Krónikák második könyve 1
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | LXX |
---|---|
1 Salamon, Dávid fia meg is erősödött királyságában s az Úr, az ő Istene, vele volt és igen naggyá tette őt. | 1 και ενισχυσεν σαλωμων υιος δαυιδ επι την βασιλειαν αυτου και κυριος ο θεος αυτου μετ' αυτου και εμεγαλυνεν αυτον εις υψος |
2 Ekkor Salamon felszólította egész Izraelt, az ezredeseket, a századosokat, a hadnagyokat, s a bírákat egész Izraelben meg a családfőket | 2 και ειπεν σαλωμων προς παντα ισραηλ τοις χιλιαρχοις και τοις εκατονταρχοις και τοις κριταις και πασιν τοις αρχουσιν εναντιον ισραηλ τοις αρχουσι των πατριων |
3 és elment az egész sokasággal a gibeoni magaslatra. Ott volt ugyanis az Isten szövetségének sátra, amelyet Mózes, Isten szolgája csinált a pusztában. | 3 και επορευθη σαλωμων και πασα η εκκλησια μετ' αυτου εις την υψηλην την εν γαβαων ου εκει ην η σκηνη του μαρτυριου του θεου ην εποιησεν μωυσης παις κυριου εν τη ερημω |
4 Az Isten ládáját ugyan Dávid Kirját-Jearimból arra a helyre vitette, amelyet számára készített és ahol számára sátrat állított, azaz Jeruzsálembe, | 4 αλλα κιβωτον του θεου ανηνεγκεν δαυιδ εκ πολεως καριαθιαριμ οτι ητοιμασεν αυτη σκηνην εις ιερουσαλημ |
5 de a rézoltár, amelyet Beszeleél, Húr fiának, Úrinak a fia készített, ott volt az Úr sátra előtt. Felkereste tehát ezt Salamon és az egész gyülekezet, | 5 και το θυσιαστηριον το χαλκουν ο εποιησεν βεσελεηλ υιος ουριου υιου ωρ εκει ην εναντι της σκηνης κυριου και εξεζητησεν αυτο σαλωμων και η εκκλησια |
6 és felment Salamon az Úr szövetségének sátra előtt levő rézoltárhoz s ezer egészen elégő áldozatot mutatott be rajta. | 6 και ανηνεγκεν εκει σαλωμων επι το θυσιαστηριον το χαλκουν ενωπιον κυριου το εν τη σκηνη και ανηνεγκεν επ' αυτο ολοκαυτωσιν χιλιαν |
7 Éjszaka aztán íme, megjelent neki Isten és mondta: »Kérj, amit akarsz s megadom neked.« | 7 εν τη νυκτι εκεινη ωφθη ο θεος τω σαλωμων και ειπεν αυτω αιτησαι τι σοι δω |
8 Salamon erre így válaszolt Istennek: »Te az én atyámmal, Dáviddal, nagy irgalmasságot cselekedtél és helyébe engem tettél királlyá. | 8 και ειπεν σαλωμων προς τον θεον συ εποιησας μετα δαυιδ του πατρος μου ελεος μεγα και εβασιλευσας με αντ' αυτου |
9 Nos tehát, Uram Istenem, teljesedjék ígéreted, amelyet atyámnak, Dávidnak, tettél. Mivel te tettél engem néped királyává, amely oly sok s annyira megszámlálhatatlan, mint a föld pora, | 9 και νυν κυριε ο θεος πιστωθητω το ονομα σου επι δαυιδ πατερα μου οτι συ εβασιλευσας με επι λαον πολυν ως ο χους της γης |
10 adj nekem bölcsességet és értelmet, hogy tudjak ki- és bejárni néped előtt: hiszen ki tudná helyesen kormányozni ezt a te nagy népedet?« | 10 νυν σοφιαν και συνεσιν δος μοι και εξελευσομαι ενωπιον του λαου τουτου και εισελευσομαι οτι τις κρινει τον λαον σου τον μεγαν τουτον |
11 Isten erre így felelt Salamonnak: »Mivel ez tetszett leginkább szívednek és nem kértél gazdagságot, vagyont s dicsőséget, sem azoknak az életét, akik gyűlölnek téged, sőt még hosszú életet sem, hanem bölcsességet és tudományt kértél, hogy kormányozni tudd népemet, amelynek királyává tettelek: | 11 και ειπεν ο θεος προς σαλωμων ανθ' ων εγενετο τουτο εν τη καρδια σου και ουκ ητησω πλουτον χρηματων ουδε δοξαν ουδε την ψυχην των υπεναντιων και ημερας πολλας ουκ ητησω και ητησας σεαυτω σοφιαν και συνεσιν οπως κρινης τον λαον μου εφ' ον εβασιλευσα σε επ' αυτον |
12 megadom neked a bölcsességet és a tudományt, sőt olyan gazdagságot, vagyont és dicsőséget is adok majd neked, hogy nem akad hozzád hasonló sem előtted, sem utánad a királyok között.« | 12 την σοφιαν και την συνεσιν διδωμι σοι και πλουτον και χρηματα και δοξαν δωσω σοι ως ουκ εγενηθη ομοιος σοι εν τοις βασιλευσι τοις εμπροσθε σου και μετα σε ουκ εσται ουτως |
13 Salamon aztán visszatért a gibeoni magaslatról, a szövetség sátra elől Jeruzsálembe, és uralkodott Izraelen. | 13 και ηλθεν σαλωμων εκ βαμα της εν γαβαων εις ιερουσαλημ απο προσωπου σκηνης μαρτυριου και εβασιλευσεν επι ισραηλ |
14 Szerzett magának szekereket és lovasokat is, úgyhogy ezernégyszáz szekere és tizenkétezer lovasa lett. Ezeket a szekeres városokban és a király körül, Jeruzsálemben helyezte el. | 14 και συνηγαγεν σαλωμων αρματα και ιππεις και εγενοντο αυτω χιλια και τετρακοσια αρματα και δωδεκα χιλιαδες ιππεων και κατελιπεν αυτα εν πολεσιν των αρματων και ο λαος μετα του βασιλεως εν ιερουσαλημ |
15 Az ezüstöt és az aranyat olyan bőségessé tette a király Jeruzsálemben, mint a követ, a cédrusfát pedig mint a vadfügefát, amely nagy tömegben nő az alföldön. | 15 και εθηκεν ο βασιλευς το χρυσιον και το αργυριον εν ιερουσαλημ ως λιθους και τας κεδρους εν τη ιουδαια ως συκαμινους τας εν τη πεδινη εις πληθος |
16 Lovat Egyiptomból és Koából hoztak neki a királyi kereskedők, akik odajártak és szabott áron vásároltak: | 16 και η εξοδος των ιππων των σαλωμων εξ αιγυπτου και η τιμη των εμπορων του βασιλεως εμπορευεσθαι ηγοραζον |
17 egy-egy szekeret hatszáz, egy-egy lovat százötven sékelért. Ugyanígy vásároltak a hetiták összes királyságától és Szíria királyaitól is. | 17 και ανεβαινον και εξηγον εξ αιγυπτου αρμα εν εξακοσιων αργυριου και ιππον εκατον και πεντηκοντα και ουτως πασιν τοις βασιλευσιν των χετταιων και βασιλευσιν συριας εν χερσιν αυτων εφερον |
18 Majd elhatározta Salamon, hogy házat épít az Úr nevének és palotát önmagának. | 18 και ειπεν σαλωμων του οικοδομησαι οικον τω ονοματι κυριου και οικον τη βασιλεια αυτου |