Izajás könyve 51
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Hallgassatok rám, akik igazság után jártok, akik az Urat keresitek! Tekintsetek a kősziklára, melyből kivágtak titeket, és a kút üregére, melyből kiástak! | 1 Ακουσατε μου, σεις οι ακολουθουντες την δικαιοσυνην, οι ζητουντες τον Κυριον? εμβλεψατε εις τον βραχον, εκ του οποιου ελατομηθητε, και εις το στομιον του λακκου, εκ του οποιου ανωρυχθητε. |
2 Tekintsetek atyátokra, Ábrahámra, és Sárára, aki szült titeket! Mert egyedül őt hívtam meg, megáldottam és megsokasítottam. | 2 Εμβλεψατε εις τον Αβρααμ τον πατερα σας και εις την Σαρραν, ητις σας εγεννησε? διοτι εκαλεσα αυτον οντα ενα και ευλογησα αυτον και επληθυνα αυτον. |
3 Bizony, megvigasztalja az Úr Siont, megvigasztalja minden romját; olyanná teszi sivatagját, mint az Éden, és pusztaságát, mint az Úr kertje. Öröm és vidámság lesz benne, hálaadás és ének hangja. | 3 Ο Κυριος λοιπον θελει παρηγορησει την Σιων? αυτος θελει παρηγορησει παντας τους ηρημωμενους τοπους αυτης? και θελει καμει την ερημον αυτης ως την Εδεμ και την ερημιαν αυτης ως παραδεισον του Κυριου? ευφροσυνη και αγαλλιασις θελει ευρισκεσθαι εν αυτη, δοξολογια και φωνη αινεσεως. |
4 Figyeljetek rám, én népem, és ti, nemzetek, rám hallgassatok! Mert tanítás indul ki tőlem, és igazságomat a népek világosságává teszem egy szempillantás alatt. | 4 Ακουσον μου, λαε μου? και δος ακροασιν εις εμε, εθνος μου? διοτι νομος θελει εξελθει παρ' εμου και θελω στησει την κρισιν μου δια φως των λαων. |
5 Közel van igazságom, kiindult szabadításom, és karom megítéli a népeket; rám várnak a szigetek, és karomban reménykednek. | 5 Η δικαιοσυνη μου πλησιαζει? η σωτηρια μου εξηλθε και οι βραχιονες μου θελουσι κρινει τους λαους? αι νησοι θελουσι προσμενει εμε και θελουσιν ελπιζει επι τον βραχιονα μου. |
6 Emeljétek az égre szemeteket, és tekintsetek a földre le! Mert az ég, mint a füst, elenyészik, a föld, mint a ruha, szétfoszlik, és lakói, mint a szúnyogok, elpusztulnak; de szabadításom örökre megmarad, és igazságom nem szűnik meg. | 6 Υψωσατε τους οφθαλμους σας εις τους ουρανους και βλεψατε εις την γην κατω? διοτι οι ουρανοι θελουσι διαλυθη ως καπνος και η γη θελει παλαιωθη ως ιματιον και οι κατοικουντες εν αυτη θελουσιν αποθανει εξισου? αλλ' η σωτηρια μου θελει εισθαι εις τον αιωνα και η δικαιοσυνη μου δεν θελει εκλειψει. |
7 Hallgassatok rám, akik ismeritek az igazságot, nép, melynek szívében van tanításom! Ne féljetek az emberek gyalázkodásától, szitkaiktól ne ijedjetek meg! | 7 Ακουσατε μου, σεις οι γνωριζοντες δικαιοσυνην? λαε, εν τη καρδια του οποιου ειναι ο νομος μου? μη φοβεισθε τον ονειδισμον των ανθρωπων μηδε ταραττεσθε εις τας υβρεις αυτων. |
8 Mert mint a ruhát, megeszi őket a moly, és mint a gyapjút, megeszi őket a féreg; de igazságom örökre megmarad, és szabadításom nemzedékről nemzedékre. | 8 Διοτι ως ιματιον θελει καταφαγει αυτους ο σκωληξ και ως μαλλιον θελει καταφαγει αυτους ο σκωρος? αλλ' η δικαιοσυνη μου θελει μενει εις τον αιωνα και η σωτηρια μου εις γενεας γενεων. |
9 Ébredj, ébredj, öltözz erőbe, az Úrnak karja! Ébredj, mint a hajdankor napjaiban, a régmúlt nemzedékek idején! Vajon nem te vagy, aki kettéhasítottad Ráhábot, aki átdöfted a sárkányt? | 9 Εξεγερθητι, εξεγερθητι, ενδυθητι δυναμιν, βραχιων Κυριου? εξεγερθητι ως εν ταις αρχαιαις ημεραις, εν ταις παλαιαις γενεαις. Δεν εισαι συ, ο παταξας την Ρααβ και τραυματισας τον δρακοντα; |
10 Vajon nem te vagy, aki kiszárítottad a tengert, a nagy mélység vizét, s aki úttá változtattad a tenger mélyét, hogy átkeljenek a megváltottak? | 10 Δεν εισαι συ, ο ξηρανας την θαλασσαν, τα υδατα της μεγαλης αβυσσου; ο ποιησας τα βαθη της θαλασσης οδον διαβασεως των λελυτρωμενων; |
11 Akiket az Úr kiváltott, visszatérnek, ujjongással jönnek a Sionra, és örök öröm lesz a fejük felett; vidámság és öröm éri őket, elfut a bánat és a sóhaj. | 11 Και οι λελυτρωμενοι του Κυριου θελουσιν επιστρεψει και ελθει εν αλαλαγμω εις Σιων? και ευφροσυνη αιωνιος θελει εισθαι επι της κεφαλης αυτων? αγαλλιασιν και ευφροσυνην θελουσιν απολαυσει? η λυπη και ο στεναγμος θελουσι φυγει. |
12 Én, én vagyok vigasztalótok! Ki vagy te, hogy félj halandó embertől, ember fiától, aki olyan, mint a fű? | 12 Εγω, εγω ειμαι ο παρηγορων υμας. Συ τις εισαι και φοβεισαι απο ανθρωπου θνητου και απο υιου ανθρωπου, οστις θελει γεινει ως χορτος? |
13 Megfeledkeztél az Úrról, alkotódról, aki kifeszítette az eget, és megalapozta a földet; és féltél szüntelenül, egész nap a sanyargató haragjától, aki pusztításra készült. De hol van már a sanyargató haragja? | 13 και ελησμονησας Κυριον τον Ποιητην σου, τον εκτειναντα τους ουρανους και θεμελιωσαντα την γην? και εφοβεισο παντοτε καθ' ημεραν την οργην του καταθλιβοντος σε, ως εαν ητο ετοιμος να καταστρεψη; και που ειναι τωρα η οργη του καταθλιβοντος; |
14 Gyorsan kiszabadul a megkötözött, nem hal meg a veremben, és nem fogy el kenyere. | 14 Ο ηχμαλωτισμενος σπευδει να λυθη και να μη αποθανη εν τω λακκω μηδε να στερηθη τον αρτον αυτου? |
15 Mert én vagyok az Úr, a te Istened, aki felkavarom a tengert, és zúgnak hullámai; Seregek Ura az én nevem. | 15 διοτι εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σου, ο ταραττων την θαλασσαν και ηχουσι τα κυματα αυτης? Κυριος των δυναμεων το ονομα αυτου. |
16 Szádba helyeztem igéimet, és kezem árnyékával takartalak be, amikor kifeszítettem az eget, és megalapoztam a földet, s azt mondtam Sionnak: »Az én népem vagy.« | 16 Και εθεσα τους λογους μου εις το στομα σου και σε εσκεπασα με την σκιαν της χειρος μου, δια να στερεωσω τους ουρανους και να θεμελιωσω την γην? και δια να ειπω προς την Σιων, Λαος μου εισαι. |
17 Ébredj föl, ébredj föl, kelj föl, Jeruzsálem, aki kiittad az Úr kezéből haragjának kelyhét; a kábító serleget kiittad, kiürítetted. | 17 Εξεγερθητι, εξεγερθητι, αναστηθι, Ιερουσαλημ, ητις επιες εκ της χειρος του Κυριου το ποτηριον του θυμου αυτου? επιες, εξεκενωσας και αυτην την τρυγιαν του ποτηριου της ζαλης. |
18 Nincs senki, aki törődjék vele, összes fia közül, akiket szült; és nincs senki, aki megfogja kezét, összes fia közül, akiket felnevelt. | 18 Εκ παντων των υιων, τους οποιους εγεννησε, δεν υπαρχει ο οδηγων αυτην? ουδε ειναι εκ παντων των υιων, τους οποιους εξεθρεψεν, ο πιανων αυτην εκ της χειρος. |
19 Két dolog ért téged; ki szánakozik rajtad? Pusztulás és összeomlás, éhínség és kard; ki vigasztal meg téged? | 19 Τα δυο ταυτα ηλθον επι σε? τις θελει σε συλλυπηθη; ερημωσις και καταστροφη και πεινα και μαχαιρα? δια τινος να σε παρηγορησω; |
20 Fiaid ájultan feküdtek minden utcasarkon, mint hálóba került gazella, eltelve az Úr haragjával, Istenednek fenyegetésével. | 20 Οι υιοι σου απενεκρωθησαν? κοιτονται απ' ακρου πασων των οδων, ως αγριος ταυρος εν δικτυοις? ειναι πληρεις του θυμου του Κυριου, της επιτιμησεως του Θεου σου. |
21 Ezért halld ezt, te szegény, aki részeg vagy, de nem bortól! | 21 Οθεν, ακουε τωρα τουτο, τεθλιμμενη και μεθυουσα, πλην ουχι εξ οινου? |
22 Így szól Urad, az Úr, és Istened, aki perbe száll népéért: »Íme, kiveszem kezedből a kábító kelyhet, haragom serlegét; nem iszod azt többé. | 22 ουτω λεγει ο Κυριος σου, ο Κυριος και ο Θεος σου, ο δικολογων υπερ του λαου αυτου? Ιδου, ελαβον εκ των χειρων σου το ποτηριον της ζαλης, την τρυγιαν του ποτηριου του θυμου μου? δεν θελεις πλεον πιει αυτο του λοιπου? |
23 Megalázóid kezébe teszem, akik azt mondták neked: ‘Hajolj meg, hadd menjünk át rajtad!’ S olyanná tetted hátadat, mint a föld, és mint az utca a járókelőknek.« | 23 και θελω βαλει αυτο εις την χειρα των καταθλιβοντων σε, οιτινες ειπον προς την ψυχην σου, Κυψον, δια να περασωμεν? και συ εβαλες το σωμα σου ως γην και ως οδον εις τους διαβαινοντας. |