Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Királyok második könyve 5


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Námán, Szíria királyának hadvezére, nagy és tekintélyes ember volt ura előtt, mert általa adott az Úr győzelmet Szíriának. Vitéz és gazdag ember volt, de poklos.1 Ο δε Νεεμαν, ο στρατηγος του βασιλεως της Συριας, ητο ανηρ μεγας ενωπιον του κυριου αυτου και τιμωμενος, επειδη ο Κυριος δι' αυτου εδωκε σωτηριαν εις την Συριαν? και ο ανθρωπος ητο δυνατος εν ισχυι, λεπρος ομως.
2 Egyszer azonban portyázni mentek a szíriaiak, s foglyul ejtettek Izrael földjéről egy kislányt. Ez Námán feleségének szolgálatába jutott2 Εξηλθον δε οι Συριοι κατα ταγματα και εφερον αιχμαλωτον εκ της γης του Ισραηλ μικραν τινα κορην? και υπηρετει την γυναικα του Νεεμαν.
3 és azt mondta asszonyának: »Bárcsak lett volna az én uram annál a prófétánál, aki Szamariában van. Biztosan meggyógyította volna a poklosságtól, amelyben van.«3 Και ειπε προς την κυριαν αυτης, Ειθε να ητο ο κυριος μου εμπροσθεν του προφητου του εν Σαμαρεια, διοτι ηθελεν ιατρευσει αυτον απο της λεπρας αυτου.
4 Námán erre bement urához s elbeszélte neki: »Így s így szólt az az Izrael földjéről való lány.«4 Και εισελθων ο Νεεμαν απηγγειλε προς τον κυριον αυτου, λεγων, Ουτω και ουτως ελαλησεν η κορη η εκ της γης του Ισραηλ.
5 Azt mondta erre neki Szíria királya: »Eredj el s én majd küldök egy levelet Izrael királyának.« Az, miután elment és magával vitt tíz talentum ezüstöt, hatezer aranyat s tíz váltóruhát,5 Και ειπεν ο βασιλευς της Συριας, Ελθε, υπαγε, και θελω στειλει επιστολην προς τον βασιλεα του Ισραηλ. Και ανεχωρησε και ελαβεν εν τη χειρι αυτου δεκα ταλαντα αργυριου και εξ χιλιαδας χρυσους και δεκα αλλαγας ενδυματων?
6 elvitte a levelet Izrael királyának. Ezek a szavak voltak benne: »Ha e levelet megkapod, tudd, hogy hozzád küldtem szolgámat, Námánt, hogy meggyógyítsd poklosságából.«6 Και εφερε την επιστολην προς τον βασιλεα του Ισραηλ, λεγουσαν, Και τωρα καθως ελθη επιστολη αυτη προς σε, ιδου, εστειλα προς σε Νεεμαν τον δουλον μου, δια να ιατρευσης αυτον απο της λεπρας αυτου.
7 Amikor Izrael királya elolvasta a levelet, megszaggatta ruháját s azt mondta: »Isten vagyok-e én, hogy ölni s életet adni tudjak, hogy ez hozzám küld, hogy meggyógyítsak valakit poklosságából? Észrevehetitek s láthatjátok, hogy csak ürügyet keres ellenem.«7 Και καθως ανεγνωσεν ο βασιλευς του Ισραηλ την επιστολην, διεσχισε τα ιματια αυτου, και ειπε, Θεος ειμαι εγω, δια να θανατονω και να ζωοποιω, ωστε ουτος στελλει προς εμε να ιατρευσω ανθρωπον απο της λεπρας αυτου; γνωρισατε λοιπον, παρακαλω, και ιδετε οτι ουτος ζητει προφασιν εναντιον μου.
8 Amikor ezt Elizeus, az Isten embere meghallotta, azt tudniillik, hogy Izrael királya megszaggatta ruháját, elküldött hozzá ezzel az üzenettel: »Miért szaggattad meg ruháidat? Jöjjön hozzám, s tudja meg, hogy van próféta Izraelben.«8 Ως δε ηκουσεν ο Ελισσαιε, ο ανθρωπος του Θεου, οτι ο βασιλευς του Ισραηλ διεσχισε τα ιματια αυτου, απεστειλε προς τον βασιλεα, λεγων, Δια τι διεσχισας τα ιματια σου; ας ελθη τωρα προς εμε, και θελει γνωρισει οτι ειναι προφητης εν τω Ισραηλ.
9 Odament tehát Námán, lovaival és szekereivel együtt, és megállt Elizeus házának ajtaja előtt.9 Τοτε ηλθεν ο Νεεμαν μετα των ιππων αυτου και μετα της αμαξης αυτου, και εσταθη εις την θυραν της οικιας του Ελισσαιε.
10 Ekkor Elizeus követet küldött ki hozzá ezzel az üzenettel: »Menj s fürödj meg hétszer a Jordánban, s akkor tested visszanyeri egészségét s megtisztulsz.«10 Και απεστειλε προς αυτον ο Ελισσαιε μηνυτην, λεγων, Υπαγε και λουσθητι επτακις εν τω Ιορδανη, και θελει επανελθει η σαρξ σου εις σε, και θελεις καθαρισθη.
11 Megharagudott erre Námán, elment, és ezt mondta: »Azt hittem, hogy ki fog jönni hozzám, megáll, segítségül hívja az Úrnak, Istenének nevét, megérinti kezével a poklosság helyét s meggyógyít.11 Ο δε Νεεμαν εθυμωθη και ανεχωρησε και ειπεν, Ιδου, εγω ελεγον, Θελει βεβαιως εξελθει προς εμε και θελει σταθη και επικαλεσθη το ονομα Κυριου του Θεου αυτου, και διακινησει την χειρα αυτου επι τον τοπον και ιατρευσει τον λεπρον?
12 Hát nem jobbak-e az Abána és a Fárfár, Damaszkusz folyói, Izrael valamennyi vizénél arra, hogy bennük megfürödjem és megtisztuljak?« Amikor azonban megfordult s bosszankodva elment,12 ο Αβανα και ο Φαρφαρ, ποταμοι της Δαμασκου, δεν ειναι καλητεροι υπερ παντα τα υδατα του Ισραηλ; δεν ηδυναμην να λουσθω εν αυτοις και να καθαρισθω; Και στραφεις, ανεχωρησε μετα θυμου.
13 eléje járultak szolgái s így szóltak hozzá: »Apám, ha nagy dolgot mondott volna is neked a próféta, bizonyára meg kellett volna tenned. Mennyivel inkább, hogy most csak azt mondta neked: ‘Fürödj meg és megtisztulsz.’«13 Επλησιασαν δε οι δουλοι αυτου και ελαλησαν προς αυτον και ειπον? Πατερ μου, εαν ο προφητης ηθελε σοι ειπει μεγα πραγμα, δεν ηθελες καμει αυτο; ποσω μαλλον τωρα, οταν σοι λεγη, Λουσθητι και καθαρισθητι;
14 Lement s megfürdött hétszer a Jordánban az Isten emberének szava szerint, s ismét olyan lett a teste, mint egy kis gyermek teste, és megtisztult.14 Τοτε κατεβη και εβυθισθη επτακις εις τον Ιορδανην, κατα τον λογον του ανθρωπου του Θεου? και η σαρξ αυτου αποκατεστη ως σαρξ παιδιου μικρου, και εκαθαρισθη.
15 Erre visszatért az Isten emberéhez egész kíséretével együtt s bement s megállt előtte s azt mondta: »Immár tudom, hogy nincs másutt Isten az egész földön, hanem csakis Izraelben. Kérlek tehát, fogadj el áldomást szolgádtól.«15 Και επεστρεψε προς τον ανθρωπον του Θεου, αυτος και πασα η συνοδια αυτου, και ηλθε και εσταθη εμπροσθεν αυτου? και ειπεν, Ιδου, τωρα εγνωρισα οτι δεν ειναι Θεος εν παση τη γη, ειμη εν τω Ισραηλ? οθεν τωρα δεχθητι, παρακαλω, δωρον παρα του δουλου σου.
16 Ám ő azt felelte: »Az Úr életére mondom, aki előtt szolgálok, hogy nem fogadok el.« Nem is engedett semmiképpen sem, pedig unszolta.16 Ο δε ειπε, Ζη Κυριος, ενωπιον του οποιον παρισταμαι, δεν θελω δεχθη. Ο δε εβιαζεν αυτον να δεχθη, αλλα δεν εστερξε.
17 Végre Námán azt mondta: »Hát ahogy akarod; de kérlek, engedd meg nekem, szolgádnak, hogy vehessek e földből annyit, amennyit egy öszvérpár elbír, mert nem mutat be többé szolgád egészen elégő áldozatot vagy békeáldozatot más isteneknek, hanem csak az Úrnak.17 Και ειπεν ο Νεεμαν, Και αν μη, ας δοθη, παρακαλω, εις τον δουλον σου δυο ημιονων φορτιον εκ του χωματος τουτου, διοτι ο δουλος σου δεν θελει προσφερει εις το εξης ολοκαυτωμα ουδε θυσιαν εις αλλους θεους, παρα μονον εις τον Κυριον?
18 Csak ebben az egy dologban engeszteld az Urat szolgád érdekében: amikor uram bemegy Remmon templomába, hogy ott leboruljon s a kezemre támaszkodik, ha én is leborulok Remmon templomában, amikor ő ott leborul – nézze el az Úr nekem, szolgádnak ezt a dolgot.«18 περι τουτου του πραγματος ας συγχωρηση ο Κυριος τον δουλον σου, οτι, οταν εισερχηται ο κυριος μου εις τον οικον του Ριμμων δια να προσκυνηση εκει, και στηριζηται επι την χειρα μου, και εγω κλινω εμαυτον εν τω οικω του Ριμμων, ενω κλινω εμαυτον εν τω οικω του Ριμμων, ο Κυριος ας συγχωρηση τον δουλον σου περι του πραγματος τουτου
19 Ő azt mondta neki: »Eredj békességben.« Erre ő eltávozott tőle a föld legkiválóbb idejében.19 Και ειπε προς αυτον, Υπαγε εν ειρηνη. Και ανεχωρησεν απ' αυτου μικρον τι διαστημα.
20 Azt mondta ekkor magában Giezi, az Isten emberének legénye: »Megkímélte uram ezt a szíriai Námánt, hogy nem fogadta el tőle, amit hozott: az Úr életére mondom, hogy utána futok és szerzek tőle valamit.«20 Ειπε δε ο Γιεζει, ο υπηρετης του Ελισσαιε του ανθρωπου του Θεου, Ιδου, εφεισθη ο κυριος μου του Νεεμαν τουτου του Συριου, ωστε να μη λαβη εκ της χειρος αυτου εκεινο το οποιον εφερε? πλην, ζη Κυριος, εγω θελω τρεξει κατοπιν αυτου και θελω λαβει τι παρ' αυτου.
21 Utána is eredt Giezi Námánnak. Amikor ez meglátta, hogy feléje fut, leugrott szekeréről elébe s azt mondta: »Rendben van-e minden?«21 Και ετρεξεν ο Γιεζει κατοπιν του Νεεμαν. Και οτε ειδεν αυτον ο Νεεμαν τρεχοντα κατοπιν αυτου, επηδησεν εκ της αμαξης εις συναντησιν αυτου και ειπε, Καλως εχετε;
22 Ő azt mondta: »Rendben.« Uram küldött hozzád s üzeni: »Épp most jött hozzám két ifjú Efraim hegységéből, a prófétafiak közül. Adj számukra egy talentum ezüstöt s két öltözet ruhát.«22 Ο δε ειπε, Καλως? ο κυριος μου με απεστειλε, λεγων, Ιδου, ταυτην την ωραν ηλθον προς εμε, εκ του ορους Εφραιμ, δυο νεοι εκ των υιων των προφητων? δος εις αυτους, παρακαλω, εν ταλαντον αργυριου και δυο αλλαγας ενδυματων.
23 Azt mondta erre Námán: »Jobb lesz, ha két talentumot veszel.« Rá is erőszakolta s bekötött két talentum ezüstöt két zsákba és két váltóruhát s rátette két legényére, s azok el is vitték előtte.23 Και ειπεν ο Νεεμαν, Λαβε ευχαριστως δυο ταλαντα. Και εβιασεν αυτον, και εδωσε τα δυο ταλαντα του αργυριου εις δυο θυλακια, μετα δυο αλλαγων ενδυματων? και επεθεσεν αυτα εις δυο εκ των δουλων αυτου, και εβασταζον αυτα εμπροσθεν αυτου.
24 Amikor aztán már estefelé megérkezett, elvette kezükből s félretette a házban s elbocsátotta az embereket s azok elmentek,24 Και οτε ηλθεν εις Οφηλ, ελαβεν αυτα εκ των χειρων αυτων και εφυλαξεν εν τω οικω? και απελυσε τους ανδρας, και ανεχωρησαν.
25 ő pedig bement s ura elé állt. Azt mondta ekkor Elizeus: »Honnan jössz, Giezi?« Ő azt felelte: »Nem volt el szolgád sehol sem.«25 Αυτος δε εισηλθε και εσταθη εμπροσθεν του κυριου αυτου. Και ειπε προς αυτον ο Ελισσαιε, Ποθεν, Γιεζει; Ο δε ειπεν, Ο δουλος σου δεν υπηγε πουποτε.
26 Ő azonban azt mondta: »Nem volt-e jelen az én szívem, amikor az az ember visszafordult szekeréről feléd? Nos tehát, szereztél ezüstöt és szereztél ruhákat, hogy olajkerteket, szőlőket, juhokat, barmokat, rabszolgákat és rabszolgálókat vásárolj,26 Και ειπε προς αυτον, Δεν υπηγεν η καρδια μου μετα σου, οτε ο ανθρωπος επεστρεψεν απο της αμαξης αυτου εις συναντησιν σου; ειναι καιρος να λαβης αργυριον και να λαβης ιματια και ελαιωνας και αμπελωνας και προβατα και βοας και δουλους και δουλας;
27 de Námán poklossága is rád s ivadékodra ragad mindörökre.« Poklosságtól hófehéren ment is ki előle.27 δια τουτο η λεπρα του Νεεμαν θελει κολληθη εις σε και εις το σπερμα σου εις τον αιωνα. Και εξηλθεν απ' εμπροσθεν αυτου λελεπρωμενος ως χιων.