A krónikák első könyve 14
1234567891011121314151617181920212223242526272829
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | LXX |
---|---|
1 Hírám, Tírusz királya követeket, cédrusfát, kőműveseket és ácsmestereket küldött Dávidhoz, hogy házat építsenek neki. | 1 και απεστειλεν χιραμ βασιλευς τυρου αγγελους προς δαυιδ και ξυλα κεδρινα και οικοδομους τοιχων και τεκτονας ξυλων του οικοδομησαι αυτω οικον |
2 Ekkor Dávid megértette, hogy az Úr megerősítette őt Izraelen való királyságában, s hogy tekintélyt szerzett népe körében, Izraelen való királyságának. | 2 και εγνω δαυιδ οτι ητοιμησεν αυτον κυριος επι ισραηλ οτι ηυξηθη εις υψος η βασιλεια αυτου δια τον λαον αυτου ισραηλ |
3 Jeruzsálemben Dávid további feleségeket vett és fiúkat s leányokat nemzett. | 3 και ελαβεν δαυιδ ετι γυναικας εν ιερουσαλημ και ετεχθησαν δαυιδ ετι υιοι και θυγατερες |
4 Így hívták azokat, akik Jeruzsálemben születtek neki: Sámua, Sobáb, Nátán, Salamon, | 4 και ταυτα τα ονοματα αυτων των τεχθεντων οι ησαν αυτω εν ιερουσαλημ σαμαα ισοβααμ ναθαν σαλωμων |
5 Jibhár, Elisua, Elifálet, | 5 και ιβααρ και ελισαε και ελιφαλετ |
6 Nóga, Náfeg, Jáfia, | 6 και ναγε και ναφαγ και ιανουου |
7 Elisáma, Baáljáda és Elifálet. | 7 και ελισαμαε και βαλεγδαε και ελιφαλετ |
8 Amikor azonban a filiszteusok meghallották, hogy Dávidot egész Izrael királyává kenték, valamennyien felvonultak, hogy megkeressék. Amikor ezt Dávid meghallotta, kivonult eléjük. | 8 και ηκουσαν αλλοφυλοι οτι εχρισθη δαυιδ βασιλευς επι παντα ισραηλ και ανεβησαν παντες οι αλλοφυλοι ζητησαι τον δαυιδ και ηκουσεν δαυιδ και εξηλθεν εις απαντησιν αυτοις |
9 A filiszteusok is megérkeztek, és ellepték a Refaim völgyet. | 9 και αλλοφυλοι ηλθον και συνεπεσον εν τη κοιλαδι των γιγαντων |
10 Ekkor Dávid megkérdezte az Urat: »Felvonuljak-e a filiszteusok ellen, s kezembe adod-e őket?« Az Úr azt mondta erre neki: »Vonulj fel s a kezedbe adom őket.« | 10 και ηρωτησεν δαυιδ δια του θεου λεγων ει αναβω επι τους αλλοφυλους και δωσεις αυτους εις τας χειρας μου και ειπεν αυτω κυριος αναβηθι και δωσω αυτους εις τας χειρας σου |
11 Amikor aztán azok felvonultak Baál-Farászimba, Dávid ott megverte őket és azt mondta: »Eloszlatta kezem által Isten az ellenségeimet, úgy, amint eloszlanak a vizek«, ezért nevezték el azt a helyet Baál-Farászimnak. | 11 και ανεβη εις βααλφαρασιν και επαταξεν αυτους εκει δαυιδ και ειπεν δαυιδ διεκοψεν ο θεος τους εχθρους μου εν χειρι μου ως διακοπην υδατος δια τουτο εκαλεσεν το ονομα του τοπου εκεινου διακοπη φαρασιν |
12 Azok ott hagyták isteneiket, mire Dávid megparancsolta, hogy égessék el őket. | 12 και εγκατελιπον εκει τους θεους αυτων και ειπεν δαυιδ κατακαυσαι αυτους εν πυρι |
13 A filiszteusok másodízben is betörtek és ellepték a völgyet. | 13 και προσεθεντο ετι αλλοφυλοι και συνεπεσαν ετι εν τη κοιλαδι των γιγαντων |
14 Erre Dávid ismét megkérdezte Istent, s Isten azt mondta neki: »Ne vonulj fel utánuk, hanem térj ki előlük és a körtefák felől vonulj ellenük, | 14 και ηρωτησεν δαυιδ ετι εν θεω και ειπεν αυτω ο θεος ου πορευση οπισω αυτων αποστρεφου απ' αυτων και παρεση αυτοις πλησιον των απιων |
15 s ha majd járás neszét hallod a körtefák tetejéről, akkor vonulj ki a harcra, mert akkor vonul ki előtted Isten, hogy megverje a filiszteusok táborát.« | 15 και εσται εν τω ακουσαι σε την φωνην του συσσεισμου των ακρων των απιων τοτε εξελευση εις τον πολεμον οτι εξηλθεν ο θεος εμπροσθεν σου του παταξαι την παρεμβολην των αλλοφυλων |
16 Dávid úgy is cselekedett, ahogy Isten megparancsolta neki, és megverte a filiszteusok táborát Gibeontól Gézerig. | 16 και εποιησεν καθως ενετειλατο αυτω ο θεος και επαταξεν την παρεμβολην των αλλοφυλων απο γαβαων εως γαζαρα |
17 Erre elterjedt Dávid híre minden országban, és az Úr félelmet keltett iránta minden nemzetnél. | 17 και εγενετο ονομα δαυιδ εν παση τη γη και κυριος εδωκεν τον φοβον αυτου επι παντα τα εθνη |