Scrutatio

Mercoledi, 22 maggio 2024 - Santa Rita da Cascia ( Letture di oggi)

Királyok második könyve 19


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Amikor ezeket Hiszkija király meghallotta, megszaggatta ruháját, zsákba öltözött és bement az Úr házába.1 Και οτε ηκουσεν ο βασιλευς Εζεκιας, διεσχισε τα ιματια αυτου και εσκεπασθη με σακκον και εισηλθεν εις τον οικον του Κυριου.
2 Majd elküldte Eljakimot, az udvarnagyot és Sebnát, az íródeákot, meg a papok véneit, zsákba öltözötten, Izajás prófétához, Ámosz fiához,2 Και απεστειλεν Ελιακειμ τον οικονομον και Σομναν τον γραμματεα και τους πρεσβυτερους των ιερεων, εσκεπασμενους με σακκους, προς τον προφητην Ησαιαν, τον υιον του Αμως.
3 hogy mondják: »Ezt üzeni Hiszkija: Szorongatás, fenyítés és káromlás napja ez a nap: szülésig jutottak a magzatok s nincs ereje a vajúdónak!3 Και ειπον προς αυτον, Ουτω λεγει ο Εζεκιας? Ημερα θλιψεως και ονειδισμου και βλασφημιας η ημερα αυτη? διοτι τα τεκνα ηλθον εις την ακμην της γεννας, πλην δυναμις δεν ειναι εις την τικτουσαν?
4 Talán meghallja az Úr, a te Istened Rábsakénak minden szavát, akit elküldött ura, az asszírok királya, hogy szidalmazza és gyalázza az élő Istent azokkal a szavakkal, amelyeket az Úr, a te Istened hallott. Imádkozz tehát a maradékért, amely még megvan.«4 ειθε να ηκουσε Κυριος ο Θεος σου παντας τους λογους του Ραβ-σακη, τον οποιον ο βασιλευς της Ασσυριας ο κυριος αυτου απεστειλε δια να ονειδιση τον ζωντα θεον, και να υβριση δια των λογων, τους οποιους ηκουσε Κυριος ο Θεος σου? δια τουτο υψωσον δεησιν υπερ του υπολοιπου του σωζομενου.
5 Hiszkija király szolgái el is mentek Izajáshoz.5 Και ηλθον προς τον Ησαιαν οι δουλοι του βασιλεως Εζεκιου.
6 Izajás azt felelte nekik: »Ezt mondjátok uratoknak: Ezt üzeni az Úr: Ne félj azoktól a szavaktól, amelyeket hallottál, amelyekkel az asszírok királyának legényei engem káromoltak.6 Και ειπε προς αυτους ο Ησαιας, Ουτω θελετε ειπει προς τον κυριον σας? Ουτω λεγει Κυριος? Μη φοβου απο των λογων τους οποιους ηκουσας, δια των οποιων οι δουλοι του βασιλεως της Ασσυριας με ωνειδισαν?
7 Íme, én egy lelket bocsátok rá és hírt hall és visszatér földjére s elejtetem karddal saját országában.«7 ιδου, εγω θελω βαλει εις αυτον τοιουτον πνευμα, ωστε, ακουσας θορυβον, θελει επιστρεψει εις την γην αυτου? και θελω καμει αυτον να πεση δια μαχαιρας εν τη γη αυτου.
8 Rábsaké aztán visszatért s felkereste az asszírok királyát Libna ostrománál, mert hallotta, hogy elvonult Lákisból.8 Ο Ραβ-σακης λοιπον επεστρεψε και ευρηκε τον βασιλεα της Ασσυριας πολεμουντα εναντιον της Λιβνα? διοτι ηκουσεν οτι εφυγεν απο Λαχεις.
9 Amikor az meghallotta, hogy Tirhaka, Etiópia királya felől azt beszélik: »Íme, hadba vonult ellened« – s elindult ellene, követeket küldött Hiszkijához ezzel az üzenettel:9 Και ο βασιλευς, οτε ηκουσε να λεγωσι περι Θιρακα του βασιλεως της Αιθιοπιας, Ιδου, εξηλθε να σε πολεμηση, απεστειλε παλιν πρεσβεις προς τον Εζεκιαν, λεγων,
10 »Ezt mondjátok Hiszkijának, Júda királyának: Meg ne csaljon téged Istened, akiben bizakodsz s ne mondd: Nem kerül Jeruzsálem az asszírok királyának kezébe!10 Ουτω θελετε ειπει προς Εζεκιαν, τον βασιλεα του Ιουδα, λεγοντες, Ο Θεος σου, επι τον οποιον θαρρεις, ας μη σε απατα, λεγων, Η Ιερουσαλημ δεν θελει παραδοθη εις την χειρα του βασιλεως της Ασσυριας?
11 Hiszen magad hallottad, mit cselekedtek az asszírok királyai minden országgal, miként pusztították el azokat. Hát éppen te tudsz majd megmenekülni?11 ιδου, συ ηκουσας τι εκαμον οι βασιλεις της Ασσυριας εις παντας τους τοπους, καταστρεφοντες αυτους? και συ θελεις λυτρωθη;
12 Vajon megszabadították-e a nemzetek istenei mindazokat, akiket elpusztítottak atyáim, tudniillik Gózánt, Háránt, Reszefet és Éden fiait, akik Telasszárban voltak?12 μηπως οι θεοι των εθνων ελυτρωσαν εκεινους, τους οποιους οι πατερες μου κατεστρεψαν, την Γωζαν και την Χαρραν και Ρεσεφ και τους υιους του Εδεν τους εν Τελασσαρ;
13 Hol van Hamat királya, Arfád királya, meg Szefárvaim városának, Ánának és Ávának királya?«13 που ο βασιλευς της Αιμαθ, και ο βασιλευς της Αρφαδ, και ο βασιλευς της πολεως Σεφαρουιμ, Ενα και Αυα;
14 Amikor aztán Hiszkija átvette a levelet a követek kezéből és elolvasta, felment az Úr házába és az Úr elé tárta14 Και λαβων ο Εζεκιας την επιστολην εκ της χειρος των πρεσβεων, ανεγνωσεν αυτην? και ανεβη ο Εζεκιας εις τον οικον του Κυριου και εξετυλιξεν αυτην ενωπιον του Κυριου.
15 és így imádkozott az ő színe előtt: »Uram, Izrael Istene, aki a kerubok felett ülsz, te vagy egyedül a föld minden királyának Istene, te alkottad az eget és a földet.15 Και προσηυχηθη ενωπιον του Κυριου ο Εζεκιας, λεγων, Κυριε Θεε του Ισραηλ, ο καθημενος επι των χερουβειμ, συ αυτος εισαι ο Θεος, ο μονος, παντων των βασιλειων της γης? συ εκαμες τον ουρανον και την γην?
16 Hajtsd ide füledet s halld: nyisd meg, Uram, szemedet és lásd, halld meg Szanherib minden szavát, aki ideküldött, hogy gyalázza előttünk az élő Istent.16 κλινον, Κυριε, το ους σου και ακουσον? ανοιξον, Κυριε, τους οφθαλμους σου και ιδε? και ακουσον τους λογους του Σενναχειρειμ, οστις απεστειλε τουτον δια να ονειδιση τον ζωντα Θεον?
17 Igaz, Uram, Asszíria királyai elpusztították azon nemzeteket s mindazok földjét17 αληθως, Κυριε, οι βασιλεις της Ασσυριας ηρημωσαν τα εθνη και τους τοπους αυτων,
18 s tűzbe vetették azok isteneit, hiszen azok nem voltak istenek, hanem emberi kéz fából s kőből való alkotásai s így megsemmisíthették őket.18 και ερριψαν εις το πυρ, τους θεους αυτων? διοτι δεν ησαν θεοι, αλλ' εργον χειρων ανθρωπων, ξυλα και λιθοι? δια τουτο κατεστρεψαν αυτους?
19 Nos tehát, te, Urunk, Istenünk, ments meg minket kezükből, hadd tudja meg a föld minden országa, hogy te, az Úr, vagy egyedül Isten!«19 τωρα λοιπον, Κυριε Θεε ημων, σωσον ημας, δεομαι, εκ της χειρος αυτου? δια να γνωρισωσι παντα τα βασιλεια της γης, οτι συ εισαι Κυριος ο Θεος, ο μονος.
20 Elküldött erre Izajás, Ámosz fia, Hiszkijához és üzente: »Ezt üzeni az Úr, Izrael Istene: Meghallgattam, amit tőlem Szanherib, az asszírok királya felől kértél.20 Τοτε απεστειλεν Ησαιας ο υιος του Αμως προς τον Εζεκιαν, λεγων, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Ηκουσα οσα προσηυχηθης εις εμε κατα του Σενναχειρειμ βασιλεως της Ασσυριας.
21 Ez az, amit az Úr felőle szólt: ‘Megvet téged s csúfot űz belőled Sion szűzi lánya, hátad mögött fejét rázza, Jeruzsálem lánya.21 Ουτος ειναι ο λογος τον οποιον ο Κυριος ελαλησε περι αυτου? Σε κατεφρονησε, σε ενεπαιξεν παρθενος, η θυγατηρ της Σιων? οπισω σου εσεισε κεφαλην η θυγατηρ της Ιερουσαλημ.
22 Kit gyaláztál s káromoltál? Ki ellen emelted fel hangodat s vetetted magasra pillantásodat? Izraelnek Szentje ellen!22 Τινα ωνειδισας και εβλασφημησας; και κατα τινος υψωσας φωνην και εσηκωσας υψηλα τους οφθαλμους σου; Κατα του Αγιου του Ισραηλ.
23 Szolgáid által az Urat gyaláztad s azt mondtad: szekereim sokaságával felmentem a hegyek magasaira, a Libanonnak ormára, kivágtam sudár cédrusait s legpompásabb fenyőfáit, behatoltam egészen a határáig s Kármeljének erdejét23 Τον Κυριον ωνειδισας δια των πρεσβεων σου και ειπας, Με το πληθος των αμαξων μου ανεβην εγω εις το υψος των ορεων, εις τα πλευρα του Λιβανου? και θελω κοψει τας υψηλας κεδρους αυτου, τας εκλεκτας ελατους αυτου? και θελω εισελθει εις τα εσχατα οικηματα αυτου, εις το δασος του Καρμηλου αυτου?
24 kivágtam. Idegen vizet ittam, és lábam nyomával kiszárítottam minden elzárt vizet.24 εγω ανεσκαψα και επιον υδατα ξενα? και με το ιχνος των ποδων μου εξηρανα παντας τους ποταμους των πολιορκουμενων.
25 Nem hallottad-e, mit határoztam kezdettől fogva? Ősidőktől fogva rendeltem el, – most hajtottam végre –, hogy romhalmazzá legyenek a hősök erős városai.25 Μη δεν ηκουσας οτι εγω εκαμον τουτο παλαιοθεν, και απο ημερων αρχαιων εβουλευθην αυτο; τωρα δε εξετελεσα τουτο, ωστε συ να ησαι δια να καταστρεφης πολεις ωχυρωμενας εις ερειπιων σωρους.
26 Akik bennük laknak, tehetetlenül ezért rettentek s szégyenültek meg s lettek olyanok, mint a mezei pázsit s a tetőn zöldellő fű, amely elszárad, mielőtt megérik.26 Δια τουτο οι κατοικοι αυτων ησαν μικρας δυναμεως, ετρομαξαν και κατησχυνθησαν? ησαν ως ο χορτος του αγρου και ως η χλοη, ως ο χορτος των δωματων και ως ο σιτος ο καιομενος πριν καλαμωση.
27 Rég ismerem lakásodat, kijöttödet, bemeneteledet, utadat és ellenem való tombolásodat.27 Πλην εγω εξευρω την κατοικιαν σου και την εξοδον σου και την εισοδον σου και την κατ' εμου λυσσαν σου.
28 Őrjöngtél ellenem, s kevélységed felhatott fülembe. Nos hát karikát teszek az orrodba és zablát a szájadba, és visszavezetlek arra az útra, amelyen feljöttél.28 Επειδη η κατ' εμου λυσσα σου και η αλαζονεια σου ανεβησαν εις τα ωτα μου, δια τουτο θελω βαλει τον κρικον μου εις τους μυκτηρας σου και τον χαλινον μου εις τα χειλη σου, και θελω σε επιστρεψει δια της οδου δι' ης ηλθες.
29 Neked pedig, Hiszkija, ez szolgáljon jelül: ebben az esztendőben azt kell enned, amit találsz, a második esztendőben azt, ami magától terem, a harmadik esztendőben azonban vethettek, arathattok, ültethettek szőlőt és ehetitek gyümölcsét.29 Και τουτο θελει εισθαι εις σε το σημειον? Το ετος τουτο θελετε φαγει ο, τι ειναι αυτοφυες? και το δευτερον ετος, ο, τι εκφυεται απο του αυτου? το δε τριτον ετος, σπειρατε και θερισατε και φυτευσατε αμπελωνας και φαγετε τον καρπον αυτων.
30 Mindaz, ami megmarad Júda házából, azután is gyökeret hajt alul s gyümölcsöt hoz felül,30 Και το υπολοιπον εκ του οικου Ιουδα, το διασωθεν, θελει ριζωσει παλιν υποκατωθεν και θελει δωσει επανω καρπους.
31 mert a megmaradtak fognak kivonulni Jeruzsálemből és a megszabadultak Sionnak hegyéről. A Seregek Urának buzgalma fogja véghezvinni ezt.31 Διοτι εξ Ιερουσαλημ θελει εξελθει το υπολοιπον και εκ του ορους Σιων το διασωθεν? ο ζηλος του Κυριου των δυναμεων θελει εκτελεσει τουτο.
32 Éppen azért ezt mondja az Úr Asszíria királya felől: nem jön be e városba, nyilat sem lő belé, pajzzsal sem támadja meg, sánccal sem veszi körül:32 Οθεν ουτω λεγει Κυριος περι του βασιλεως της Ασσυριας? Δεν θελει εισελθει εις την πολιν ταυτην ουδε θελει τοξευσει εκει βελος ουδε θελει προβαλει κατ' αυτης ασπιδα ουδε θελει υψωσει εναντιον αυτης προχωμα.
33 az úton, amelyen jött, visszatér, s e városba be nem jön, – úgymond az Úr –,33 Δια της οδου δι' ης ηλθε, δι' αυτης θελει επιστρεψει, και εις την πολιν ταυτην δεν θελει εισελθει, λεγει Κυριος.
34 mert megoltalmazom s megmentem e várost önmagamért és szolgámért, Dávidért.’«34 Διοτι θελω υπερασπισθη την πολιν ταυτην, ωστε να σωσω αυτην, ενεκεν εμου και ενεκεν του δουλου μου Δαβιδ.
35 Csakugyan, még azon az éjjelen az történt, hogy eljött az Úr angyala s megölt az asszírok táborában száznyolcvanötezer embert. Amikor aztán reggel felkelt s látta a megannyi holttestet, felkerekedett, elment35 Και την νυκτα εκεινην εξηλθεν ο αγγελος του Κυριου και επαταξεν εν τω στρατοπεδω των Ασσυριων εκατον ογδοηκοντα πεντε χιλιαδας? και οτε εξηγερθησαν το πρωι, ιδου, ησαν παντες σωματα νεκρα.
36 és visszatért Szanherib, az asszírok királya és Ninivében maradt.36 Και εσηκωθη Σενναχειρειμ, ο βασιλευς της Ασσυριας, και εφυγε και επεστρεψε και κατωκησεν εν Νινευη.
37 Amikor azonban egyszer Neszrok templomában istenét imádta, fiai, Adramelek és Szárezer megölték karddal, majd elmenekültek az örmények földjére s fia, Asszarhaddon lett a király helyette.37 Και ενω προσεκυνει εν τω οικω Νισρωκ του θεου αυτου, Αδραμμελεχ και Σαρασαρ οι υιοι αυτου επαταξαν αυτον εν μαχαιρα. αυτοι δε εφυγον εις γην Αραρατ? εβασιλευσε δε αντ' αυτου Εσαραδδων ο υιος αυτου.