Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

Jeremiás könyve 36


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Történt pedig Joakimnak, Jozija fiának, Júda királyának negyedik esztendejében, hogy ez az ige hangzott el Jeremiáshoz az Úrtól:1 Και εν τω τεταρτω ετει του Ιωακειμ, υιου του Ιωσιου βασιλεως του Ιουδα, εγεινεν ο λογος ουτος προς τον Ιερεμιαν παρα Κυριου, λεγων,
2 »Végy magadnak egy könyvtekercset, és írd le rá mindazokat az igéket, amelyeket mondottam neked Izraelről, Júdáról és minden nemzetről, attól a naptól, melytől fogva szóltam hozzád, Jozija napjaitól mind a mai napig!2 Λαβε εις σεαυτον τομον βιβλιου και γραψον εν αυτω παντας τους λογους, τους οποιους ελαλησα προς σε κατα του Ισραηλ και κατα του Ιουδα και κατα παντων των εθνων αφ' ης ημερας ελαλησα προς σε, απο των ημερων του Ιωσιου εως της ημερας ταυτης?
3 Hátha meghallja Júda háza mindazt a bajt, amit velük tenni szándékozom, hogy megtérjenek, mindenki a maga gonosz útjáról, s akkor megbocsátom bűnüket és vétküket.«3 ισως ακουση ο οικος Ιουδα παντα τα κακα, τα οποια εγω βουλευομαι να καμω εις αυτους, ωστε να επιστρεψωσιν εκαστος απο της οδου αυτου της πονηρας και να συγχωρησω την ανομιαν αυτων και την αμαρτιαν αυτων.
4 Jeremiás tehát hívta Bárukot, Néria fiát, és Báruk leírta egy könyvtekercsre Jeremiás diktálása után az Úr minden igéjét, melyet mondott neki.4 Και εκαλεσεν ο Ιερεμιας τον Βαρουχ τον υιον του Νηριου, και ο Βαρουχ εγραψεν εκ στοματος του Ιερεμιου παντας τους λογους του Κυριου, τους οποιους ελαλησε προς αυτον, επι τομου βιβλιου.
5 Majd ezt parancsolta Jeremiás Báruknak: »Én akadályozva vagyok, nem mehetek be az Úr házába.5 Και προσεταξεν ο Ιερεμιας τον Βαρουχ, λεγων, Εγω ειμαι υπο φυλαξιν? δεν δυναμαι να εισελθω εις τον οικον του Κυριου?
6 Menj be azért te, és olvasd fel a tekercsből, melyet diktálásom után írtál, az Úr igéit a nép füle hallatára az Úr házában böjt napján! Egész Júdának is, mindazoknak, akik városaikból jönnek, fülük hallatára olvasd fel azokat!6 δια τουτο εισελθε συ και αναγνωσον εν τω τομω, τον οποιον εγραψας εκ στοματος μου τους λογους του Κυριου, εις τα ωτα του λαου εν τω οικω του Κυριου εν ημερα νηστειας? και θελεις προσετι αναγνωσει αυτους εις τα ωτα παντος του Ιουδα, οσοι ερχονται εκ των πολεων αυτων?
7 Hátha eljut könyörgésük az Úr színe elé, és megtérnek, mindenki a maga gonosz útjáról; mert nagy a harag és az indulat, mellyel az Úr szólt ez ellen a nép ellen.«7 ισως η δεησις αυτων φθαση ενωπιον του Κυριου και επιστρεψωσιν εκαστος απο της οδου αυτου της πονηρας? διοτι μεγας ειναι ο θυμος και η οργη, την οποιαν ο Κυριος ελαλησε κατα του λαου τουτου.
8 Báruk, Néria fia, mindenben úgy tett, ahogy Jeremiás próféta parancsolta neki: felolvasta a könyvből az Úr igéit az Úr házában.8 Και εκαμεν ο Βαρουχ ο υιος του Νηριου κατα παντα οσα προσεταξεν εις αυτον Ιερεμιας ο προφητης, αναγνωσας εν τω βιβλιω τους λογους του Κυριου εν τω οικω του Κυριου.
9 Történt ugyanis Joakimnak, Jozija fiának, Júda királyának ötödik esztendejében, a kilencedik hónapban, hogy böjtöt hirdettek az Úr színe előtt Jeruzsálem egész népének és a Júda városaiból Jeruzsálembe érkező egész népnek.9 Και εν τω πεμπτω ετει του Ιωακειμ, υιου του Ιωσιου βασιλεως του Ιουδα, εν τω εννατω μηνι, εκηρυξαν νηστειαν ενωπιον του Κυριου πας ο λαος εν Ιερουσαλημ και πας ο λαος ο ερχομενος εκ των πολεων Ιουδα εις Ιερουσαλημ.
10 Akkor olvasta fel Báruk a könyvből Jeremiás igéit az Úr házában, Gamarjának, Sáfán írnok fiának kamrájában, a felső udvarban, az Úr háza új kapujának bejáratában, az egész nép füle hallatára.10 Και ανεγνωσεν ο Βαρουχ εν τω βιβλιω τους λογους του Ιερεμιου εν τω οικω του Κυριου, εν τω δωματιω του Γεμαριου, υιου του Σαφαν, του γραμματεως, εν τη αυλη τη ανω, εν τη εισοδω της νεας πυλης του οικου του Κυριου, εις τα ωτα παντος του λαου.
11 Amikor Mikeás, Sáfán fiának, Gamarjának a fia meghallotta az Úr minden igéjét a könyvből,11 Και ηκουσε Μιχαιας ο υιος του Γεμαριου, υιου του Σαφαν, εκ του βιβλιου παντας τους λογους του Κυριου,
12 lement a király házába, az írnok kamrájába, és íme, ott ültek mind a főemberek: Elisáma írnok, Dalaja, Semaja fia, Elnátán, Ákobor fia, Gamarja, Sáfán fia, Cidkija, Hananja fia és az összes főember.12 και κατεβη προς τον οικον του βασιλεως, εις το δωματιον του γραμματεως? και ιδου, παντες οι αρχοντες εκαθηντο εκει, Ελισαμα ο γραμματευς και Δελαιας ο υιος του Σεμαιου και Ελναθαν ο υιος του Αχβωρ και Γεμαριας ο υιος του Σαφαν και Σεδεκιας ο υιος του Ανανιου και παντες οι αρχοντες.
13 Mikeás tudtukra adta mindazokat az igéket, melyeket hallott, amikor Báruk felolvasta a könyvet a nép füle hallatára.13 Και ανηγγειλε προς αυτους ο Μιχαιας παντας τους λογους τους οποιους ηκουσεν, οτε ο Βαρουχ ανεγινωσκε το βιβλιον εις τα ωτα του λαου.
14 Erre elküldte az összes főember Bárukhoz Júdit, Natanja fiát, aki Kúsi fiának, Selemjának volt a fia, ezzel az üzenettel: »Vedd kezedbe a tekercset, amelyet felolvastál a nép füle hallatára, és jöjj!« Báruk, Néria fia, kezébe vette a tekercset, és bement hozzájuk.14 Και απεστειλαν παντες οι αρχοντες προς τον Βαρουχ Ιουδει τον υιον του Νεθανιου, υιου του Σελεμιου, υιου του Χουσει, λεγοντες, Τον τομον, τον οποιον ανεγνωσας εις τα ωτα του λαου, λαβε αυτον εις την χειρα σου και ελθε. Και ελαβεν ο Βαρουχ ο υιος του Νηριου τον τομον εις την χειρα αυτου και ηλθε προς αυτους.
15 Ekkor azt mondták neki: »Ülj le, és olvasd fel a fülünk hallatára!« Báruk pedig felolvasta a fülük hallatára.15 Και ειπον προς αυτον, Καθησον τωρα και αναγνωσον τωρα εις τα ωτα ημων? και ανεγνωσεν ο Βαρουχ εις τα ωτα αυτων.
16 Amikor meghallgattak minden igét, rémülten néztek egymásra, és azt mondták Báruknak: »Mindenképp tudtára kell adnunk a királynak mindezeket az igéket.«16 Και ως ηκουσαν παντας τους λογους, εξεπλαγησαν προς αλληλους και ειπον προς τον Βαρουχ, Θελομεν βεβαιως αναγγειλει προς τον βασιλεα παντας τους λογους τουτους.
17 Majd kérték Bárukot: »Mondd el nekünk, hogyan írtad le mindezeket az igéket! Az ő diktálása után?«17 Και ηρωτησαν τον Βαρουχ, λεγοντες, Ειπε προς ημας τωρα, πως εγραψας παντας τους λογους τουτους εκ του στοματος αυτου;
18 Báruk azt mondta nekik: »Diktálva mondja nekem mindezeket az igéket, én pedig leírom a könyvbe tintával.«18 Και ειπε προς αυτους ο Βαρουχ, Απο του στοματος αυτου προεφερε προς εμε παντας τους λογους τουτους, και εγω εγραφον με μελανην εν τω βιβλιω.
19 Erre így szóltak a főemberek Bárukhoz: »Menj, és rejtőzz el, te is, meg Jeremiás is, és ne tudja meg senki, hogy hol vagytok!«19 Και ειπον οι αρχοντες προς τον Βαρουχ, Υπαγε, κρυφθητι, συ και ο Ιερεμιας? και ανθρωπος ας μη εξευρη που εισθε.
20 Azután bementek a királyhoz az udvarba, a tekercset letették Elisáma írnok kamrájában, majd a király füle hallatára elmondták az egész dolgot.20 Και εισηλθον προς τον βασιλεα εις την αυλην? αφηκαν ομως τον τομον εν τω δωματιω Ελισαμα του γραμματεως και ανηγγειλαν εις τα ωτα του βασιλεως παντας τους λογους.
21 Erre a király elküldte Júdit, hogy hozza el a tekercset. Az el is hozta Elisáma írnok kamrájából. Majd felolvasta azt Júdi a király füle hallatára és az összes főember füle hallatára, akik a király mellett álltak.21 Και απεστειλεν ο βασιλευς τον Ιουδει να λαβη τον τομον? και ελαβεν εκ του δωματιου Ελισαμα του γραμματεως. Και ανεγνωσεν αυτον ο Ιουδει εις τα ωτα του βασιλεως και εις τα ωτα παντων των αρχοντων των παρεστωτων περι τον βασιλεα.
22 A király akkor, a kilencedik hónapban, éppen a téli palotában tartózkodott, és tűz égett előtte a serpenyőben.22 Ο δε βασιλευς εκαθητο εν τω οικω τω χειμερινω, εν τω εννατω μηνι, και ητο εμπροσθεν αυτου εστια καιουσα.
23 Valahányszor Júdi három vagy négy hasábot elolvasott, levágta azt az írnok késével, és bedobta a tűzbe, mely a serpenyőben volt, míg el nem emésztette az egész tekercset a tűz a serpenyőben.23 Και καθως ο Ιουδει ανεγινωσκε τρεις και τεσσαρας σελιδας, εκεινος εκοπτεν αυτο δια του μαχαιριδιου του γραμματεως και ερριπτεν εις το πυρ το επι της εστιας, εωσου κατηναλωθη απας ο τομος εν τω πυρι τω επι της εστιας.
24 Nem rettentek meg, és nem szaggatták meg ruháikat, a király sem, és szolgái közül egy sem, akik hallották mindezeket az igéket.24 Και δεν ετρομαξαν ουδε διεσχισαν τα ιματια αυτων ο βασιλευς και παντες οι δουλοι αυτου οι ακουσαντες παντας τους λογους τουτους.
25 Elnátán, Dalaja és Gamarja kérlelték ugyan a királyt, hogy ne égesse el a tekercset, de nem hallgatott rájuk.25 Και ενω, μαλιστα ο Ελναθαν και ο Δελαιας και ο Γεμαριας εμεσιτευον προς τον βασιλεα, να μη καυση τον τομον, δεν ηκουσεν αυτους.
26 Sőt a király megparancsolta Jerameél királyfinak, Szerajának, Ezriél fiának és Selemjának, Abdeél fiának, hogy fogják el Báruk írnokot és Jeremiás prófétát. Az Úr azonban elrejtette őket.26 Και προσεταξεν ο βασιλευς τον Ιεραμεηλ τον υιον του Αμμελεχ και τον Σεραιαν τον υιον του Αζριηλ και τον Σελεμιαν τον υιον του Αβδιηλ, να πιασωσι τον Βαρουχ τον γραμματεα και τον Ιερεμιαν τον προφητην? πλην ο Κυριος εκρυψεν αυτους.
27 Így hangzott az Úr igéje Jeremiáshoz, miután a király elégette a tekercset az igékkel, melyeket Báruk leírt Jeremiás diktálása után:27 Και εγεινε λογος Κυριου προς τον Ιερεμιαν, αφου ο βασιλευς κατεκαυσε τον τομον και τους λογους, τους οποιους εγραψεν ο Βαρουχ εκ στοματος του Ιερεμιου, λεγων,
28 »Végy magadnak ismét egy másik tekercset, és írd le rá mind az előbbi igéket, melyek az előző tekercsen voltak, amelyet Joakim, Júda királya elégetett!28 Λαβε παλιν εις σεαυτον αλλον τομον και γραψον επ' αυτω παντας τους προτερους λογους, οιτινες ησαν εν τω πρωτω τομω, τον οποιον κατεκαυσεν Ιωακειμ ο βασιλευς του Ιουδα?
29 Joakimnak, Júda királyának pedig ezt mondd: Így szól az Úr: Te elégetted ezt a tekercset, és azt mondtad: ‘Miért írtad rá, hogy bizonyosan eljön Babilon királya, elpusztítja ezt az országot, és kipusztít belőle embert és állatot?’29 και προς τον Ιωακειμ, τον βασιλεα του Ιουδα, θελεις ειπει, Ουτω λεγει Κυριος? Συ κατεκαυσας τον τομον τουτον, λεγων, Δια τι εγραψας εν αυτω, λεγων, Ο βασιλευς της Βαβυλωνος θελει ελθει εξαπαντος και θελει εξολοθρευσει την γην ταυτην και καμει να εκλειψη απ' αυτης ανθρωπος και κτηνος;
30 Ezért így szól az Úr Joakimról, Júda királyáról: Nem lesz olyan utóda, aki Dávid trónján ülne. Holttestét pedig kidobják a nappali hőségbe és az éjszakai fagyba.30 Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος περι του Ιωακειμ του βασιλεως του Ιουδα? δεν θελει εχει καθημενον επι του θρονου του Δαβιδ? και το πτωμα αυτου θελει εκριφθη την ημεραν εις το καυμα και την νυκτα εις τον παγετον?
31 Meglátogatom őt, ivadékát és szolgáit bűnük miatt; és elhozom rájuk, Jeruzsálem lakóira és Júda férfiaira mindazt a bajt, amit megmondtam nekik, de nem hallgatták meg.«31 και θελω παιδευσει αυτον και το σπερμα αυτου και τους δουλους αυτου δια την ανομιαν αυτων? και θελω φερει επ' αυτους και επι τους κατοικους της Ιερουσαλημ και επι τους ανθρωπους του Ιουδα παντα τα κακα, τα οποια ελαλησα προς αυτους και δεν ηκουσαν.
32 Akkor Jeremiás vett egy másik tekercset, és odaadta Báruk írnoknak, Néria fiának, az pedig leírta rá Jeremiás diktálása után annak a könyvnek minden igéjét, melyet Joakim, Júda királya tűzben elégetett. Sőt még sok más hasonló igét is fűztek hozzájuk.32 Και ελαβεν ο Ιερεμιας αλλον τομον και εδωκεν αυτον εις τον Βαρουχ, τον υιον του Νηριου, τον γραμματεα, και εγραψεν εν αυτω εκ στοματος του Ιερεμιου παντας τους λογους του βιβλιου, το οποιον κατεκαυσεν εν πυρι Ιωακειμ ο βασιλευς του Ιουδα? και ετι προσετεθησαν εις αυτους πολλοι λογοι παρομοιοι.