Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

A krónikák első könyve 9


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Józsefet tehát Egyiptomba vitték. Egy egyiptomi ember, Putifár, a fáraó udvari tisztje, a testőrség kapitánya vette meg az izmaelitáktól, akik odavitték.1 ιωσηφ δε κατηχθη εις αιγυπτον και εκτησατο αυτον πετεφρης ο ευνουχος φαραω αρχιμαγειρος ανηρ αιγυπτιος εκ χειρος ισμαηλιτων οι κατηγαγον αυτον εκει
2 Az Úr azonban vele volt, úgyhogy mindenben szerencsés kezű ember lett, és bent lakott az ura házában.2 και ην κυριος μετα ιωσηφ και ην ανηρ επιτυγχανων και εγενετο εν τω οικω παρα τω κυριω τω αιγυπτιω
3 Ura nagyon jól tudta, hogy az Úr vele van, és mindent, amit csinál, sikeressé tesz a kezében.3 ηδει δε ο κυριος αυτου οτι κυριος μετ' αυτου και οσα αν ποιη κυριος ευοδοι εν ταις χερσιν αυτου
4 József tehát kegyelmet talált a gazdája előtt, és személyesen neki szolgált. Őt rendelte mindene fölé, rábízta a házát, átadta neki mindenét, így ő viselte gondját mindenének.4 και ευρεν ιωσηφ χαριν εναντιον του κυριου αυτου ευηρεστει δε αυτω και κατεστησεν αυτον επι του οικου αυτου και παντα οσα ην αυτω εδωκεν δια χειρος ιωσηφ
5 Az Úr pedig megáldotta az egyiptomi házát Józsefért, és az Úr áldása volt annak minden vagyonán, házán és mezején egyaránt.5 εγενετο δε μετα το κατασταθηναι αυτον επι του οικου αυτου και επι παντα οσα ην αυτω και ηυλογησεν κυριος τον οικον του αιγυπτιου δια ιωσηφ και εγενηθη ευλογια κυριου εν πασιν τοις υπαρχουσιν αυτω εν τω οικω και εν τω αγρω
6 Mindent, amije csak volt, József kezére bízott. Nem is volt annak semmi másra gondja, csak arra a kenyérre, amelyet megevett. József pedig szép termetű és csinos külsejű volt.6 και επετρεψεν παντα οσα ην αυτω εις χειρας ιωσηφ και ουκ ηδει των καθ' εαυτον ουδεν πλην του αρτου ου ησθιεν αυτος και ην ιωσηφ καλος τω ειδει και ωραιος τη οψει σφοδρα
7 Egy idő múlva szemet vetett Józsefre urának asszonya, és így szólt hozzá: »Hálj velem!«7 και εγενετο μετα τα ρηματα ταυτα και επεβαλεν η γυνη του κυριου αυτου τους οφθαλμους αυτης επι ιωσηφ και ειπεν κοιμηθητι μετ' εμου
8 Ő azonban sehogysem állt rá erre a gonosz cselekedetre. Azt mondta neki: »Íme, a gazdám mindent rám bízott, azt sem tudja, mije van házában.8 ο δε ουκ ηθελεν ειπεν δε τη γυναικι του κυριου αυτου ει ο κυριος μου ου γινωσκει δι' εμε ουδεν εν τω οικω αυτου και παντα οσα εστιν αυτω εδωκεν εις τας χειρας μου
9 Nincs semmi sem, ami ne lenne az én hatalmamban, vagy amit nekem át nem adott volna, rajtad kívül, aki a felesége vagy. Hogy tehetnék tehát ilyen gonoszságot, és hogyan vétkezhetnék Istenem ellen?«9 και ουχ υπερεχει εν τη οικια ταυτη ουθεν εμου ουδε υπεξηρηται απ' εμου ουδεν πλην σου δια το σε γυναικα αυτου ειναι και πως ποιησω το ρημα το πονηρον τουτο και αμαρτησομαι εναντιον του θεου
10 Hasonló szavakkal beszélt az asszony nap mint nap az ifjúhoz, de József visszautasította, hogy vele aludjon.10 ηνικα δε ελαλει τω ιωσηφ ημεραν εξ ημερας και ουχ υπηκουσεν αυτη καθευδειν μετ' αυτης του συγγενεσθαι αυτη
11 Történt azonban egy napon, hogy József bement a házba valami dolgot elintézni, amikor éppen senki sem volt odabenn.11 εγενετο δε τοιαυτη τις ημερα εισηλθεν ιωσηφ εις την οικιαν ποιειν τα εργα αυτου και ουθεις ην των εν τη οικια εσω
12 Ekkor az asszony megragadta a ruhája szélét, és azt mondta: »Feküdj le velem!« Ő azonban otthagyta a palástját, elfutott, és kiment.12 και επεσπασατο αυτον των ιματιων λεγουσα κοιμηθητι μετ' εμου και καταλιπων τα ιματια αυτου εν ταις χερσιν αυτης εφυγεν και εξηλθεν εξω
13 Amikor az asszony látta, hogy kezében hagyta ruháját és kifutott,13 και εγενετο ως ειδεν οτι κατελιπεν τα ιματια αυτου εν ταις χερσιν αυτης και εφυγεν και εξηλθεν εξω
14 összehívta házanépét, és így szólt: »Íme, héber legényt hoztak ide, hogy pajzánkodjon velünk! Bejött hozzám, hogy lefeküdjön velem! De amikor kiáltottam,14 και εκαλεσεν τους οντας εν τη οικια και ειπεν αυτοις λεγουσα ιδετε εισηγαγεν ημιν παιδα εβραιον εμπαιζειν ημιν εισηλθεν προς με λεγων κοιμηθητι μετ' εμου και εβοησα φωνη μεγαλη
15 és meghallotta a hangomat, itthagyta a palástját, amelyet megragadtam, és kifutott!«15 εν δε τω ακουσαι αυτον οτι υψωσα την φωνην μου και εβοησα καταλιπων τα ιματια αυτου παρ' εμοι εφυγεν και εξηλθεν εξω
16 A palástot magánál tartotta tehát, és mihelyt hazajött a férje, megmutatta neki,16 και καταλιμπανει τα ιματια παρ' εαυτη εως ηλθεν ο κυριος εις τον οικον αυτου
17 ezekkel a szavakkal: »Bejött hozzám az a héber legény, akit idehoztál, hogy pajzánkodjon velem.17 και ελαλησεν αυτω κατα τα ρηματα ταυτα λεγουσα εισηλθεν προς με ο παις ο εβραιος ον εισηγαγες προς ημας εμπαιξαι μοι και ειπεν μοι κοιμηθησομαι μετα σου
18 Amikor azonban meghallotta, hogy kiáltok, itthagyta a palástját, amelyet megragadtam, és kiszaladt!«18 ως δε ηκουσεν οτι υψωσα την φωνην μου και εβοησα κατελιπεν τα ιματια αυτου παρ' εμοι και εφυγεν και εξηλθεν εξω
19 Amikor a gazda meghallotta felesége szavát, nagyon megharagudott.19 εγενετο δε ως ηκουσεν ο κυριος αυτου τα ρηματα της γυναικος αυτου οσα ελαλησεν προς αυτον λεγουσα ουτως εποιησεν μοι ο παις σου και εθυμωθη οργη
20 Börtönbe vettette Józsefet, abba, amelyikben a király foglyait őrizték. Ott maradt tehát, bezárva.20 και λαβων ο κυριος ιωσηφ ενεβαλεν αυτον εις το οχυρωμα εις τον τοπον εν ω οι δεσμωται του βασιλεως κατεχονται εκει εν τω οχυρωματι
21 Az Úr azonban Józseffel volt. Megkönyörült rajta, és kedvessé tette őt a főfoglár szemében,21 και ην κυριος μετα ιωσηφ και κατεχεεν αυτου ελεος και εδωκεν αυτω χαριν εναντιον του αρχιδεσμοφυλακος
22 úgyhogy az József kezére bízta az összes foglyot, akiket a börtönben tartottak, és mindent, amit kellett, ő intézett.22 και εδωκεν ο αρχιδεσμοφυλαξ το δεσμωτηριον δια χειρος ιωσηφ και παντας τους απηγμενους οσοι εν τω δεσμωτηριω και παντα οσα ποιουσιν εκει
23 Nem is volt a főfoglárnak semmi gondja semmire sem, amit rábízott, mert az Úr vele volt, és sikerre vitte minden cselekedetét.23 ουκ ην ο αρχιδεσμοφυλαξ του δεσμωτηριου γινωσκων δι' αυτον ουθεν παντα γαρ ην δια χειρος ιωσηφ δια το τον κυριον μετ' αυτου ειναι και οσα αυτος εποιει κυριος ευωδου εν ταις χερσιν αυτου