Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Jeremiás könyve 4


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 »Ha megtérsz, Izrael, – mondja az Úr –, ha hozzám megtérsz, ha eltávolítod utálatosságaidat színem elől, és nem tévelyegsz,1 Εαν επιστρεψης, Ισραηλ, λεγει Κυριος, επιστρεψον προς εμε? και εαν εκβαλης τα βδελυγματα σου απ' εμπροσθεν μου, τοτε δεν θελεις μετατοπισθη.
2 ha így esküszöl: ‘Él az Úr!’, hűséggel, törvénnyel és igazsággal, akkor áldást nyernek benne a nemzetek, és benne fognak dicsekedni.2 Και θελεις ομοσει, λεγων, Ζη Κυριος, εν αληθεια εν κρισει και εν δικαιοσυνη? και τα εθνη θελουσιν ευλογεισθαι εν αυτω και εν αυτω θελουσι δοξασθη.
3 Mert így szól az Úr Júda férfiaihoz és Jeruzsálemhez: Szántsatok fel magatoknak ugart, és ne vessetek tövisek közé!3 Διοτι ουτω λεγει Κυριος προς τους ανδρας Ιουδα και προς την Ιερουσαλημ? Αροτριασατε τους κεχερσωμενους αγρους σας και μη σπειρετε μεταξυ ακανθων.
4 Metélkedjetek körül az Úrnak, és távolítsátok el szívetek előbőrét, Júda férfiai és Jeruzsálem lakói! Nehogy előtörjön haragom, mint a tűz, és fellángoljon, mert nincs, aki eloltsa, tetteitek gonoszsága miatt!4 Περιτμηθητε εις τον Κυριον και αφαιρεσατε τας ακροβυστιας της καρδιας σας, ανδρες Ιουδα και κατοικοι της Ιερουσαλημ, μηποτε εξελθη ο θυμος μου ως πυρ και εξαφθη, και ουδεις θελει εισθαι ο σβεσων, ενεκεν της κακιας των πραξεων σας.
5 Hirdessétek Júdában, adjátok tudtul Jeruzsálemben, és mondjátok, fújjátok meg a harsonát az országban, kiáltsatok teli torokból, és mondjátok: ‘Gyülekezzetek, és menjünk a megerősített városokba!’5 Αναγγειλατε προς τον Ιουδαν και κηρυξατε προς την Ιερουσαλημ? και ειπατε και ηχησατε σαλπιγγα εις την γην? βοησατε, συναθροισθητε και ειπατε, Συναχθητε και ας εισελθωμεν εις τας ωχυρωμενας πολεις.
6 Emeljetek jelzőpóznát Sion irányában, meneküljetek, meg ne álljatok, mert veszedelmet hozok észak felől, és nagy pusztulást!6 Υψωσατε σημαιαν προς την Σιων? συρθητε, μη σταθητε? διοτι εγω θελω φερει κακον απο βορρα και συντριμμον μεγαν.
7 Előjött az oroszlán a bozótjából, és a nemzetek pusztítója elindult, kijött helyéről, hogy pusztasággá tegye országodat. Városaid romba dőlnek, lakó nélkül maradnak.7 Ο λεων ανεβη εκ του δασους αυτου και ο εξολοθρευτης των εθνων εσηκωθη? εξηλθεν εκ του τοπου αυτου δια να ερημωση την γην σου? αι πολεις σου θελουσι καταστραφη, ωστε δεν θελει εισθαι ουδεις ο κατοικων.
8 Ezért öltsetek zsákruhát, sírjatok és jajgassatok, mert nem fordult el tőlünk az Úr izzó haragja!8 Δια τουτο περιζωσθητε σακκους, θρηνησατε και ολολυξατε? διοτι ο φλογερος θυμος του Κυριου δεν εστραφη αφ' ημων.
9 Ez történik majd azon a napon – mondja az Úr –: odalesz a király szíve és a fejedelmek szíve; elborzadnak a papok, és a próféták megdöbbennek.«9 Και εν εκεινη τη ημερα, λεγει Κυριος, η καρδια του βασιλεως θελει χαθη και η καρδια των αρχοντων? και οι ιερεις θελουσιν εκθαμβηθη και οι προφηται θελουσιν εκπλαγη.
10 Így szóltam: »Jaj, Uram, Isten! Bizony nagyon rászedted ezt a népet és Jeruzsálemet, amikor azt mondtad: ‘Békességetek lesz’, holott lelkünkig hatolt a kard!«10 Τοτε ειπα, Ω Κυριε Θεε απατων λοιπον ηπατησας τον λαον τουτον και την Ιερουσαλημ, λεγων, Ειρηνην θελετε εχει? ενω η μαχαιρα εφθασεν εως της ψυχης.
11 Abban az időben ezt mondják majd ennek a népnek és Jeruzsálemnek: »Kopár halmok forró szele a pusztában, népem leányának útján, nem szelelésre és nem tisztításra!11 Εν εκεινω τω καιρω θελουσιν ειπει προς τον λαον τουτον και προς την Ιερουσαλημ, Ανεμος καυστικος των υψηλων τοπων της ερημου φυσα προς την θυγατερα του λαου μου, ουχι δια να ανεμιση ουδε δια να καθαριση?
12 Ennél erősebb szél jön felém! Most én is ítéletet mondok fölöttük.«12 ανεμος σφοδροτερος παρα τουτους θελει ελθει δι' εμε? εγω δε τωρα θελω εκφερει κρισεις εις αυτους.
13 Íme, mint a felhők, úgy vonul fel, és mint a szélvész, olyanok a szekerei; gyorsabbak a sasoknál lovai. Jaj nekünk, mert elvesztünk!13 Ιδου, ως νεφελη θελει αναβη, και αι αμαξαι αυτου θελουσιν εισθαι ως ανεμοστροβιλος? οι ιπποι αυτου ειναι ελαφροτεροι των αετων. Ουαι εις ημας, διοτι εχαθημεν.
14 Tisztítsd meg a rossztól szívedet, Jeruzsálem, hogy megszabadulj! Meddig tartózkodnak még bensődben gonosz gondolataid?14 Ιερουσαλημ, αποπλυνον την καρδιαν σου απο κακιας, δια να σωθης? εως ποτε θελουσι κατοικει εν σοι οι ματαιοι διαλογισμοι σου;
15 Mert hírmondó hangja hallatszik Dánból, és veszedelmet hirdetőé Efraim hegyéről.15 Διοτι φωνη αναγγελλει εκ του Δαν και κηρυττει θλιψιν απο του ορους Εφραιμ.
16 Figyelmeztessétek a nemzeteket: Íme, itt vannak! Hirdessétek Jeruzsálemnek: »Ostromlók jönnek a messzi földről, és kieresztik hangjukat Júda városai ellen.16 Ενθυμισατε τουτο εις τα εθνη? ιδου, διακηρυξατε εναντιον της Ιερουσαλημ, οτι πολιορκηται ερχονται απο γης μακρας και εκπεμπουσι την φωνην αυτων εναντιον των πολεων Ιουδα.
17 Mint mezőőrök, olyanok vele szemben körös-körül, mert nekem ellenszegült« – mondja az Úr.17 Ως φυλακες αγρου παρεταχθησαν εναντιον αυτης κυκλοθεν? διοτι απεστατησεν εναντιον μου, λεγει Κυριος.
18 Utad és tetteid okozták ezeket neked; ez a te gonoszságod bizony keserű, bizony a szívedig hatolt!18 Αι οδοι σου και τα επιτηδευματα σου επροξενησαν εις σε ταυτα? αυτη η κακια σου εσταθη μαλιστα πικρα, ναι, εφθασεν εως της καρδιας σου.
19 A bensőm, a bensőm! Gyötrődöm! A szívem falai! Háborog bennem a szívem, nem hallgathatok, mert kürtszót hall a lelkem, harci riadót.19 Τα εντοσθια μου, τα εντοσθια μου? πονω εις τα βαθη της καρδιας μου? η καρδια μου θορυβειται εν εμοι? δεν δυναμαι να σιωπησω, διοτι ηκουσας, ψυχη μου, ηχον σαλπιγγος, αλαλαγμον πολεμου.
20 Csapás csapást ért, bizony elpusztult az egész ország; hirtelen pusztultak el sátraim, egy szempillantás alatt sátorkárpitjaim.20 Συντριμμος επι συντριμμον διακηρυττεται? διοτι πασα η γη ερημουται? εξαιφνης αι σκηναι μου ηρημωθησαν και τα παραπετασματα μου εν μια στιγμη.
21 Meddig kell még zászlót látnom, kürtszót hallanom?21 Εως ποτε θελω βλεπει την σημαιαν, θελω ακουει τον ηχον της σαλπιγγος;
22 »Bizony, oktalan az én népem, nem ismernek engem; esztelen fiak ők, és nem értelmesek. Értenek ahhoz, hogy rosszat tegyenek, de jót tenni nem tudnak.«22 Διοτι ο λαος μου ειναι αφρων? δεν με εγνωρισαν? ειναι υιοι αφρονες και δεν εχουσι συνεσιν? ειναι σοφοι εις το να κακοποιωσι, να αγαθοποιωσιν ομως δεν εξευρουσιν.
23 Láttam a földet: íme, puszta és kietlen; és az eget: nincs világossága.23 Επεβλεψα επι την γην και ιδου, αμορφος και ερημος? και εις τους ουρανους και δεν υπηρχε το φως αυτων.
24 Láttam a hegyeket: íme, rengenek, és a halmok is mind megrendültek.24 Ειδον τα ορη και ιδου, ετρεμον και παντες οι λοφοι κατεσειοντο.
25 Láttam, hogy íme, nincs ember, s az ég madarai is mind elmenekültek.25 Ειδον και ιδου, δεν υπηρχεν ανθρωπος και παντα τα πετεινα του ουρανου ειχον φυγει.
26 Láttam, hogy íme, a gyümölcsöskert puszta lett, és minden városa romba dőlt az Úr színe előtt, izzó haragja előtt.26 Ειδον και ιδου, ο Καρμηλος ερημος και πασαι αι πολεις αυτου κατηδαφισμεναι απο προσωπου Κυριου, απο του φλογερου θυμου αυτου.
27 Mert így szól az Úr: »Pusztasággá lesz az egész föld, bár véget nem vetek neki.27 Διοτι ουτω λεγει Κυριος? πασα η γη θελει εισθαι ερημος? συντελειαν ομως δεν θελω καμει.
28 Ezért gyászol a föld, és elsötétednek az egek odafenn; mert megmondtam, elterveztem, nem bánom meg, és nem térek el tőle.«28 Δια τουτο η γη θελει πενθησει και οι ουρανοι ανωθεν θελουσι συσκοτασει? διοτι εγω ελαλησα, απεφασισα και δεν θελω μετανοησει ουδε θελω επιστρεψει απο τουτου.
29 Lovasok és íjászok hangja elől menekül az egész város; bemennek a sűrűségekbe, és a sziklákra másznak; minden város elhagyatott, és nem lakik bennük senki.29 Πασα η πολις θελει φυγει υπο του θορυβου των ιππεων και των τοξοτων θελουσιν ελθει εις τα δαση και αναβη επι τους βραχους? πασα πολις θελει εγκαταλειφθη και δεν θελει εισθαι ανθρωπος κατοικων εν αυταις.
30 És te, elpusztítva mit teszel majd? Öltözz bár bíborba, ékesítsd bár magad aranyékszerekkel, fesd ki bár festékkel szemedet: hiába szépíted magadat! Megvetettek téged szeretőid, életedre törnek.30 Και συ, ηφανισμενη, τι θελεις καμει; και αν ενδυθης κοκκινον, και αν στολισθης με στολισμους χρυσους, και αν διατεινης με στιμμι τους οφθαλμους σου, εις ματην θελεις καλλωπισθη? οι ερασται σου θελουσι σε καταφρονησει, θελουσι ζητει την ζωην σου.
31 Mert hangot hallok, mint vajúdó asszonyét, mint annak szorongását, aki először szül; Sion leányának hangját, aki sóhajt, és kitárja kezét: »Jaj nekem, mert kimerült a lelkem a gyilkosok miatt!«31 Διοτι ηκουσα φωνην ως κοιλοπονουσης, στεναγμον ως πρωτογεννωσης φωνην της θυγατρος Σιων, ητις θρηνολογει εαυτην, εκτεινει τας χειρας αυτης, λεγουσα, Ουαι εις εμε τωρα, διοτι η ψυχη μου εκλειπει ενεκεν των φονευτων.