Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

Krónikák második könyve 18


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Jozafát tehát igen gazdag és híres volt, és sógorságra lépett Áchábbal.1 Και ειχεν ο Ιωσαφατ πλουτον και δοξαν πολλην? και εσυμπενθερευσε μετα του Αχααβ.
2 Néhány esztendő múlva le is ment hozzá Szamariába. Megérkezésekor Ácháb igen sok kost és marhát vágatott neki s a vele jött népnek, és rábeszélte, hogy vonuljon fel vele Rámót-Gileád ellen.2 Μετα δε χρονους κατεβη προς τον Αχααβ εις την Σαμαρειαν Και εσφαξεν ο Αχααβ προβατα και βοας εν αφθονια δι' αυτον και δια τον λαον τον μετ' αυτου, και κατεπεισεν αυτον να συναναβη εις Ραμωθ-γαλααδ.
3 Azt mondta Ácháb, Izrael királya, Jozafátnak, Júda királyának: »Gyere velem Rámót-Gileád ellen.« Ő azt felelte neki: »Úgy akarom, ahogy te, amint a te néped, úgy akarja az én népem is: veled leszünk a harcban.«3 Και ειπεν Αχααβ ο βασιλευς του Ισραηλ προς Ιωσαφατ τον βασιλεα του Ιουδα, Ερχεσαι μετ' εμου εις Ραμωθ-γαλααδ; Ο δε απεκριθη προς αυτον, Εγω ειμαι καθως συ, και ο λαος μου καθως ο λαος σου? και θελομεν εισθαι μετα σου εν τω πολεμω.
4 Majd azt mondta Jozafát Izrael királyának: »Kérdezd meg kérlek tüstént az Úr szavát.«4 Και ειπεν ο Ιωσαφατ προς τον βασιλεα του Ισραηλ, Ερωτησον σημερον, παρακαλω, τον λογον του Κυριου.
5 Erre Izrael királya egybegyűjtött a próféták közül négyszáz embert és megkérdezte tőlük: »Elmenjünk-e hadakozni Rámót-Gileád ellen, vagy maradjunk nyugton?« Azok azt felelték: »Menj fel, és Isten azt a király kezébe adja.«5 Και συνηθροισεν ο βασιλευς του Ισραηλ τους προφητας, τετρακοσιους ανδρας, και ειπε προς αυτους, να υπαγωμεν εις Ραμωθ-γαλααδ, δια να πολεμησωμεν; η να απεχω; Οι δε ειπον, Αναβα, και θελει παραδωσει ο Θεος αυτην εις την χειρα του βασιλεως.
6 Jozafát azonban így szólt: »Nincs-e itt az Úr valamelyik prófétája, hogy tőle is kérdezősködhessünk?«6 Και ειπεν ο Ιωσαφατ, Δεν ειναι ενταυθα ετι προφητης του Κυριου, δια να ερωτησωμεν δι' αυτου;
7 Izrael királya erre így válaszolt Jozafátnak: »Van itt egy ember, akitől megkérdezhetnénk az Úr akaratát, de én gyűlölöm őt, mert nem jövendöl nekem jót, hanem mindig csak rosszat; ez Mikeás, Jemla fia.« Ezt mondta erre Jozafát: »Ne beszélj így, király.«7 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ προς τον Ιωσαφατ, ειναι ετι ανθρωπος τις, δια του οποιου δυναμεθα να ερωτησωμεν τον Κυριον? πλην εγω μισω αυτον? διοτι δεν προφητευει καλον περι εμου αλλα παντοτε κακον? ειναι ο Μιχαιας ο υιος του Ιεμλα. Και ειπεν ο Ιωσαφατ, Ας μη λαλη ο βασιλευς ουτως.
8 Erre Izrael királya odaszólított egy udvari szolgát s mondta neki: »Hívd ide gyorsan Mikeást, Jemla fiát.«8 Και εκαλεσεν ο βασιλευς του Ισραηλ ενα ευνουχον και ειπε, Σπευσον να φερης Μιχαιαν τον υιον του Ιεμλα.
9 Ezalatt mindketten, Izrael királya és Jozafát, Júda királya, királyi díszbe öltözötten trónusukon ültek. A Szamaria kapuja mellett levő térségen ültek és a próféták valamennyien prófétáltak előttük.9 Ο δε βασιλευς του Ισραηλ και Ιωσαφατ ο βασιλευς του Ιουδα εκαθηντο, εκαστος επι του θρονου αυτου, ενδεδυμενοι στολαις, και εκαθηντο εν τοπω ανοικτω, κατα την εισοδον της πυλης της Σαμαρειας? και παντες οι προφηται προεφητευον εμπροσθεν αυτων.
10 Cidkija, Kánaána fia, vasszarvakat is készített magának, és azt mondta: »Ezt üzeni az Úr: Ilyenekkel ökleled majd Szíriát, amíg csak el nem tiprod.«10 Και Σεδεκιας ο υιος του Χαναανα ειχε καμει εις εαυτον κερατα σιδηρα και ειπεν, ουτω λεγει Κυριος? Δια τουτων θελεις κερατισει τους Συριους, εωσου συντελεσης αυτους.
11 Valamennyi próféta is hasonlóképpen prófétált és azt mondta: »Vonulj csak fel Rámót-Gileád ellen, és sikered lesz, s az Úr a király kezébe adja.«11 Και παντες οι προφηται προεφητευον ουτω, λεγοντες, Αναβα εις Ραμωθ-γαλααδ και ευοδου? διοτι ο Κυριος θελει παραδωσει αυτην εις την χειρα του βασιλεως.
12 Eközben az a követ, aki elment, hogy elhívja Mikeást, azt mondta neki: »Íme, valamennyi próféta egyhangúlag jót jövendöl a királynak: kérlek tehát, hogy a te szavad se térjen el tőlük, s szólj kedvező dolgokat.«12 Και ο μηνυτης, οστις υπηγε να καλεση τον Μιχαιαν, ειπε προς αυτον, λεγων, Ιδου, οι λογοι των προφητων φανερονουσιν εξ ενος στοματος καλον περι του βασιλεως? ο λογος σου λοιπον ας ηναι, παρακαλω, ως ενος εξ εκεινων, και λαλησον το καλον.
13 Mikeás azt felelte neki: »Az Úr életére mondom, hogy azt fogom mondani, amit Istenem mond majd nekem.«13 Ο δε Μιχαιας ειπε, Ζη Κυριος, ο, τι μοι ειπη ο Θεος μου, τουτο θελω λαλησει.
14 Amikor aztán a királyhoz ért, a király így szólt hozzá: »Mikeás, elmenjünk-e hadakozni Rámót-Gileád ellen, vagy maradjunk nyugton?« Ő azt felelte neki: »Vonuljatok csak fel: minden szerencsésen megy majd végbe, s az ellenség a kezedbe kerül.«14 Ηλθε λοιπον προς τον βασιλεα, και ειπεν ο βασιλευς προς αυτον, Μιχαια, να υπαγωμεν εις Ραμωθ-γαλααδ δια να πολεμησωμεν; η να απεχω; Ο δε ειπεν, Αναβητε και ευοδουσθε, διοτι θελουσι παραδοθη εις την χειρα σας.
15 Erre a király így szólt: »Ismételten s ismételten eskü alatt kényszerítelek, hogy ne mondj nekem az Úr nevében mást, csak azt, ami igaz.«15 Και ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Εως ποσακις θελω σε ορκιζει να μη λεγης προς εμε παρα την αληθειαν εν ονοματι Κυριου;
16 Erre ő így szólt: »Azt láttam, hogy egész Izrael szétszóródott a hegyekben, mint a pásztor nélküli juhnyáj, s az Úr azt mondta: Nincs ezeknek uruk: térjen vissza mindenki békességben házába.«16 Ο δε ειπεν? ειδον παντα τον Ισραηλ διεσπαρμενον επι τα ορη, ως προβατα μη εχοντα ποιμενα? και ειπε Κυριος, Ουτοι δεν εχουσι κυριον? ας επιστρεψωσιν εκαστος εις τον οικον αυτου εν ειρηνη.
17 Izrael királya erre ezt mondta Jozafátnak: »Nem megmondottam neked, hogy nem jövendöl ez nekem jót, hanem csak rosszat?«17 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ προς τον Ιωσαφατ, Δεν σοι ειπα οτι δεν θελει προφητευσει καλον περι εμου, αλλα κακον;
18 Ő pedig folytatta: »Halljátok tehát az Úr szavát. Láttam az Urat, amint királyi székében ült, s jobbról s balról mellette állt az egész mennyei sereg,18 Και ο Μιχαιας ειπεν, Ακουσατε λοιπον τον λογον του Κυριου? ειδον τον Κυριον καθημενον επι του θρονου αυτου και πασαν την στρατιαν του ουρανου παρισταμενην εκ δεξιων αυτου και εξ αριστερων αυτου.
19 és az Úr azt mondta: ‘Ki szedné rá Áchábot, Izrael királyát arra, hogy felmenjen és elessék Rámót-Gileádnál?’ Amíg az egyik így, a másik amúgy beszélt,19 Και ειπε ο Κυριος, Τις θελει απατησει Αχααβ τον βασιλεα του Ισραηλ, ωστε να αναβη και να πεση εν Ραμωθ-γαλααδ; Και ο μεν ελαλησε λεγων ουτως, ο δε λεγων ουτως.
20 előlépett a lélek, s megállott az Úr előtt és így szólt: ‘Én rászedem!’ Az Úr megkérdezte: ‘Mivel szeded rá?’20 Τοτε εξηλθε το πνευμα και εσταθη ενωπιον Κυριου και ειπεν, Εγω θελω απατησει αυτον. Και ειπε Κυριος προς αυτο, Τινι τροπω;
21 Erre ő azt felelte: ‘Kimegyek s hazug lélek leszek valamennyi prófétája szájában.’ Az Úr ekkor azt mondta: ‘Szedd rá, sikerülni fog, menj csak ki és tégy úgy!’21 Και ειπε, Θελω εξελθει και θελω εισθαι πνευμα ψευδους εν τω στοματι παντων των προφητων αυτου. Και ειπε Κυριος, Θελεις απατησει και μαλιστα θελεις κατορθωσει? εξελθε και καμε ουτω.
22 Nos tehát, íme, az Úr a hazugság lelkét adta valamennyi prófétád szájába, de az Úr rosszat mondott ki rólad.«22 Τωρα λοιπον, ιδου, ο Κυριος εβαλε πνευμα ψευδους εν τω στοματι τουτων των προφητων σου, και ελαλησε Κυριος κακον επι σε.
23 Odalépett ekkor Cidkija, Kánaána fia, arcul ütötte Mikeást, és azt mondta: »Merre ment el az Úr lelke tőlem, hogy neked szóljon?«23 Τοτε πλησιασας Σεδεκιας ο υιος του Χαναανα, ερραπισε τον Μιχαιαν επι την σιαγονα και ειπε, Δια ποιας οδου επερασε το πνευμα του Κυριου απ' εμου, δια να λαληση προς σε;
24 Mikeás erre ezt mondta: »Meglátod majd te magad azon a napon, amikor kamrából kamrába fogsz menekülni, hogy elbújhass.«24 Και ειπεν ο Μιχαιας, Ιδου, θελεις ιδει καθ' ην ημεραν θελεις εισερχεσθαι απο ταμειου εις ταμειον, δια να κρυφθης.
25 Erre Izrael királya parancsot adott és azt mondta: »Vegyétek Mikeást és vigyétek őt Ámonhoz, a város parancsnokához s Joáshoz, Amelek fiához,25 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ, Πιασατε τον Μιχαιαν και επαναφερετε αυτον προς Αμων τον αρχοντα της πολεως, και προς Ιωας τον υιον του βασιλεως,
26 és mondjátok: Ezt üzeni a király: Vessétek tömlöcbe ezt az embert és csak kevés kenyeret s kevés vizet adjatok neki, amíg én békességgel vissza nem térek.26 και ειπατε, Ουτω λεγει ο βασιλευς? Βαλετε τουτον εις την φυλακην και τρεφετε αυτον με αρτον θλιψεως και με υδωρ θλιψεως, εωσου επιστρεψω εν ειρηνη.
27 Erre Mikeás így szólt: Ha te békességgel visszatérsz, akkor nem szólt általam az Úr! Majd hozzá tette: Halljátok népek mindnyájan!«27 Και ειπεν ο Μιχαιας, Εαν τωοντι επιστρεψης εν ειρηνη, ο Κυριος δεν ελαλησε δι' εμου. Και ειπεν, Ακουσατε σεις, παντες οι λαοι.
28 Fel is vonult Izrael királya és Jozafát, Júda királya Rámót-Gileád ellen.28 Και ανεβη ο βασιλευς του Ισραηλ και Ιωσαφατ ο βασιλευς του Ιουδα εις Ραμωθ-γαλααδ.
29 Ekkor Izrael királya azt mondta Jozafátnak: »Megváltoztatom ruhámat, s úgy megyek a harcba, te azonban csak öltsd fel saját ruháidat.« Izrael királya meg is változtatta ruháit, és elment a harcba.29 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ προς τον Ιωσαφατ, Εγω θελω μετασχηματισθη και εισελθει εις την μαχην? συ δε ενδυθητι την στολην σου. Και μετεσχηματισθη ο βασιλευς του Ισραηλ και εισηλθον εις την μαχην.
30 Szíria királya azonban parancsot adott lovassága vezéreinek: »Ne harcoljatok se kicsi, se nagy ellen, hanem csak egyedül Izrael királya ellen.«30 Ο δε βασιλευς της Συριας ειχε προσταξει τους αρχοντας των αμαξων αυτου, λεγων, Μη πολεμειτε μητε μικρον μητε μεγαν, αλλα μονον τον βασιλεα του Ισραηλ.
31 Ennek következtében, amikor a lovasság vezérei meglátták Jozafátot, azt mondották: »Ez Izrael királya.« Azzal körülvették őt a harcosok, de ő az Úrhoz kiáltott, és ő megsegítette őt s eltérítette őket tőle.31 Και ως ειδον οι αρχοντες των αμαξων τον Ιωσαφατ, τοτε αυτοι ειπον, Ουτος ειναι ο βασιλευς του Ισραηλ? και περιεκυκλωσαν αυτον δια να πολεμησωσιν αυτον? αλλ' ο Ιωσαφατ ανεβοησε, και εβοηθησεν αυτον ο Κυριος? και απεστρεψεν αυτους ο Θεος απ' αυτου.
32 Amikor ugyanis látták a lovasság vezérei, hogy ő nem Izrael királya, elhagyták.32 Ιδοντες δε οι αρχοντες των αμαξων οτι δεν ητο ο βασιλευς του Ισραηλ, επεστρεψαν απο της καταδιωξεως αυτου.
33 Történetesen azonban valaki a népből csak úgy találomra kilőtte nyilát és eltalálta vele Izrael királyát a nyakszirt és a vállak között. Erre ő azt mondta szekérvezetőjének: »Fordulj meg és vigyél ki engem a csatasorból, mert megsebesültem.«33 Ανθρωπος δε τις, τοξευσας ασκοπως, εκτυπησε τον βασιλεα του Ισραηλ μεταξυ των αρθρωσεων του θωρακος? ο δε ειπεν προς τον ηνιοχον, Στρεψον την χειρα σου και εκβαλε με εκ του στρατευματος, διοτι επληγωθην.
34 Aznap vége is lett a harcnak. Izrael királya azonban ott állt a szekerén a szírekkel szemben egészen estig és napnyugtakor meghalt.34 Και εμεγαλυνθη η μαχη εν τη ημερα εκεινη? ο δε βασιλευς του Ισραηλ ιστατο επι της αμαξης αντικρυ των Συριων εως εσπερας? και περι την δυσιν του ηλιου απεθανε.