δεομεθα, Κυριε, δεομεθα, ας μη χαθωμεν δια την ζωην του ανθρωπου τουτου και μη επιβαλης εφ' ημας αιμα αθωον? διοτι συ, Κυριε, εκαμες ως ηθελες. |
15 Azzal megfogták Jónást és a tengerbe dobták, és megszűnt a tenger háborgása. | 15 Και εσηκωσαν τον Ιωναν και ερριψαν αυτον εις την θαλασσαν και η θαλασσα εσταθη απο του θυμου αυτης. |
16 Erre azok az emberek nagy félelemmel teltek el az Úr iránt, és áldozatokat mutattak be az Úrnak, és fogadalmakat tettek. | 16 Τοτε οι ανθρωποι εφοβηθησαν τον Κυριον φοβον μεγαν και προσεφεραν θυσιαν εις τον Κυριον και εκαμον ευχας. |
17 Και διεταξε Κυριος μεγα κητος να καταπιη τον Ιωναν. Και ητο ο Ιωνας εν τη κοιλια του κητους τρεις ημερας και τρεις νυκτας. |