Jeremiás könyve 3
12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334353637383940414243444546474849505152
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Ha elbocsátja egy férfi a feleségét, s az eltávozik tőle és egy másik férfié lesz, vajon visszatérhet-e még ahhoz? Nem volna-e teljesen megszentségtelenített az az ország? Akkor te, aki sok szeretővel paráználkodtál, visszatérhetsz-e hozzám? – mondja az Úr. – | 1 Λεγουσιν, Εαν τις αποβαλη την γυναικα αυτου και αναχωρηση απο αυτου και γεινη αλλου ανδρος, θελει επιστρεψει παλιν εκεινος προς αυτην; η γη εκεινη δεν θελει ολως μιανθη; συ επορνευσας μεν μετα πολλων εραστων? επιστρεψον δε παλιν προς εμε, λεγει Κυριος. |
2 Emeld fel szemedet a kopár halmokra, és lásd! Hol nem háltak veled? Az utak mentén ültél előttük, mint az arab a pusztában, és megszentségtelenítetted az országot paráznaságoddal és gonoszságoddal. | 2 Σηκωσον τους οφθαλμους σου προς τους υψηλους τοπους, και ιδε που δεν εσελγησας. Εν ταις οδοις εκαθησας δι' αυτους, ως ο Αραψ εν τη ερημω, και εμιανας την γην με τας πορνειας σου και με την κακιαν σου. |
3 Ezért maradtak el az esőzések, és kései eső sem volt. Homlokod olyan lett, mint a parázna asszonyé: nem akartál pirulni. | 3 Δια τουτο εκρατηθησαν αι βροχαι, και δεν εγεινε βροχη οψιμος? και συ ειχες το μετωπον της πορνης, απεβαλες πασαν εντροπην. |
4 Ugye most így kiáltasz hozzám: ‘Atyám! Ifjúkorom bizalmas barátja vagy te! | 4 Δεν θελεις κραζει απο του νυν προς εμε, Πατερ μου, συ εισαι ο οδηγος της νεοτητος μου; |
5 Vajon örökké haragszik, vagy megtartja haragját mindvégig?’ Íme, így szóltál, de tetted a rosszat, amennyire csak képes voltál.« | 5 Θελει διατηρει την οργην αυτου διαπαντος; θελει φυλαττει αυτην εως τελους; ιδου, ελαλησας και επραξας τα κακα, οσον ηδυνηθης. |
6 Ezt mondta nekem az Úr Jozija király napjaiban: »Láttad-e, mit tett az elpártolt Izrael? Elment minden magas hegyre és minden zöldellő fa alá, és ott paráználkodott. | 6 Ο Κυριος ειπεν ετι προς εμε εν ταις ημεραις Ιωσιου του βασιλεως, Ειδες εκεινα, τα οποια Ισραηλ η αποστατις επραξεν; υπηγεν επι παν υψηλον ορος και υποκατω παντος πρασινου δενδρου και επορνευσεν εκει. |
7 Így szóltam: ‘Miután mindezeket megtette, hozzám fog visszatérni.’ De nem tért vissza. Látta ezt hűtlen nővére, Júda. | 7 Και αφου επραξε παντα ταυτα, ειπα, Επιστρεψον προς εμε? και δεν επεστρεψε. Και ειδε τουτο Ιουδας η απιστος αυτης αδελφη. |
8 Látta, hogy éppen azért, mert házasságtörést követett el az elpártolt Izrael, elbocsátottam őt, és válólevelet adtam neki; mégsem félt nővére, a hűtlen Júda, hanem elment, és ő is paráználkodott. | 8 Και ειδον οτι ενω επειδη Ισραηλ η αποστατις εμοιχευσεν εγω απεπεμψα αυτην και εδωκα εις αυτην το γραμμα του διαζυγιου αυτης, Ιουδας η απιστος αυτης αδελφη δεν εφοβηθη αλλ' υπηγε και επορνευσε και αυτη. |
9 Így történt, hogy könnyelmű paráznaságával megszentségtelenítette az országot, és házasságtörést követett el a kővel és a fával. | 9 Και με την διαφημισιν της πορνειας αυτης εμιανε τον τοπον και εμοιχευσε μετα των λιθων και μετα των ξυλων. |
10 És mindemellett nem tért vissza hozzám hűtlen nővére, Júda, egész szívével, hanem csak hazug módon« – mondja az Úr. | 10 Και εν πασι τουτοις Ιουδας η απιστος αυτης αδελφη δεν επεστρεψε προς εμε εξ ολης της καρδιας αυτης αλλα ψευδως, λεγει Κυριος. |
11 Majd ezt mondta nekem az Úr: »Inkább igazlelkűnek látszik az elpártolt Izrael, mint a hűtlen Júda. | 11 Και ειπε Κυριος προς εμε, Ισραηλ η αποστατις εδικαιωσεν εαυτην περισσοτερον παρα Ιουδας η απιστος. |
12 Menj, kiáltsd ezeket a szavakat észak felé, és mondd: Térj vissza, te elpártolt Izrael! – mondja az Úr. – Nem fordítom el arcomat tőletek, mert kegyes vagyok – mondja az Úr –, nem haragszom örökké. | 12 Υπαγε και διακηρυξον τους λογους τουτους προς τον βορραν και ειπε, Επιστρεψον, Ισραηλ η αποστατις, λεγει Κυριος, και δεν θελω καμει να πεση η οργη μου εφ' υμας? διοτι ελεημων ειμαι, λεγει Κυριος? δεν θελω φυλαττει την οργην διαπαντος. |
13 Csak ismerd el bűnödet, hogy az Úrral, a te Isteneddel szakítottál, és elkószáltál útjaidon az idegenek felé, minden zöldellő fa alá, de szavamra nem hallgattatok! – mondja az Úr. – | 13 Μονον γνωρισον την ανομιαν σου, οτι ημαρτησας εις Κυριον τον Θεον σου, και διηρεσας τας οδους σου εις τους ξενους υποκατω παντος πρασινου δενδρου, και δεν υπηκουσατε εις την φωνην μου, λεγει Κυριος. |
14 Térjetek vissza, elpártolt fiak – mondja az Úr –, mert én vagyok a ti Uratok! Magamhoz veszlek benneteket, egyet egy városból és kettőt egy nemzetségből, és bevezetlek titeket Sionba. | 14 Επιστρεψατε, υιοι αποσταται, λεγει Κυριος, αν και εγω σας απεστραφην? και θελω σας λαβει ενα εκ πολεως και δυο εκ συγγενειας και θελω σας εισαξει εις την Σιων? |
15 Adok majd nektek szívem szerint való pásztorokat, akik tudással és belátással legeltetnek titeket. | 15 και θελω σας δωσει ποιμενας κατα την καρδιαν μου και θελουσι σας ποιμανει εν γνωσει και συνεσει. |
16 Ez történik majd, amikor megsokasodtok és megszaporodtok az országban: azokban a napokban – mondja az Úr –, nem beszélnek többé az ‘Úr szövetségének ládájáról,’ és nem jut eszébe senkinek; nem emlékeznek rá, nem keresik, és nem is készítik el többé. | 16 Και οταν πληθυνθητε και αυξηνθητε επι της γης, εν εκειναις ταις ημεραις, λεγει Κυριος, δεν θελουσι προφερει πλεον, Η κιβωτος της διαθηκης του Κυριου, ουδε θελει αναβη επι καρδιαν αυτων, ουδε θελουσιν ενθυμηθη αυτην, ουδε θελουσιν επισκεφθη, ουδε θελει κατασκευασθη πλεον. |
17 Abban az időben Jeruzsálemet hívják majd az Úr trónjának, és odagyűlnek hozzá mind a nemzetek, az Úr nevéért Jeruzsálemhez, és nem mennek többé gonosz szívük megátalkodottsága után. | 17 Εν εκεινω τω καιρω θελουσιν ονομασει την Ιερουσαλημ? θρονον του Κυριου? και παντα τα εθνη θελουσι συναχθη προς αυτην εν τω ονοματι του Κυριου, προς την Ιερουσαλημ? και δεν θελουσι περιπατησει πλεον οπισω της ορεξεως της πονηρας αυτων καρδιας. |
18 Azokban a napokban Júda háza Izrael házához megy, és együtt jönnek észak földjéről arra a földre, melyet örökségül adtam atyáitoknak. | 18 Εν εκειναις ταις ημεραις ο οικος Ιουδα θελει περιπατησει μετα του οικου Ισραηλ, και θελουσιν ελθει ομου απο της γης του βορρα, εις την γην την οποιαν εκληροδοτησα εις τους πατερας σας. |
19 Én ezt mondtam: Milyen szívesen sorolnálak téged a fiak közé, és adnék neked kívánatos földet, nemzetek seregeinek pompás örökségét! Azt mondtam, szólíts így: Atyám, és ne fordulj el tőlem! | 19 Αλλ' εγω ειπα, Πως θελω σε καταταξει μεταξυ των τεκνων και δωσει εις σε γην επιθυμητην, ενδοξον κληρονομιαν των δυναμεων των εθνων; Και ειπα, Συ θελεις με κραξει, Πατερ μου? και δεν θελεις αποστρεψει απο οπισθεν μου. |
20 De ahogy az asszony hűtlen lesz társához, úgy lettetek hűtlenek hozzám, Izrael háza« – mondja az Úr. | 20 Βεβαιως καθως γυνη αθετει εις τον ανδρα αυτης, ουτως ηθετησατε εις εμε, οικος Ισραηλ, λεγει Κυριος. |
21 Hang hallatszik a kopár halmokon: Izrael fiainak esdeklő sírása; mert görbe útra tértek, megfeledkeztek az Úrról, az ő Istenükről. | 21 Φωνη ηκουσθη επι των υψηλων τοπων, κλαυθμος και δεησεις των υιων Ισραηλ? διοτι διεστρεψαν την οδον αυτων, ελησμονησαν Κυριον τον Θεον αυτων. |
22 »Térjetek vissza, elpártolt fiak, meggyógyítom elpártolástokat!« »Íme, eljöttünk hozzád, mert te vagy az Úr, a mi Istenünk! | 22 Επιστρεψατε, υιοι αποσταται, και θελω ιατρευσει τας αποστασιας σας. Ιδου, ημεις ερχομεθα προς σε? διοτι συ εισαι Κυριος ο Θεος ημων. |
23 Valóban hazugok voltak a halmok és a hegyek lármája; valóban az Úrban, a mi Istenünkben van Izrael üdvössége! | 23 Τωοντι εις ματην ελπιζεται σωτηρια εκ των λοφων και εκ του πληθους των ορεων? μονον εν Κυριω τω Θεω ημων ειναι η σωτηρια του Ισραηλ. |
24 A gyalázatos bálvány felemésztette atyáink szerzeményét ifjúkorunktól fogva: juhaikat és marháikat, fiaikat és leányaikat. | 24 Διοτι η αισχυνη κατεφαγε τον κοπον των πατερων ημων εκ της νεοτητος ημων? τα ποιμνια αυτων και τας αγελας αυτων, τους υιους αυτων και τας θυγατερας αυτων. |
25 Fetrengünk gyalázatunkban, és elborít minket szégyenünk, mert az Úr, a mi Istenünk ellen vétkeztünk mi és atyáink, ifjúkorunktól fogva mind a mai napig; és nem hallgattunk az Úr, a mi Istenünk szavára.« | 25 Εν τη αισχυνη ημων κατακειμεθα, και η ατιμια ημων καλυπτει ημας? διοτι ημαρτησαμεν εις Κυριον τον Θεον ημων, ημεις και οι πατερες ημων, εκ της νεοτητος ημων εως της ημερας ταυτης, και δεν υπηκουσαμεν εις την φωνην Κυριου του Θεου ημων. |