Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

A krónikák első könyve 19


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Történt továbbá, hogy meghalt Naás, Ammon fiainak királya, és fia lett a király helyette.1 και εγενετο μετα ταυτα απεθανεν ναας βασιλευς υιων αμμων και εβασιλευσεν αναν υιος αυτου αντ' αυτου
2 Így szólt ekkor Dávid: »Irgalmasságot tanúsítok Hánon, Naás fia iránt, mert atyja kedvességet tanúsított irántam.« Követeket küldött tehát Dávid, hogy vigasztalják meg őt atyja halála miatt. Amikor ezek eljutottak Ammon fiainak földjére, hogy megvigasztalják Hánont,2 και ειπεν δαυιδ ποιησω ελεος μετα αναν υιου ναας ως εποιησεν ο πατηρ αυτου μετ' εμου ελεος και απεστειλεν αγγελους δαυιδ του παρακαλεσαι αυτον περι του πατρος αυτου και ηλθον παιδες δαυιδ εις γην υιων αμμων του παρακαλεσαι αυτον
3 Ammon fiainak fejedelmei azt mondák Hánonnak: »Te talán azt hiszed, hogy Dávid atyád iránt való tiszteletből küldte el vigasztalóidat, s nem veszed észre, hogy azért jöttek hozzád szolgái, hogy kikémleljék, kifürkésszék s kilessék földedet?«3 και ειπον αρχοντες αμμων προς αναν μη δοξαζων δαυιδ τον πατερα σου εναντιον σου απεστειλεν σοι παρακαλουντας ουχ οπως εξερευνησωσιν την πολιν του κατασκοπησαι την γην ηλθον παιδες αυτου προς σε
4 Erre Hánon megkopasztotta és megborotváltatta Dávid szolgáit, és levágatta ruhájukat az alfelüktől egészen a lábukig, s elbocsátotta őket.4 και ελαβεν αναν τους παιδας δαυιδ και εξυρησεν αυτους και αφειλεν των μανδυων αυτων το ημισυ εως της αναβολης και απεστειλεν αυτους
5 Amikor ezek elmentek és ezt megüzenték Dávidnak, ő eléjük küldött (minthogy nagy gyalázatot szenvedtek) és megparancsolta, hogy maradjanak Jerikóban, amíg meg nem nő a szakálluk, és csak akkor térjenek vissza.5 και ηλθον απαγγειλαι τω δαυιδ περι των ανδρων και απεστειλεν εις απαντησιν αυτοις οτι ησαν ητιμωμενοι σφοδρα και ειπεν ο βασιλευς καθισατε εν ιεριχω εως του ανατειλαι τους πωγωνας υμων και ανακαμψατε
6 Amikor aztán Ammon fiai látták, hogy méltatlanságot követtek el Dáviddal, mind Hánon, mind a többi nép, elküldött ezer talentum ezüstöt, hogy Mezopotámiából, a szíriai Maákából és Szóbából harci szekereket és lovasokat fogadjanak maguknak.6 και ειδον οι υιοι αμμων οτι ησχυνθη λαος δαυιδ και απεστειλεν αναν και οι υιοι αμμων χιλια ταλαντα αργυριου του μισθωσασθαι εαυτοις εκ συριας μεσοποταμιας και εκ συριας μοοχα και εκ σωβα αρματα και ιππεις
7 Meg is fogadtak harminckétezer harci szekeret s Maáka királyát, népével együtt. Ezek, miután megérkeztek, Medebával szemben ütöttek tábort. Ammon fiai is egybegyűltek városaikból, és hadba vonultak.7 και εμισθωσαντο εαυτοις δυο και τριακοντα χιλιαδας αρματων και τον βασιλεα μωχα και τον λαον αυτου και ηλθον και παρενεβαλον κατεναντι μαιδαβα και οι υιοι αμμων συνηχθησαν εκ των πολεων αυτων και ηλθον εις το πολεμησαι
8 Amikor ezt Dávid meghallotta, odaküldte Joábot és a vitézek egész seregét.8 και ηκουσεν δαυιδ και απεστειλεν τον ιωαβ και πασαν την στρατιαν των δυνατων
9 Erre kivonultak Ammon fiai és a város kapuja mellett álltak csatarendbe, azok a királyok pedig, akik a segítségükre jöttek, külön, a mezőn álltak fel.9 και εξηλθον οι υιοι αμμων και παρατασσονται εις πολεμον παρα τον πυλωνα της πολεως και οι βασιλεις οι ελθοντες παρενεβαλον καθ' εαυτους εν τω πεδιω
10 Ezért, amikor Joáb észrevette, hogy elölről is, hátulról is harc készül ellene, kiválasztotta egész Izraelből a legvitézebb embereket, és a szírek ellen indult.10 και ειδεν ιωαβ οτι γεγονασιν αντιπροσωποι του πολεμειν προς αυτον κατα προσωπον και εξοπισθεν και εξελεξατο εκ παντος νεανιου εξ ισραηλ και παρεταξαντο εναντιον του συρου
11 A nép többi részét pedig Abizájnak, fivérének keze alá adta és azok Ammon fiai ellen indultak,11 και το καταλοιπον του λαου εδωκεν εν χειρι αβεσσα αδελφου αυτου και παρεταξαντο εξ εναντιας υιων αμμων
12 és azt mondta: »Ha fölém kerekednek a szírek, légy segítségemre, ha pedig föléd kerekednek Ammon fiai, én segítek neked.12 και ειπεν εαν κρατηση υπερ εμε συρος και εση μοι εις σωτηριαν και εαν υιοι αμμων κρατησωσιν υπερ σε και σωσω σε
13 Légy erős és cselekedjünk férfiasan népünkért és Istenünk városaiért, és az Úr majd megteszi azt, ami jó az ő színe előtt.«13 ανδριζου και ενισχυσωμεν περι του λαου ημων και περι των πολεων του θεου ημων και κυριος το αγαθον εν οφθαλμοις αυτου ποιησει
14 Elindult tehát Joáb s a vele levő nép a szírek elleni harcra és megfutamította őket.14 και παρεταξατο ιωαβ και ο λαος ο μετ' αυτου κατεναντι συρων εις πολεμον και εφυγον απ' αυτου
15 Amikor aztán Ammon fiai látták, hogy a szírek megfutamodtak, ők is megfutamodtak fivére, Abizáj elől, és visszavonultak a városba. Erre Joáb visszatért Jeruzsálembe.15 και οι υιοι αμμων ειδον οτι εφυγον συροι και εφυγον και αυτοι απο προσωπου ιωαβ και απο προσωπου αβεσσα του αδελφου αυτου και ηλθον εις την πολιν και ηλθεν ιωαβ εις ιερουσαλημ
16 Amikor azonban a szírek látták, hogy vereséget szenvedtek Izrael előtt, követeket küldtek és elhozatták azokat a szíreket, akik a folyón túl laktak. Sófák, Adarézer hadvezére volt a vezérük.16 και ειδεν συρος οτι ετροπωσατο αυτον ισραηλ και απεστειλεν αγγελους και εξηγαγον τον συρον εκ του περαν του ποταμου και σωφαχ αρχιστρατηγος δυναμεως αδρααζαρ εμπροσθεν αυτων
17 Amikor ezt hírül vitték Dávidnak, ő egybegyűjtötte egész Izraelt, átkelt a Jordánon, és meglepte őket s csatarendbe állt ellenük. Erre azok megütköztek vele.17 και απηγγελη τω δαυιδ και συνηγαγεν τον παντα ισραηλ και διεβη τον ιορδανην και ηλθεν επ' αυτους και παρεταξατο επ' αυτους και παρατασσεται συρος εξ εναντιας δαυιδ και επολεμησαν αυτον
18 Ám a szírek megfutamodtak Izrael elől és Dávid hétezer szekeret s negyvenezer gyalogost pusztított el a szírek közül, Sófákot, a hadvezérüket is megölte.18 και εφυγεν συρος απο προσωπου δαυιδ και απεκτεινεν δαυιδ απο του συρου επτα χιλιαδας αρματων και τεσσαρακοντα χιλιαδας πεζων και τον σωφαχ αρχιστρατηγον δυναμεως απεκτεινεν
19 Amikor aztán Adarézer szolgái látták, hogy Izrael föléjük kerekedett, Dávidhoz pártoltak és szolgáivá lettek, és Szíria nem akart többé segítséget nyújtani Ammon fiainak.19 και ειδον παιδες αδρααζαρ οτι επταικασιν απο προσωπου ισραηλ και διεθεντο μετα δαυιδ και εδουλευσαν αυτω και ουκ ηθελησεν συρος του βοηθησαι τοις υιοις αμμων ετι